Trichome

Content deleted Content added
MiszaBot II (talk | contribs)
m Archiving 1 thread(s) (older than 30d) to Help talk:Searching/Archive 4.
SineBot (talk | contribs)
(One intermediate revision by one other user not shown)
Line 82: Line 82:


This is no longer the case. Why? I don't know, it was darned useful. There's a few other lines in this section that need updating as well. -- [[User:OlEnglish|<font size="5">&oelig;</font>]][[User talk:OlEnglish|<sup>&trade;</sup>]] 09:10, 11 March 2011 (UTC)
This is no longer the case. Why? I don't know, it was darned useful. There's a few other lines in this section that need updating as well. -- [[User:OlEnglish|<font size="5">&oelig;</font>]][[User talk:OlEnglish|<sup>&trade;</sup>]] 09:10, 11 March 2011 (UTC)

== ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 600 ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ ==

«Το νερό μαθαίνεται από τη δίψα»

EMILY DICKINSON
600 ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Μετάφραση Τάκη Μητσακάκη

ΕΚΔΟΣΗ ΠάΝ-ΘΕοΝ με ΠαΝ-ΘέΑ ΑΘΗΝΑ 2011

________________________________________
Copyright: Τάκης Μητσακάκης, Λεπενιώτου 6, 105.54 Αθήνα. Τηλ. 211/1832885
Η αναδημοσίευση ολόκληρου ή μέρους των κειμένων επιτρέπεται με το μοναδικό όρο αναφοράς στο συγγραφέα και στον εκδότη.
________________________________________ Η μετάφραση των ποιημάτων έγινε από την έκδοση του 1993
«THE COLLECTED POEMS OF EMILY DICKINSON BOOKS»
του οίκου Barnes and Noble, που είχε βασιστεί στην έκδοση του 1924
«THE COMPLETE POEMS OF EMILY DICKINSON”
________________________________________

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ

Α. ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ
1. ΜΕΤΑΒΑΣΗ (1962)
2. ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ (1976)
3. ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ (1980)
4. ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΑΝΕΜΩΝΕΣ, Η ΓΟΡΓΟΝΑ, Η ΝΕΦΕΛΗ ΚΑΙ Ο ΙΠΠΟΚΑΜΠΟΣ (1988)

5. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1988)

Β. ΔΙΑΦΟΡΑ

1. ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΣΗΤΕΙΑΣ (1966)
.
2. ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΚΑΙ Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥΣ (RILKEN 1995)

Γ. ΥΠΟ ΕΚΔΟΣΗ

1. Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝ

Δ. ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ & FACEBOOK

1. MITSAKAKIS. GR

2. ΠΟΙΗΣΗ ΕΝ ΕΥΡΕΊΑ ΕΝΟΙΑ

3. ΑΠΛΗ ΠΟΙΗΣΗ

4. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ: ΤΑΚΗΣ ΜΗΤΣΑΚΑΚΗΣ

5. FACEBOOK ΤΑΚΗΣ ΜΗΤΣΑΚΑΚΗΣ

Στον αγαπημένο φίλο μου Βαγγέλη Ανδρεαδάκη και στις τρεις Πηνελόπες:
την κόρη μου, την ανεψιά μου και τη φίλη μου γιατρό, ποιήτρια, ζωγράφο και έντιμη πολιτικό Πηνελόπη Ντουντουλάκη
________________________________________

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΝΕΨΙΑ
ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ MARTHA DICKINSON BIANCHI
2. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΖΩΗ
3. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΦΥΣΗ
4. ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΑΓΑΠΗ
5. ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
6. ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ: Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ
7. ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΝΕΨΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ MARTHA DICKINSON BIANCHI
Ζητώντας την επιείκεια του αναγνώστη, εξομολογούμαι ότι, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ήρθα σε επαφή με την ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον, μόλις πέρυσι, μέσω μιας έκδοσης του οίκου ΚΡΩΠΙΑ, σε μετάφραση Κώστα Ιωάννου. Η επόμενη επαφή με την ίδια ποίηση ήταν ένα βιβλίο που αγόρασα από ένα βιβλιοπωλείο «δεύτερο χέρι» στο Τορόντο και, καθώς ξυπνούσα πολύ πρωί και όλοι γύρω μου κοιμόντουσαν (ακόμη και οι χαριτωμένοι σκίουροι), άρχισα να αποτολμώ μια ελεύθερη απόδοση κάποιων στίχων της, όχι τόσο για να επιδείξω, στον εαυτό μου έστω, τη μεταφραστική μου δεινότητα, αλλά για να αντιπαραβάλλω τη γεμάτη αντιφάσεις ποίηση της Ντίκινσον με την, επίσης γεμάτη αντιφάσεις ποίηση της συντρόφου μου Ελένης Ανδριανού. Ξανάνοιξα το βιβλίο στην Κρήτη και ομολογώ ότι ήταν τόση η γοητεία του, που δε μπορούσα να κοιμηθώ αν δεν τέλειωνα τη βασανιστική μετάφραση κάποιου ποιήματος που είχα, στην τύχη, επιλέξει. Και λέω «βασανιστική, για τρείς κυρίως λόγους:
Πρώτο, γιατί τα Αγγλικά μου είναι μάλλον μέτρια και ανεπαρκή για ένα τόσο τολμηρό εγχείρημα. Δεύτερο, γιατί η γλώσσα της πολύ μορφωμένης Ντίκινσον είναι κάτι σαν την ξεχασμένη και υποτιμημένη δική μας καθαρεύουσα. Τρίτο και ίσως κυριότερο, γιατί ο τρόπος που η ποιήτρια «πλέκει» τους στίχους της, είναι πολύπλοκος και, συχνά, εκνευριστικά «ανάποδος».
Ωστόσο, τόλμησα. Και όχι μόνο προσπαθώντας να αποδώσω, όσο γινόταν πιο πιστά, το πνεύμα κάθε ποιήματος, αλλά φιλοδοξώντας να κρατήσω, ή ακόμη και να «βελτιώσω», τη μουσικότητά του.
Και τώρα, λίγα λόγια για την ποίηση της Ντίκινσον από την ανεψιάς της ποιήτριας Martha Dickinson: «..Πολλά από τα ποιήματά της έχουν δημοσευθεί σε ανθολογίες, επιλογές, σχολικά βιβλία για απαγγελία, και ολονένα βρίσκουν τους εκλεκτούς και έχουν θαυμάσια ερμηνευθεί από την επέκταση εκείνων των ζωών που έχουν συλλάβει, πάνω από την ισχύ της φυσικής, βαθιάς προαισθησής τους των θαυμάτων της καθημερινής Ζωής, Αγάπης και Θανάτου.
Η ίδια ήταν με το μέρος της ζωής που είναι πάγια νεανική και πάντα μαγική. Έγραψε γι΄αυτήν καθώς μεγάλωνε για να τη γνωρίσει, βήμα-βήμα, ανακάλυψη με ανακάλυψη, αλήθεια με αλήθεια, μέχρι τη στιγμή που, απλώς, έγινε αιωνιότητα. ήταν υπέροχα ανακαλύπτουσα, καθώς κυνηγούσε πρόθυμα το νόημα των πάντων, αυτού του παράξενου κόσμου,
στον οποίο, με έκπληξη, έβρισκε τον εαυτό της.... Έζησε με το Θεό, στον
οποίο δεν πιστεύουμε πια, και εμπιστεύθηκε μιαν αθανασία που εμείς δε
συντηρούμε πια σ’ αυτόν τον γεμάτο εμπιστοσύνη αιώνα, όπου το
καθήκον ήταν πάνω από την Απόλαυση, πριν ο Πουριτανισμός γίνει
Υποκρισία....Ποτέ δεν εμπιστεύθηκε σοβαρά με ψέμα, και ποτέ δε χρησιμοποίησε κάποιο δόλο στη σκέψη ή στην αντίληψή της γ’ αυτήν την ίδια. Αυτή η αλύπητη ειλικρίνεια υπαγόρευσε:
Μου αρέσει ένα βιβλίο αγωνίας
Γιατί ξέρω ότι είναι αλήθεια
Οι άνδρες δεν προσποιούνται απασμό
Ούτε διεγείρουν μια οδύνη
Όπως το φως ακολουθεί το σκοτάδι, το Καλοκαίρι ακολουθεί το Χειμώνα, είναι αναπόφυκτα σαφής. Υπεκφυγή του γεγονότος δεν εγνώριζε, αν και το σώμα της μπορεί να πετούσε μακριά από τη διακοπή, αφήνοντας έναν εισβολέα να σκεφθεί ότι μια ηλιακτίδα άφησε την πόρτα μισάνοιχτη.
Οι οντότητές της ήταν τόσο τεράστιες, όσο οι λέξεις της ήταν ελάχιστες. Αυτές οι λέξεις ήταν η αιχμή της ξηρασίας που χαράσσεται ή παγώνει στα τζάμια. Διπλά ειδωμένο, κάθε γεγονός και κάθε αντικείμενο φαίνεται να κρατά γι’ αυτήν τόσο την πραγματική όσο και την φανταστική διάστασή του. Μ’ αυτή τη δύναμη μεταφέρει τον αναγνώστη της πίσω από το πέπλο που σκιάζει τη λιγότερο δωρεούχα αντίληψη.
Ακόμη, κατεβαίνει πάνω στο χείλος του τάφου για να παίξει με το εξωτερικό ένδυμα του πνεύματος, να ξανασυλλάβει το νεκρό χαμόγελο στα χείλη που παραδόθηκαν για πάντα. Ύστερα, όπως στις φτερούγες του Θανάτου, φέρνει τον εαυτό της και τον αναγνώστη στην κατεύθυνση της δραπέτισσας ψυχής, σε νέαν απίστευτα ύψη. Έτσι, με τη ζωή να φέρεται διπλά, σε δυο κόσμους, στα καστανά μάτια της με τα οποία ντύνεται το Αθέατο, εξομολογείται:
Προσαρμόζομαι γι’ αυτούς,
Ψάχνω στο σκοτάδι μέχρι να προσαρμοστώ πλήρως.
Το έργο είναι ιερό
Και με ικανοιποιητική γλύκα.
Αυτή η εγκράτεια ως δική μου, παράγει
Ένα πιο καθαρό αγαθό γι’ αυτούς,
Αν επιτύχω.
Αν όχι, είχα
Τη μεταφορά του Σκοπού.
Αυτή η μεταφορά του σκοπού την απερρόφησε, κι αυτή ακριβώς η απορρόφηση είναι η σαφέστερη απέκτασή της – η απορρόφηση μέσα σ’ Αυτόν, που αποκλείει την παρατήρηση του. Πάνω απ’ όλα ήταν πολυάσχολη. Παίρνει χρόνο, ακόμη και σε ιδιοφυϊες να κρυσταλλώσουν τη σκέψη με την οποία τα ποιήματά της είναι στοιβαγμένα. Η μοναξιά την δεν ήταν ποτέ άεργη. Το δέος γι’ αυτό το άγνωστο μυστήριο της αγάπης διαπερνά όλα της τα γραπτά και, μπροστά στη Φύση, στο Θεό και στο Θάνατο, είναι πιο άφοβη και απ’ αυτόν τον αρχάγγελο της δυσοίωνης σκιάς που ενστικτωδώς ονειρεύεται....Η φιλοσοφία της είχε από καιρό διδάξει ότι το Όλον ήταν μέσα της στο Όλον: δεν υπήρχαν βαθμοί σε τίποτα. Ανάλογα, τίποτα δεν ήταν μηδαμινό και ο λιποθυμισμένος πετρίτης της έγινε συνώνυμο του σύμπαντος. Είδε μέσα σε απόλυτους όρους, γεγονός που της έδωσε μια ακρίβεια όπως αυτήν που αποκτάται κάτω από το μικροσκόπιο της σύγχρονης επιστήμης. Όμως, η ψυχή της κυριάρχησε και, όταν τα βήματά της έθεταν σε αμφιβολία τους όρους, ακόμη κα τότε, υπαγορεύονταν από το αταλάνευτο πνεύμα της....Ήταν αυτή η κραυγή της κοινοτοπίας που, ερεθισμένη από την αυστηρότητα μιας επιφυλακτικής ατομικότητας, προκάλεσε την αθάνατη αναφώνησή της:
Η πιο θεία αίσθηση είναι η μεγάλη τρέλα,
Για ένα μάτι που καλά τα βλέπει,
Μα η μεγάλη αίσθηση είναι η τέλεια τρέλα.
Αυτή είναι η πλειονότητα. Σ’ αυτήν, καθώς υπερισχύει,
Ντύσου και θα είσαι η σωφροσύνη.
Δισταγμέ, είσαι μακρόθεν επικίνδυνος
Και δεμένος μ’ ένα κομποσκοίνι.
Η ερμηνεία της απαιτεί ύψος και βάθος εφαρμογής των αναγνωστών της γιατί, μολονότι η γκάμα της είναι για κάθε ψυχή που δε δεσμεύεται από τις αισθήσεις, δεν την κάνει πάντοτε και αμέσως σαφή, όταν μιλάει έξω από το δικό της όραμα και στη δική της γλώσσα. Αντιθετα μ’ αυτό, πέρα από εκείνους που την αποδέχτηκαν σχεδόν με λατρεία, αυτή πρωταρχικά είναι η ποιήτρια εκείνων που ποτέ δε διαβάζουν ποίηση.... Κάποτε ένας ιεροκήρυκας βρήκε τη γραμμή της στην καρδιά του υλικού του και έκανε το στίχο της να πετάξει με το συμπέρασμά του. Ήταν ο Very Reverend που έγραψε: Δοξάζω το Θεό για την Έμιλυ.Μερικά από τα γραπτά της είχαν βαθύτερη επιρροή στη ζωή μου από οτιδήποτε άλλο έχει οποιοσδήποτε άλλος γράψει.
Μυστικό με μυστικό, σκέψη με σκέψη, πνεύμα με πνεύμα, σκόνη με σκόνη, ήταν στην πηγή των πραγμάτων και, εκτός από τα πολύ πηγαία της ζωής της, ακόμη κι αυτά τα βαθιά πηγάδια απ’ όπου άντλησε, ήταν με την πλευρά της, αν και τα νερά τους ήταν αιώνιες αλήθειες και η δική της μια από τις συναρπαστικές βεβαιότητες κάθε ανθρώπινης ύπαρξης.
Εδώ, στα ποιήματά της, η αναστημένη Έμιλυ, ανεπαίσχυντη από τους θνητούς δεσμούς, μιλάει στη θεϊκή της Πλειονότητα:
Χώρισε το γλέντι και θα βρεις τη μουσική,
Βολβό με βολβό, τυλιγμένη σε ασήμι.
Μοιρασμένη ανεπαρκώς στο καλοκαιριό πρωί,
Σωσμένη, όταν το λαούτο άηχο μείνει.
Αλλά σε ό,τι η ιδιωματική γώσσα εξηγεί ως ουράνιο γλέντι του
τυφλοπόντικα, ακόμη κι αυτό ήταν μια απώλεια για να τη διηηθεί. Για τους
πραγματικούς εραστές της πρόζας και της ποίησης της Έμιλυ Ντίκινσον,
κάθε άλλη εξήγηση θα ήταν τόσο αυθάδης όσο και περιττή.»

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΖΩΗ

Αυτό το γράμμα μου είναι για τον κόσμο,
Που ποτέ δε θα μου έχει γράψει,
Τα απλά νέα που μου είπε η Φύση,
Γεμάτα τρυφερότητα και λάμψη.

Το μήνυμα της είναι δεδομένο
Σε χέρια που δεν πρόκειται να δω.
Για την αγάπη της γλυκοί συμπατριώτες,
Ζητώ την επιείκειά σας με αιδώ.
I

Η ευτυχία μοιάζει πιο γλυκιά
Σ αυτούς που ποτέ δεν ευτύχησαν.
Για να νιώσεις πιο βαθιά την γλύκα,
Πρέπει να νιώσεις και την πιο μεγάλη πίκρα.

Κανένας απ’ τον πορφυρένιο εσμό
Που πήρε σήμερα το μπαϊράκι
Δε μπορεί να δώσει της νίκης ορισμό
Τόσο διαυγή σαν το νεράκι.

Καθώς το απαγορευμένο αυτί
Αυτού που, νικημένος, θα πεθάνει,
Το σπάει του θριάμβου η ιαχή
Μακρινή, καθαρή και αγχωμένη.
II

Το μερίδιό μας στης νύχτα βοηθάει
Να υποφέρουμε τη μέρα μας με φρόνηση.
Το κενό μας στη μακαριότητα μετράει
Να γεμίζουμε το κενό στην περιφρόνηση.
Εδώ ένας πλανήτης, εκεί ένας απλανής,
Κάποιοι το δρόμο έχουνε χάσει.
Εδώ μια ομίχλη, εκεί μια αχλύς,
Και ύστερα, πάλι αργοχαράσσει.


IIΙ

Ψυχή μου θα αφεθείς για άλλη μια φορά
Στου τυχαίου τον κίνδυνο να σε πείσει.
Εκατοντάδες έχουν χαθεί οριστικά,
Μα και δεκάδες το παν έχουν κερδίσει.

Των αγγέλων η ετυμηγορία
Αργοπορεί πολύ να πέσει,
Ενώ του διαβόλου η ομοφωνία
Είναι έτοιμη να σε διακυβεύσει.

IV

Υπάρχει τόση, μα τόση χαρά!
Ακόμη κι αν ήθελα να χάσω, τι μαύρη τύχη!
Και όμως, είμαι χαμένη σα να
Τα έχω όλα ρισκάρει σε μια ζαριά.
Έχω κερδίσει; Ναι! Άρα αμφίβολη
Αυτή η πλευρά, η εύκολη νίκη!

Η ζωή είναι ζωή, η φθορά είναι φθορά!
Η μακαριότης, μακαριότης και η πράξη, πράξη!
Αν νικηθώ, τουλάχισον θα μάθω μια φορά
Ότι το χείριστο είναι κι αυτό μια χαρά.
Η ήττα δεν είναι παρά μια ήττα
Και τίποτα πιο ζοφερό δε γίνεται να υπάρξει!

Και αν κερδίσω - ω, κανόνι στ’ ανοιχτά,
Ω, καμπάνες στα καμπαναριά,
Σε πρώτη επανάληψη, θ’ αργήσει!
Για τον ουρανό, είναι διαφορετικά.
Πιθανολογούμενο κι αφυπνισμένο ξαφνικά
Και, ίσως, να με κατακλύσει!
V

Ωραία! Πέρασε η μεγάλη μπόρα!
Τέσσερις έχουν σκεπάσει τη γη.
Σαράντα κατεβαίνουν μαζί
Να δροσίσουν την καμένη χώρα.

Κουδούνι για τη λιγοστή χαρά!
Καμπάνα για τις όμορφες ψυχές,
Το γείτονα, το φίλο, το γαμπρό,
Που στροβιλίζουν πάνω στα νερά!

Πώς θα αφηγηθούν το ναυάγιο,
Όταν ο χειμώνας την πόρτα θα χτυπά,
Όταν τα παιδιά θα ρωτούν «Μα
Οι σαράντα δε θα γυρίσουν πίσω πια;»

Μετά, μία σιωπή την ιστορία θα χρήσει
Και μια απαλότητα στου αφηγητή το μάτι.
Τα παιδιά δε θα ρωτούν πια κάτι
Και μόνο το κύμα θα απαντήσει.
VI

Αν μπορούσα να εμποδίσω μια καρδιά να σπάει,
Δε θα ζούσα πια επί ματαίω.
Αν μπορούσα να εμποδίσω μια ζωή να πονάει,
Ή τον πόνο της ν’ ανακουφίσω,
Ή ένα λιπόθυμο πουλί να βοηθήσω
Να φωλιάσει στη φωλιά του εκ νέου,
Δε θα ζούσα επί ματαίω.

VII

Μέσα στην δική μου την προσέγγιση,
Μπορούσα να έχω προσεγγίσει πιο πολύ!
Μπορούσα να πετύχω με πολύ απλό τρόπο:
Απαλά περιπλανώμενη στην πόλη αυτή.
Περιπλανώμενη με ανάλαφρο έναν τρόπο,
Στις τόσο ανυποψίαστες βιολέτες που
Μέσα στους αγρούς κείτονται χαμηλά,
Μα για τα δαχτυλάκια που πασχίζουν
Και που περάσαν ώρα πριν, είναι αργά.

VIII

Του πληγωμένου ελαφιού, ψηλά το πήδημά του,
Άκουσα τον κυνηγό να λέει.
Δεν είναι παρά η αγωνία του θανάτου,
Αλλά μετά, το κάταγμα του μένει.

Ο τρύπιος βράχος που νερό αναβλύζει,
Το πιεσμένο ατσάλι που αναπηδάει,
Ένα μάγουλο πάντα κοκκινίζει
Εκεί που ο φθισικός κεντάει!

Ευθυμία, το ταχυδρομείο της οδύνης
Και όπλο που την προφυλάει.
Ο καθένας μας το αίμα εποπτεύει
Και «είσαι πληγωμένος» θα φωνάζει!

IX

Η καρδιά πρώτη ζητάει την ευτυχία
Και μετά, από τον πόνο της, συγγνώμη
Και μετά, αυτή τη μικρή αναλγησία
Που τον πόνο της απονεκρώνει.
Και μετά, πηγαίνει για ύπνο
Και μετά, αν θέλει να το επιλέξει,
Ο παντοδύναμος Κριτής της
Το θάνατό της θα της επιτρέψει.

X

Είναι πολύτιμη η απόλαυση
Να συναντάς ένα βιβλίο αρχαίο,
Με φόρεμα του αιώνα του.
Προνόμιο, πραγματικά, ωραίο.

Στο χέρι σου ευλαβικά το παίρνεις
Και ζεσταίνεις το σεβάσμιο δικό του.
Δυο περάσματα στο παρελθόν του κάνεις,
Στον πρώτο, το νεανικό καιρό του.
Τις παραξενιές του τις χαζεύεις,
Ξετυλίγοντας αργά τη γνώση,
Ό,τι αφορά την αμοιβαία γνώμη
Η φιλολογία του παλιού θα δώσει.

Τι ανταγωνισμός, στην αρχαιότητα,
Τι ενδιέφερε τους λόγιους πιο πολύ,
Πότε ο Πλάτων ήταν βεβαιότητα,
Πότε η οντότητα του Σοφοκλή.

Πότε υπήρξε η φιγούρα της Σαπφώς,
Πότε η Βεατρίκη φόραγε χιτώνες,
Πότε ο Ντάντε έντυσε με θείο φως
Γεγονότα πριν αιώνες και αιώνες.

Το βιβλίο γίνεται δικό σου,
Σαν να όφειλες να ‘ρθεις στην πόλη τώρα
Και επαληθεύει κάθε όνειρό σου,
Γιατί έζησε της γέννας του την ώρα.

Η παρουσία του είναι τόσο μαγική,
Που το ικετεύεις να μη φύγει όσο
Οι παλιές του στήλες από απλή περγαμηνή
Σ’ ερεθίζουν και σε γοητεύουν τόσο.
XI

Η πιο θεία αίσθηση είναι η μεγάλη τρέλα,
Για ένα μάτι που καλά τα βλέπει,
Μα η μεγάλη αίσθηση είναι η τέλεια τρέλα.
Αυτή είναι η πλειονότητα. Σ’ αυτήν, καθώς υπερισχύει,
Ντύσου και θα είσαι η σωφροσύνη.
Δισταγμέ, είσαι μακρόθεν επικίνδυνος
Και δεμένος μ’ ένα κομποσκοίνι.

XII

Δε ζήτησα τίποτε άλλο, στην τιμή μου.
Τίποτα άλλο δε με γέλασε.
Πρόσφερα και αυτήν την ύπαρξή μου
Και ο πιθανός αγοραστής μου χαμογέλασε.
Βραζιλία; Έστριψε ένα κουμπάκι μάλλον,
Χωρίς ούτε μια ματιά να ρίξω:
«Μα κυρία, δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο
Που μπορώ αυτή τη μέρα να σας δείξω»
XIII

Η ψυχή επιλέγει την κοινότητά της,
Μετά, κλείνει πίσω της τη θύρα,
Σ’ αυτή τη θεία πλειονότητά της,
Τίποτα άλλο από μια όχληση, δεν πήρα.

Ακίνητη, το στοπ του κάρου σημειώνει
Στην πύλη της τη χαμηλή.
Ακίνητος, ένας κυρίαρχος κλίνει το γόνυ,
Πάνω στης εισόδου το χαλί.

Την ήξερα από την αφθονία της γης της.
Διάλεξε τώρα ένα μύθο
Κι ύστερα, σφράγισε την προσοχή της,
Μ’ ένα βαρύ κι ασήκωτο λίθο.
XIV

Μερικά πράγματα που περνούν, μπορεί να είναι
Πουλιά, ώρες, μέλισσα πού βουίζει.
Γι’ αυτά δεν υπάρχουν ελεγεία

Μερικά πράγματα που μένουν, μπορεί να είναι
Θλίψη, λάμψη ή ζωή αιωνία.
Μα ούτε αυτή μου πάει η χρεία.
Υπάρχουν αυτή την ήρεμη ανατολή.
Μπορώ να δώσω στους ουρανούς ερμηνεία;
Σε πόση ο γρίφος ακουμπά ηρεμία!

XVI

Να μάχεται κανείς γερνώντας είναι ήθος,
Αλλά και άλλο τόσο ευγενικό,
Να κατατροπώνει στήθος-στήθος,
Της συμφοράς το ιππικό.

Να νικά, όταν κανείς δε βλέπει τώρα,
Να πέφτει και κανείς να τον παρατηρεί,
Να πεθαίνει και κανείς μες στη χώρα
Να τον βλέπει με στοργή πατριωτική.

Εμπιστευόμαστε, σε πομπή στολισμένη,
Αυτούς που ο άγγελος σηκώνει,
Σε σειρά απόλυτα συντονισμένη
Και με ομοιόμορφες στολές από χιόνι.

ΧVII

Όταν η νύχτα είναι σε όλα τα μέρη
Και το χάραμα είναι τόσο κοντά μας,
Που μπορεί να το πιάσει το χέρι,
Είναι ώρα να ισιώσουμε τα μαλλιά μας.

Να τα ετοιμάσουμε για το ωραίο δίκτυ,
Ν’ αναρωτηθούμε τι κάναμε ως τώρα,\
Γι’ αυτό το ξεθωριασμένο μεσονύχτι,
Που μας τρόμαξε, αλλά πριν ώρα.

XVIII

Διαβάστε φίλοι πώς κάποιοι αγωνίστηκαν
Έως ότου εμείς ανδρωθούμε.
Τι αυτοί απαρνήθηκαν
Έως ότου εμείς ξεφοβηθούμε.
Πόσες φορές αυτοί υπέφεραν
Της πίστης τους τη μαρτυρία
Έως ότου εμείς βοηθηθούμε
Σα μια φροντισμένη βασιλεία.

Διαβάστε πάλι για την πίστη,
Που έλαμψε πάνω στη δέηση.
Ξεκάθαρες εντάσεις ύμνων,
Που ούτε ποτάμι δεν παρέσυρε.
Ονόματα γενναίων ανδρών
Και γυναικών με φρόνηση,
Που ξεπέρασαν την αναφορά
Και κέρδισαν την αναγνώριση.

XIX

Ο πόνος έχει ένα στοιχείο κενού.
Δεν μπορεί ποτέ ν’ ανακληθεί.
Όταν αρχίζει ή αν υπήρξε
Κάποια μέρα που δεν ήταν εκεί.

Δεν υπάρχει μέλλον του πόνου.
Τα άπειρα βασίλειά του περιέχουν
Μόνο παρελθόν, που όταν φωτίζεται,
Έρχονται περίοδοι που μόνο πόνο έχουν.

XX

Ήπια ένα λικέρ ποτέ δεν έγινε,
Από μαργαριταρένιες κανάτες κενές.
Τέτοιο οινόπνευμα δε θα παρήγαγαν
Ούτε όλες του Ρήνου οι δεξαμενές.

Είμαι μεθυσμένη από τον αέρα
Και διεφθαρμένη από τη δρόσο,
Τρικλίζω μες σε ατελείωτη θερινή μέρα,
Μπαίνοντας σε χάνια από γαλάζιο τόσο.

Όταν οι αγρότες γυρίζουν τη μεθυσμένη
Μέλισσα από της αλεπούς τη στράτα,
Όταν οι πεταλούδες αρνούνται τα τύμπανά τους,
Εγώ δε θέλω, παρά κι άλλη μια κανάτα.

Μέχρι τα σεραφείμ να κουνήσουν τα καπέλα
Και οι άγιοι στα παράθυρα γερμένοι,
Για να δουν τη μικρούλα πότρια
Πάνω στον ήλιο να ‘ναι ακουμπισμένη.

XXI

Έφαγε κι ήπιε τα πολύτιμα λόγια.
Το πνεύμα του μεγάλωσε με τόλμη.
Δεν ήξερε παρά πως ήταν πένης,
Και πως το κάδρο του ήταν η σκόνη.

Χόρευε τις σκοτεινές ημέρες
Κι αυτή η κληρονομία φτερουγών
Δεν ήταν παρά ένα βιβλίο. Τι ελευθερία
Που φέρνει ένα πνεύμα χαλαρό!

XXII

Δεν είχα χρόνο να μισήσω, διότι ο τάφος
Θα με εμπόδιζε, με πάσα βεβαιότητα.
Και η ζωή δεν ήταν τόσο ευρεία, ώστε
Να μπορούσα να τελειώσω την εχθρότητα.

Μα ούτε χρόνο είχα ν’ αγαπήσω, διότι
Από τότε που μια φάμπρικα έπρεπε να ‘μαι,
Νόμιζα πως ο μικρός κόπος αγάπης,
Ήταν αρκετός ευτυχισμένη να ‘μαι.

XXIII

Ήταν ένα τόσο δα μικρό καράβι,
Που αρμένιζε κάτω στον όρμο!
Ήταν τόσο, μα τόσο ευγενής η θάλασσα,
Που του ένευσε από μακριά και μόνο!

Ήταν τόσο, μα τόσο άπληστο το κύμα,
Που το παρέσυρε από την ακτή.
Δεν το μάντεψαν τα μεγαλοπρεπή ιστία,
Και το μικρό μου σκάφος είχε χαθεί!

XXIV

Είτε το πλοίο κατέβηκε στη θάλασσα.
Είτε έσμιξε με μαύρη καταιγίδα,
Είτε μαγεύτηκε από νησάκια όμορφα
Και μάζεψε πειθήνια τα ιστία.

Ποιο αραξοβόλι άραγε το κράτησε;
Ποιο μυστηριώδες πάλι κόλπο;
Αυτή είναι η αυταπάτη του ματιού,
Έξω και πάνω από τον κόλπο.

XXV

Η Μπελσαζάρ πήρε ένα γράμμα.
Ποτέ άλλοτε δεν είχε πάρει.
Σ’ αυτή την αθάνατη κόπια,
Ο μέγας επιστολογράφος
Κατέγραφε σε απλό στίχο
Τη συνείδηση όλων μας,
Που και αόμματος διαβάζει,
Στης αποκάλυψης τον τοίχο.

XXVI

Το μυαλό μέσα στο δικό του δάσος,
Τρέχει ομαλά και γνήσιο, αληθινό.
Όμως, άφησε ένα κύτταρο να παρεκκλίνει
Και είναι ευκολότερο να φέρεις πίσω το νερό,
Όταν οι πλημμύρες τρέχουν χωρίς στάσεις
Και ανοίγουν κολοσσιαίες λεωφόρους,
Εκμηδενίζοντας, με μιας, τις αποστάσεις.

XXVII

Είμαι ο Κανένας! Ποιος είστε εσείς;
Μήπως κι εσείς είστε ο Κανείς;
Τότε είμαστε ζεύγος – τι τέλεια μωρία! –
Λες και μας έχουν τιμωρήσει με εξορία.

Πόσο ζοφερό είναι να είσαι κάποιος!
Πόσο κοινότοπο, σαν ένας βατράχος,
Που λέει το όνομά του στον έκπληκτο βάλτο,
Κι αυτός χειροκροτεί τον όσο μονάχο!
XXVIII

Φέρνω ένα ασυνήθιστο κρασί
Σε χείλη που ξηραίνονται, μετά από μένα,
Και τα καλώ απλώς να πιουν.
Σκάζοντας από πυρετό, αυτό πασχίζουν.
Στρέφω τα δακρυσμένα μάτια μου μακριά,
Για να ‘ρθουν την επόμενη ώρα να δουν.

Τα χέρια ακόμη κρεμάνε τα γυαλιά.
Τα χείλη που θα είχα πριν δροσίσει, φευ,
Είναι τόσο αχρείαστα ψυχρά!
Θα ‘θελα το ταχύτερο να θερμάνω
Το στήθος όπου ο πάγος έχει στρωθεί,
Αιώνες κάτω από το καλούπι, ωχρά.

Μπορεί να υπάρχει άλλος διψασμένος,
Που αυτό θα μου είχε υποδείξει
Και που απέμεινε να του μιλήσω.
Κι έτσι, πάντα υπομένω το ποτήριο τούτο.
Αν, ευτυχώς, το δικό μου έχει σταγόνα,
Τον προσκυνητή μου να δροσίσω.
Αν δηλαδή, ευτυχώς, κάποιος μου πει:
«Έστω και ελάχιστα, έλα σε μένα»
Όταν, επιτέλους, τύχει και ξυπνήσω.

XXX

Πλάθουμε, παίζοντας, μια ζύμη,
Μέχρι να φτιάξουμε πέρλες.
Μετά, τα πετάμε στην άκρη όλα
Και κρίνουμε τον εαυτό μας τρελό.
Όμως, τα σχήματα είναι παρόμοια,
Ενώ τα καινούρια μας, άξια χέρια
Μαθαίνουν πολύτιμες τέχνες
Για να πλάθουν, τώρα, τον πηλό.

XXXΙ

Βρήκα τη φράση για κάθε σκέψη.
Άλλωστε, δεν είχα παρά μόνο τη βάση.
Κι αυτή με προκαλούσε σα χέρι
Να ζωγραφίσω τον ήλιο με βιάση.

Στις γενιές που τράφηκαν στο σκότος,
Πώς θα μπορούσε η δική σας ν’ αρχίσει;
Μπορεί η φωτιά με βαφή να γίνει,
Ή το μεσημέρι στη μαζαρίνη;

XXXIΙ

Ελπίδα είναι αυτό το πράγμα με φτερά,
Που μέσα στην καρδιά φτεροκοπάει
Και τραγουδάει δίχως λόγια περιττά,
Χωρίς ποτέ, μα ποτέ να σταματάει.
Και στη θύελα ακούγεται γλυκύτατη.
Και η καταιγίδα πρέπει να πονάει τόσο,
Που να ντρέπεται το πουλί, αφού κρατάει
Μεσα στη θαλπωρή τόσα και πόσο!

Το έχω ακούσει στην πιο παγωμένη γη
Και στου πιο παράξενου πελάγου τα μήκη
Μα ποτέ, ούτε σε μεγάλη ακρότητα,
Δε μου ζήτησε ούτε ένα τόσο δα σκουλήκι.

XXXIIΙ

Τολμάς να δεις ψυχή σε κατάλευκο πυρ;
Τότε, ζάρωσε μέσα στη θύρα.
Το κόκκινο είναι το χρώμα της φωτιάς,
Αλλά, όταν η ζωηρή πορφύρα...

Έχει χορτάσει τις συνθήκες της πυράς,
Παίζει την τρεμουλιαστή ουσία,
Δίχως χρώμα, παρά μόνο με το φως,
Μιας ασπρίλας δίχως πεμπτουσία.

Το χωριό καμαρώνει το σιδηρουργό,
Που ο χτύπος από το δικό του αμόνι
Είναι σύμβολο για το άριστο χαλκειό,
Που δίχως θόρυβο, σέρνετ’ ακόμη...

Φωτίζοντας αυτό το ανυπόμονο ορυκτό,
Με το σφυρί και της φωτιάς την κάψα,
Μέχρι που το προσχεδιασμένο φως
Το απογυμνώνει τέλεια απ’ τη μάσκα.


XXXIV

Αυτή μπορεί και να υδροβατεί
Σε ολόκληρες λίμνες από θλίψη,
Είναι ήδη πολύ εθισμένη.
Όμως, μια ελάχιστη δόση χαράς
Σκάει στα πόδια της και τότε,
Γέρνει στο πλάι, μεθυσμένη.

XXXV

Χαλί κι ας μη χαμογελάσει,
Ήταν το νέο της ηδύποτο,
Πριν όλα να τα έχει χάσει!
Ο πόνος είναι η δύναμή της,
Που την κεντά με πειθαρχία,
Μέχρι α κρεμαστελι η βαρύτης.

Δώσετε βάλσαμο στούς γίγαντες
Κι αυτοί θα μαραθούνε σα χωριάτες.
Δώστε τους μετά, τα Ιμαλάια
Και θα τα κουβαλήσουνε στις πλάτες.

XXXVI

Ποτέ μου δεν ακούω «δραπετεύω»,
Χωρίς το αίμα να γοργοπετάει,
Σα μια αιφνίδιά μου προσδοκία
Και σα μια στάση που αργοπετάει.

Ποτέ μου δεν ακούω «φυλακές μεγάλες».
Από στρατιώτη πολύ συντριμμένο,
Μα εγώ τις σέρνω παιδαριωδώς τις μπάρες,
Μόνο και μόνο για ν’ αποτυχαίνω!

Και γλυκύτατο ακούγεται στη θύελα.
Κι οδυνηρή πρέπει να είναι η καταιγίδα,
Που θα καταίσχυνε αυτό το θείο πουλί,
Που χάρισε σε τόσους μιαν αιγίδα.

Το άκουσα σ’ αγριεμένη θάλασσα
Και μες σε παγωμένη αστροφεγγιά,
Αλλά ποτέ, ούτε σε έσχατη ανάγκη,
Μου ζήτησε ούτε μια μικρή μπουκιά.

XXXVII

Την κάθε εκστατική στιγμούλα,
Πρέπει να την πληρώνουμε με αγωνία,
Σε πλήρη και ακριβή ισοτιμία,
Με την κατάσταση.

Την κάθε αγαπημένη ώρα,
Πρέπει να την πληρώνουμε ως την άκρη,
Με κάδους πικραμένο δάκρυ
Και στην κατάθεση.

XXXVIII

Μεσα από την διάβαση του πόνου,
Οι μάρτυρες πάτησαν ακόμη
Και τα πόδια τους στον πειρασμό,
Με πρόσωπα στραμμένα στο Θεό.

Μεγαλόπρεπη, εξομολογημένη η παρέα,
Παίζοντας γύρω-γύρω το σπασμό,
Αβλαβής σαν την ουρά κομήτη,
Πάνω από το άλμα ενός πλανήτη.

Με πίστη στην αιώνια αλήθεια,
Με την ωραία της αναμονή,
Με την πυξίδα τους να δείχνει ως πέρα,
Αστροβατούν μέσα στον πολικό αστέρα.

XXXIX

Δεν εννοώ, παρά ταπεινές ανάγκες να έχω,
Όπως περιεχόμενο και ουρανό.
Μπορούν να είναι στη ζωή, σ’ ό,τι κατέχω,
Κι εγώ θα τα κρατάω, όσο ζω.

Μα αν η ζωή μου έχει και τα δύο, πάλι,
Τότε, η προσευχή μου θα αρκούσε,
Για ένα μονάχα να συμβάλλει,
Και ο Θεός και τα δυο θα ευλογούσε.

Έτσι, προσεύχομαι μ’ αυτή τη γνώση:
«Άγιο Πνεύμα, δώσε μου, παρακαλώ,
Ένα παράδεισο, κάτι σαν τη Φύση,
Μεγάλο ακούντως να χωράω εγώ».

Ενα χαμόγελο σκάει στου Θεού τα χείλη,
Που οι άγγελοι το έχουν σχεδιάσει.
Σοβαροί άγιοι με βλέπουν, δίχως πετραχήλι,
Αφήνοντας κι αυτοί χαμόγελο να σκάσει.

Άφησα το μέρος μ’ όλη τη δύναμή μου.
Η προσευχή μου έφθασε μακριά.
Οι ήρεμοι αιώνες σήκωσαν τη δική μου,
Και η Κρίση μου έριξε μία ματιά.

Όποιος είναι τόσο τίμιος, θα σωθεί,
Ιδίως αν τον πείσει η μαρτυρία:
«Αν πολύ έντονα από κάποιον ζητηθεί,
Θα του δοθεΊ, σίγουρα, η σωτηρία».

Όμως, εγώ θα ερευνήσω, όντας πονηρή
Και με, τώρα πια, έντονη καχυποψία,
Σαν τα παιδιά που έχουν εξαπατηθεί,
Και θεωρούν τα πάντα σκευωρία.

XL

Η απόκρυφη σκέψη, λεπτή σα μενβράνη,
Είναι πιο διακριτή στου ματιού την κόρη,
Όπως οι κορδέλεςαναδεικνύουν τον όγκο,
Ή όπως οι ομίχλες τα Απέννινα Όρη.

XLI

Η ψυχή, χαμένη εντός της,
Είναι ένας φίλος βασιλικός,
Ή ο πιο βασανιστ’ης προδ’ότης,
Που μπορεί να σου στε’ιλει ο εχθρός.

Ασφαλίσου καλά απ’ αυτήν,
Και μη φοβάσαι καμιά προδοσία.
Η ψυχή πρέπει να μένει πιστή,
Διατηρώντας αυτοκυριαρχία.

XLII
Οι χειρουργοί πρέπει να είναι προσεκτικοί,
Λοταν κρατούν στο χέρι νυστέρι!
Κάτω από της σάρκας την εγκοπή,
Η ζωή, ένα σφύζον αστέρι!

XLIII

Μ’ αρέσει να το βλέπω τα μίλια ν’ αφανίζει
Και να γλύφει τις κοιλάδες έως πάνω,
Να σταματά στα πρατήρια και να γεμίζει
Και μετά, να ορμά μπροστά και προς τα πάνω.

Γύρω-γύρω μια σειρά βουναλάκια,
Που φαίνονται να καμαρώνουν,
Ανάμεσα από ταπεινά σπιτάκια,
Που στέκουνε στις άκρες των δρόμων.
Και μετά, ένα λατομείο με εκσκαφές
Να λειαίνει τις πλευρές ή να τις πνίγει,
Με φρικτές παραπόνων στροφές,
Και μετά, πάλι και πάλι κυνήγι.

Και χλιμίντρισμα σαν του Μποανέγκερς,
Και μετά, τυπικό κι ακριβές σαν αστέρι,
Ισχυρό και γλυκύτατο και αύταρκες,
Σταματά στα δικά μας τα μέρη.

XLIV

Το θέαμα δεν είναι το θέαμα,
Αλλά αυτοί στο απέναντι πέρασμα,
Οι γείτονές μου στο γραφείο,
Ένα γνήσιο θηριοτροφείο,
Παιχνίδι δίκαιο εις διπλούν,
Που πήγαν και οι δύο να δουν.

XLV

Η χαρά γίνεται πίνακας ζωγραφικής,
Οταν μέσα από πόνο τη δεις.
Πιο τίμια, γιατί τη νίκη δε μπορεί
Να τη βάλει ο νους κανενός.
Το βουνό, σ’ ένα μήκος απλώς δεδομένο.
Μοιάζει να είναι σε κεχριμπάρι απλωμένο,
Πάνω, αν το φτάσεις, πετάει για λίγο,
Κι αυτό είναι,τότε, ο ουρανός.


XLVI

Αν και ανέβηκε σήμερα ο νους μου
Ψηλότερα, σε σχέση με πριν,
Δεν τέλειωσα. Κάμποσο δρόμο πιο πίσω,
Δε μπόρεσα να σταθεροποιήσω.
Κι ούτε τι ήταν κι ούτε γιατί επανήλθε
Για δεύτερη στη ζωή μου φορά,
Ούτε από πού ήλθε πάλι πίσω,
Μπορώ, σίγουρα, να ομολογήσω.

Όμως, κάπου στην ψυχή μου, το ξέρω,
Έχω συναντήσει το πράγμα ξανά.
Απλώς με θημήθηκε και αυτό είναι όλο,
Και δεν ήλθε ξανά να μου κλείσει το δρόμο

XLVII

Είναι άραγε ο Ουρανός ιατρός;
Λέγεται ότι μπορεί να μας γειάνει.
Ναι αλλά, μετά θάνατον
Δεν υπάρχει πια γιατριά.

Είναι μήπως ο Ουρανός ταμίας;
Μιλούν γι’ αυτά που του οφείλουμε.
Όμως σ’ αυτό το καζίνο,
Εγώ δε ρίχνω ούτε ζαριά,

XLVIII

Εντούτοις, γυρίζω στο σπίτι αργά, πολύ αργά!
Έτσι, επιστρέφοντας, αντισταθμίζω
Την έκσταση αυτών που εμένα περιμένουν,
Όταν , τη νύχτα κατεβαίνοντας, άραχλη και σκοτεινή,
Ακούν τον απροσδόκητό μου χτύπο στη γωνία.
Μεταβατική πρέπει να είναι η στιγμή,
Που φτιάχτηκε από δεκάδων χρόνων αγωνία...

Να σκέφτομαι πώς θ’ ανάψει η φωτιά
Και πώς τα χιλιοαπατημένα μάτια θα γυρίσει,
Διερωτώμενη τι πρόκειται εγώ να πω
Και πώς αυτή σε μένα θα μιλήσει,
Διασκεδάζοντας αιώνες και αιώνες δρόμου!

XLIΧ

Μια φτωχή, σχισμένη καρδιά, καρδιά κουρέλι,
Που κάθισε δίπλα στους άλλους,
Δεν παρατήρησε την αναρρέουσα ημέρα,
Που κυλούσε ασήμι προς τη δύση,
Ούτε τη νύχτα που κατέβαινε γλυκά,
Ούτε τον αστερισμό που είχε ανάψει,
Μια πρόθεση πάνω στο όραμα,
Με τελείως άγνωστη ευρύτητα.

Ενώ συνέβαινε αυτό, οι άγγελοι
Την πήραν τρυφερά απ’ την πλεκτάνη
Και την πήγαν κατευθείαν στο Θεό.
Εκεί, προστατευμένη από τους αγγέλους,
Παίρνει τους μπλάβους ουρανούς από το χέρι
Και καθοδηγεί τους θαλασοδαρμένους.

L

Έπρεπε να ‘μαι μες στη χαρά, το βλέπω.
Πολύ ανεβασμένη για το λιγοστό βαθμό
Της πενιχρής ζωής μου, πριν την αφήσω.
Η μικρή τροχιά μου έπρεπε να ντρέπεται
Το νέο κύκλο, και τώρα εγκαλείται
Για τον άσχημο χρόνο πιο πίσω.

Έπρεπε να ‘μαι μες στη σωτηρία, το βλέπω.
Τέλεια σωσμένη. Φόβος πολύ αμυδρός
Αν μπορούσα να συλλαβήσω την προσευχή,
Που τόσο τέλεια ήξερα έως εχθές
Και που θα ήταν μια εύγλωττη απαγγελία
Αν πρόφερα ένα απλό «Λαμάν σαβαχθανί».

Η γη θα ήταν πάρα πολλή, το βλέπω.
Και ο ουρανός για μένα ανεπαρκής.
Θα έπρεπε να είχα τη χαρά, ωστόσο,
Χωρίς το φόβο που αιτιολογεί
Την παλάμη δίχως Γολγοθά.
Και τι να κάνεις Λυτρωτή; Σταυρώσου!

Η ήττα ακονίζει τη νίκη, έχουν να λένε.
Και οι ύφαλοι στην αρχαία Γεθσημανή
Κάνουν την πιο πέρα ακτή αγαπητή.
Είναι το συμπόσιο των επαιτών που ορίζει.
Είναι η δίψα που δίνει στο κρασί ζωή
Και η πίστη που την κατανόηση εξασθενίζει.

LI

Ήξερα ένα μικρό καράβι
Που τινάζονταν και τινάζονταν
Για να προλάβει την καταστροφή.
Που στροβιλίζονταν, στροβιλίζονταν,
Ενώ καρτερούσε τη χαραυγή.

Γλιστρούσε και γλιστρούσε,
Σαν το περπάτημα ενός μπεκρή.
Η λευκή του καρίνα ταξίδεψε λίγο
Και μετά χάθηκε στο μπλέ, το βαρύ.

Αχ, καραβάκι, καλή σου νύχτα.
Στο πλήρωμα όλο και σε σένα ατυχή.
Η καρδιά του πελάγους σκούρα μπλε και πολύ λεία
Για να σπάσει λιγάκι, να σε λυπηθεί.
LII

Η δόξα έρχεται πολύ αργά
και παραμένει στα χείλη που παγώνουν,
Πολύ εκστασιασμένη με την παγωνιά
Για να την ξεπαγώνουν.
Πόσο γλυκιά θα τους φαινόταν
Έστω και μια σταλιά!
Μα, ο Θεός είναι τόσο οικονομών;
Το τραπέζι του απλώνεται πολύ ψηλά για μας,
Εκτός αν γευματίζουμε στις μύτες των ποδιών.
Τα ψίχουλα ταιριάζουν σε στόματα τόσο μικρά,
Τα κεράσια ταιριάζουν στους πετρίτες,
Και το χρυσό πρόγευμα του αητού τους παραπλανά.
Ο Θεός κρατάει τον όρκο στους σπουργίτες,
Που, για την αγάπη του μπορούν και να λιμοκτονούν!

LIII

Ο Θεός έδωσε ένα καρβέλι σε κάθε πουλί,
Αλλα, σε μένα, ένα ψιχουλάκι μόνο.
Που αν και πεινάω, δε τολμάω να φάω.
Η ατυχής μου πολυτέλεια είναι
Να το έχω, να τ΄αγγίζω, απαληθεύοντας τον άθλο,
Που έκανε το ζάρι δικό μου με τη μία,
Πολύ ευτυχής για την τύχη ενός σπουργίτη,
Με ακόμη πιο πολλή επιθυμία.

Αν υπήρχε ένας λιμός γύρω-τριγύρω,
Δε θα μπορούσα να χάσω ούτε στάχυ,
Τόσο πολλά χαμόγελα στη φάρμα μου,
Και η σιταποθήκη μου δείχνει γεμάτη.
Διερωτώμαι πώς μπορεί να νιώθει ο πλούσιος,
Ή ένας Ινδιάνος, ή ένας αητός.
Νομίζω ότι εγώ, με ένα ψιχουλάκι,
Είμαι κυρίαρχος, όπως αυτός.

LIV

Καθένας που τυχαία μπορεί να συναντώ,
Είναι μια εμπειρία. Και ιδού:
Αν αυτή περιέχει ένα πυρήνα,
Θα είναι η μορφή ενός φουντουκιού.
Δώρα πάνω σε ένα δέντρο,
Ευλογοφανώς αξισωμένα,
Αλλά η σάρκας τους μέσα είναι αναγκαία,
Όσο στους σκίουρους, τόσο και σε μένα.

LV

Η χώρα μου δεν έχει ανάγκη ν’ αλλαζει ρούχα.
Η τριπλή στολή της είναι εφαρμοστή,
Σα να ήταν ραμμένη στο Λέξινκτον.
Και πρώτα απ’ όλα, είναι ταιριαστή.

Η Μεγάλη Βρετανία αποδοκιμάζει τα αστέρια.
Υποτίμηση; Και ναι και όχι.
Υπάρχει κάτι στην άποψή της,
Σα να χλευάζει την ξιφολόγχη.

LVI

Η πίστη είναι μια ωραία επινόηση
Για τους κυρίους που βλάπουνε σωστά,
Μα σε μια έκτακτη περίσταση,
Τα μικροσκόπια είναι πιο συνετά!

LVII

Εκτός από τον ουρανό που είχε έλθει,
Και έμοιαζε να επιλέγει την δική μου πόρτα,
Η απόσταση δε θα σύχναζε τόσο σε μένα.
Και δεν το είχα ελπίσει πιο μπροστά.
Αλλά μόνο για ν’ ακούσω τη χάρη της,
Ποτέ δεν την είδα εσκεμμένα να φεύγει,
Και με θλίβει με μια διπλή απώλεια.
Είναι χαμένη, είναι χαμένη για μένα.

LVΙΙΙ

Τα πορτραίτα καθημερινών προσώπων
Είναι σαν ένα σούρουπο βραδινό, δυτικό,
Όπως ένα ωραίο σχολαστικό ηλοβασίλεμα.
Πάνω σε φόρεμα μεταξωτό.

LIX

Πήρα τη δύνμη στα χέρια μου
Και πήγα κόντρα στον καθένα.
Όχι τόσο πολύ όπως ο Δαβίδ,
Αλλά ήμουν δυο φορές πιο γενναία.

Σκόπευσα με τη σφεντόνα μου, αλλά
Ο μόνος που έπεσε ήμουν εγώ η φτωχή.
Ήταν άραγε ο Γολιάθ πολύ μεγάλος,
Ή εγώ ήμουν ακόμη πολύ μικρή;

LX

Ένας σκοτεινός φίλος από τις καυτές ημέρες
Είναι πολύ πιο εύκολο να βρεθεί,
Παρά κάποιον από υψηλές θερμοκρασίες
Για μια παγωμένη του μυαλού στγμή.

Ο ανεμοδείκτης, λίγο προς ανατολάς,
Τρομάζει τους καημένους μουσουλμάνους,
Αν οι μάλλινοι θώρακες είναι πιο σφιχτοί,
Απο αυτούς από βαμβακερό πλεγμένους.

Ποιος είναι τώρα για μομφή; Ο υφαντής;
Α, τι ζαλιστικό αυτό το νήμα!
Οι ταπετσαρίες του παράδεισου
Είναι υφασμένες με τόση μαεστρία!

LXI

Όλες οι ζωές συγκλίνουν σε ένα κέντρο,
Εκφρασμένο ή όχι.
Για κάθε ανθρώπινη φύση υπάρχουν,
Κάποιοι στόχοι.

Μπορεί να είναι σπάνια αποδεκτοί,
Μεγίστης εντιμότητας
Για το θάρρος και την τόλμη
Της πιστότητας.

Λατρεμένοι, σαν να ήτανε να φτάσουν
Έναν εύθραυστο ουρανό,
Ήταν απέλπιδες σαν να ήτανε ν’ αγγίξουν
Το τόξο το ουράνιο.

Καρτερικοί προς τον υπέρτατο για την απόσταση.
Πόσο ψηλά,
Πάνω στην αργή των αγίων άμαξα είναι,
Τα επουράνια!

Νικημένοι, μπορεί, από μια μικρή διακύβευση,
Αλλά μετά,
Η αιωνιότητα κάνει πάλι αφικτή
Την προσπάθεια.

LXII

Πριν αποστρέψω τα δικά μου μάτια,
Θα ήθελα να δω κι εγώ,
Όπως τα άλλα πλάσματα με μάτια,
Αφού δεν έχω άλλη οδό.

Όμως, σήμερα μου ειπώθηκε, πως
Θα μπορούσα να έχω τον ουρανό δικό
Μου, σου λέω ότι η καρδιά μου, λοιπόν,
Θα σπάσει, για το μέγεθός μου.

Τα λιβάδια δικά μου, τα βουνά δικά μου,
Όλα τα δάση και τα απέραντα άστρα,
Τόσο μεσημέρι, όσο μπορώ να πάρω
Μέσα στα πεπερασμένα μου μάτια.

Τα αισθήματα των πουλιών που βουτούν,
Η στραπή που προσαρμόζει την οδό.
Για να βλέπω, όποτε θέλω εγώ,
Τα νέα θα μου σήμαιναν το θάνατο!

Έτσι ξένη, είμαι πιο ασφαλής με την ψυχή
Πάνω στο τζάμι του παραθυρόφυλλου,
Όπου άλλα πλάσματα ρίχνουν τα μάτια,
Πολύ ανήσυχα για την τύχη του ήλιου.

LXIII

Μίλα με σύνεση σε έναν επαίτη,
Για «πότοση» και τα λοιπά,
Τα σχετικά με τη δική σου πείνα
Για τα δικά κρέατά και τα ποτά.

Προσοχή, τσιμουδιά για όποιο δόκανο,
Έχεις περάσει, ελευθερώνοντας τα πόδια,
Τα ανέκδοτα του αέρα σε φυλακισμένους,
Έχουν συχνά αποδειχθεί θανατηφόρα.

LXΙV

Μίλησε για «ευρύτητα», μέχρι που αυτή τον χαρακτήρισε
«πολύ στενό».
Τελικά, το ευρύ είναι πολύ ευρύ για ορισμό.
Μίλησε για «αλήθεια», μέχρι που αυτή τον χαρακτήρισε
«μεγάλο ψεύτη».
Η αλήθεια ποτέ δεν κολακεύτηκε με ένα θεσμό.

Η απλότητα ξεφεύγει από την κίβδηλη παρουσία της,
Όπως ο χρυσός θα απέφευγε το μετάλλευμα το απλό.
Ποια σύγχυση, τάχα, θα κατέκλυζε τον αθώο Ιησού,
Για να συναντήσει, έτοιμος πια, έναν άνθρωπο!

LXV

Καληνύχτα! Τι έσβησε το λύχνο;
Ένας ζηλιάρης ζέφυρος, χωρίς αμφιβολία.
Α, φίλε μου, δεν ήξερες το ένα:
Πόσο φιλόπονα οι άγγελοι
Δουλεύουν τα ουράνια φυτήλια,
Που είναι πια σβηστά για σένα!

Μπορεί το φως αυτό του φάρου,
Μες στο σκοτάδι κάποιοι ναυτικοί
Να ψάχνουν να το δουν!
Μπορεί να ήταν μια χλωμόφωτη λυχνία,
Που θέλει ο μικρός ο σαλπιγκτής,
Για το σάλπισμα του πρωινού!

LXVI

Όταν ήλπισα, φοβήθηκα.
Από τότε που ελπίζω, η τόλμη μου μένει.
Παντού μονάχη,
Σα μια εκκλησία που περιμένει.

Το φάντασμα πια να βλάψει δε μπορεί.
Η οχιά πια να δαγκώσει αδυνατεί.
Σταματά κάθε απόφαση καταδικαστική,
Απ’ την οποία πολύ υπέφερε κι αυτή.

LXVII

Ένα κατόρθωμα χτυπά πρώτα τη σκέψη,
Και μετά, χτυπά πια τη θέληση.
Είναι το σημείο που παρασκευάζεται,
Τόσο στο σπίτι, όσο και στην πηγή.

Μετά, η θέληση ή γίνεται πράξη,
Ή ενταφιάζεται, εντελώς ακίνητη,
Που μόνο απ’ του Θεούλη το αυτί,
Η καταδίκη της μπορεί να ακουστεί.

LXVIII

Ο δικός μου εχθρός έχει γεράσει πια,
Και, επιτέλους, πήρα την εκδίκησή μου.
Η γεύση του μίσους έχει φύγει μακριά,
Αν η εκδίκηση ήταν η θέλησή μου.

Ασε την να βιαστεί. Η τροφή της ήδη βρωμά,
Γιατί είναι σαν τα μπαγιάτικα κρεατικά.
Η οργή μας όσο τρέφεται, τόσο πεθαίνει,
Ενώ, αντίθετα, η πείνα την κάνει να παχαίνει.


LXΙX

Τύψη είναι μία μνήμη άγρυπνη,
Που η συντροφιά της, το λαμπρό αστέρι,
Μια παρουσία πράξεων του χθες,
Στέκει στην πόρτα που τη φέρει.

Το χθές της έδυσε πριν της ψυχής τη δίνη,
Και, φωτισμένο μ’ ένα σπίρτο μοναχό,
Είναι ανάγνωση που διευκολύνει
Το μήνυμά της το καταδεκτικό.

Η τύψη είναι ανίατη. Είναι νόσος,
Που ούτε ο Θεός μπορεί να γειάνει,
Γιατί είναι η ίδια στέρεο καθεστώς,
Συμπλήρωμα της κόλασης του Δάντη.

LXX

Το κορμί μεγαλώνει απ’ έξω,
Με τόσο έξυπνο τρόπο,
Που κι αν θέλει να κρύψει το ναό του,
Το πνεύμα μένει ολόρθιο.

Μια ασφαλής φυλακή που προσκαλεί
Και ποτέ της δεν προδίδει.
Σην ψυχή που ζητά το θώρακά της,
Με σεμνότητα τον δίδει.

LXXI

Άδικη η σημασία για ένα πεινασμένο άνθρωπο,
Που βρίσκει την τροφή και τρέφεται.
Είναι μακριά, αναστενάζει, άρα είναι άπελπις,
Και άρα είναι καλός, αυτό να λέγεται.

Η συμμετοχή ανακουφίζει, μα και μας δείχνει
Πως μυρωδιά είναι και ταξιδεύει
«Άμα τη λήψει». Και είναι η απόσταση υπεύθυνη
Που κι εμάς μας νοστιμεύει.

LXXIIΙ

Πολλές φορές νόμισα. η γαλήνη είχε ρθει,
Οταν αυτή βρίσκονταν ακόμη μακριά,
Όπως οι ναυαγοί νομίζουν ότι βλέπουν γη
Στο κέντρο και μακριά στη θάλασσα.

Και παλεύουν μέχρι ν’αποδεχθούν
Τόσο απελπισμένα, όπως κι εμένα,
Πόσες φαντασικές ακτές περνούν
Μέχρι να βρω ένα σίγουρο λιμένα.

LXXIV

Είναι ωραίο να γυρίζω στα βιβλία μου,
Μετά από ένα ανιαρό οκτάωρο.
Έχοντας μσοτελειώσει, η εγκράτεια
Κι ο πόνος ήδη χάνονται στα «μπράβο».

Όπως οι γεύσεις κάνουν καλεσμένους,
Με τους συμπόπτες τους να παραμένουν,
Τα αρώματα συντομεύουνε το χρόνο,
Μέχρι τη βιβλιοθήκη μου, όπου μένουν.

Μπορεί να υπήρχε αγριότητα χωρίς
Τα μακρινά πόδια αυτών που χάνουν,
Όμως, η γιορτή επιτρέπει το ξανύχτι
Και είναι σα μια καμπάνα μέσα του.

Ευγνωμονώ αυτούς τους συγγενείς
Του ραφιού, που το ήπιο ειπωμένο
Με καταγοητεύει ως αναμενόμενο
Και με ικανοποιεί, ως κεκτημένο.

LXXV

Αυτή η αξία είναι ό,τι το χειρότερο.
Δε μπορώ εγώ να είμαι πάλι τέτοια.
Όταν στην πόρνη που έχει χλευαστεί,
Πετάξει και την τελευταία πέτρα,

Η κολοβή ίσως πάψει ν’ αναπνέει,
Και να κοιτάξει πια τον εαυτό της.
Η δορκάδα δεν προσκαλάει πιο μακριά,
Απ’ όσο διαφεύγοντάς τον κυνηγό της.

LXXVI

Όλα μου τα χρόνια ήμουν νηστική.
Είχε έλθει, μεσημέρι, να δειπνήσουμε μαζί.
Αναριγώντας, τράβηξα κοντά μου το τραπέζι
Και τότε άγγιξα το περίεργο κρασί.

Ήταν στα τραπέζια που είχα δει παντού,
Όταν, πεινασμένη και μονάχη πίσω
Από βιτρίνες κοίταζα για πλούτη, που
Δεν είχα ελπίσει ποτέ μου ν’ αποκτήσω.

Δε γνώριζα ότι το το επαρκές ψωμί
Ήταν τόσο διαφρετικό απ’ τα ψυχία,
Που συχνά μοιραζόμουν με πουλιά,
Στη Φύση, αλλά και στην τραπεζαρία.

Η αφθονία με πλήγωσε. Ήταν κάτι νέο.
Κι εγώ ένιωσα άρρωστη και περιττή,
Σαν ένα βατόμουρο από θάμνο των ορέων,
Μεταφυτευμένο σ’ ενός δρόμου γη.

Δεν ήμουν πεινασμένη κι έτσι βρήκα
Ότι η πείνα αυτή ήταν ένας τρόπος
Των ανθρώπων έξω από τα σπίτια,
Είσοδος για να μπεις σε άλλους τόπους.

LXXVII

Λοιπόν, το νίκησα,
Σκαρφαλώνοντας αργά-αργά,
Απ’ τα κλωνάρια που φυτρώνουν,
Μεταξύ μακαριότητας και μένα.
Το κρέμασα τόσο ψηλά,
Όσο και ο ουρανός το κάνει οργανωμένα.

Είπα ότι το νίκησα,
Κι αυτό ήταν όλο κι όλο.
Κοιτάξτε πώς το άρπαξα,
Απ’ το φόβο μου μην πέσει.
Κι εγώ, ένας πένητας, ξεφύγω,
Ανίκανη, από τη χάρη αυτή του τώρα,
Το ευτυχισμένο προσωπείο του ζητιάνου,
που φόρεσα πριν ώρα.

LXXVIII

Για μάθω τη μεταφορά μέσω του πόνου,
Όπως οι τυφλοί τον ήλιο μαθαίνουν.
Για να πεθαίνω από δίψα, ενώ μαντεύω
Ότι ρυάκια στον κάμπο κάτω ρέουν.

Για να μείνω νοσταλγός, βαδίζω μόνη,
Πάνω σε μια παραλία ξένη,
Στοιχειωμένη από γαλάζιο ουρανό
Και γενέθλια γη, αγαπημένη.

Είναι κυρίαρχος αυτός ο πόνος
Και η συμφορά το σύνθημά του,
Είναι οι ποιητές της υπομονής,
Που ασκούν τις φωνές τους λίγο κάτω.

Ανεβαίνουν σε αδάκοπο τραγούδι,
Που δεν ακούγεται, έστω από κάποιους,
Από μάς, τους ανιαρούς μελετητές
Και του μυστηρίου τους βάρδους.

LXXΙX

Χρόνια μακριά απ’ την πατρίδα,
Και τώρα εδώ, μπροστά στη θύρα,
Δεν τολμώ να την ανοίξω, μήπως
Δω ένα πρόσωπο που ποτέ δεν είδα,

Να με κοιτάζει απορημένο κι αδειανό,
Και να ρωτά τι δουλειά έχω εγώ εκεί.
Η δουλειά μου: μόνο μια ζωή που άφησα,
Και που ακόμη εδώ πέρα κατοικεί.

Ψηλάφησα προσεκτικά τα νεύρα μου,
Εξέτασα όλα τα παράθυρα κοντά μου.
Η σιωπή σαν τον ωκεανό ξαχείλισε
Κι έσκασε ίσια και πάνω στα αυτιά μου.

Τότε, γέλασα κι εγώ με γέλιο ξύλινο,
Γιατί δε μπόρεσα να φοβίσω μία πόρτα,
Που ο κίνδυνος και ο νεκρός ατένισαν,
Αλλά που ποτέ δεν είχαν κρούσει πρώτα.

Έβαλα πάλι το μάνταλο στη θέση,
Με τρεμάμενα χέρια και με προσοχή,
Μήπως η τρομερή πόρτα μεταθέσει,
Και με αφήσει να στέκω πάντα εκεί.

Πήρα πάλι τα δάχτυλά μου πίσω,
Σαν να ‘ταν γυάλινα, με τόση προσοχή,
Έπιασα τ’ αυτιά μου και, σαν κλέφτης,
Πήρα το δρόμο για την επιστροφή.

LXXX

Η προσευχή είναι ένα μικρό εργαλείο,
Με το οποίο οι άνθρωποι πιάνουν
Αυτό που η παρουσία τους αρνείται.
Εκτοξεύουν το λόγο τους και φτάνουν,

Μέσω αυτού, στου Θεούλη το αυτί
- Αν βέβαια αυτός πιάσει τη φωνή τους -
και τότε αυτό συνοψίζειται στη συσκευή,
Που περιέχεται στην προσευχή τους.

LXXXI

Ξέρω ότι αυτός σίγουρα υπάρχει
Κάπου μέσα στη σιωπή μας.
Έχει κρύψει τη σπάνια ζωή του
Από τη βάρβαρη την όρασή μας.

Είναι μία τρυφερή παγίδα,
Είναι ένα παιγνίδι της στιγμής,
Ίσα για να κάνει τη μακαριότητα
Να κερδίσει την κατάπληξή της!

Όμως, το παιγνίδι αυτό θα πρέπει
Να αποδεικνύει ότι κερδίζει τη χαρά,
Και η χαρά αυτή οφείλει να γυαλίζει
Στου θανάτου την άκαμπτη θωριά.

Δε νομίζεις ότι και η ευθυμία
Φαίνεται πολύ δαπανηρή;
Δε νομίζεις ότι και τ’ αστείο
Έχει πολύ μακριά συρθεί;

LXXXII

Οι μουσικοί παλεύουν πέρα ως πέρα,
Ολημερής, μέσα σ’ έναν πυκνό αέρα.
Ακοώ την ασημένια τους ωδή
Και - ξυπνώντας, πολύ πριν την αυγή –
Τόση κίνηση ξεσπά πάνω στην πόλη,
Που τη νομίζω σα «μια νέα ζωή».

Δεν είναι ένα πουλάκι και δεν έχει φωλεά,
Ούτε μπάντα χαλκοκόκκινα ντυμένη,
Ούτε ταμπούρλο, ούτε ανθρώπινη φωνή,
Ούτε ύμνος από τον άμβωνα του δρόμου.
Τα πρωινά αστέρια είναι που οδηγούν
Στο πρώτο απομεσήμερο του χρόνου.

Κάποιοι λένε πως η γη είναι παιγνίδι!
Κάποιοι λένε, είναι λαμπρή η πλειονότητα
Εκλιπόντων γυναικών μα και ανδρών!
Κάποιοι τη θεωρούν υπηρεσία σ’ ένα μέρος,
Όπου, με εκ των υστέρων ουρανία όψη,
Παρακαλούμε το Θεό για αιωνιότητα.

LXXXIΙΙ

Μόλις είχα χαθεί, όταν εσώθηκα!
Μόλις ένιωσα τον κόσμο μου να φεύγει!
Ντροπιασμένη για την έφοδό μου στην αιωνιότητα,
Όταν η αναπνοή μου γύρισε πίσω, και από την άλλη πλευρά,
Άκουσα την απογοητευμένη παλίρροια να γίνεται αμπώτιδα.

Έτσι, ένιωσα σαν να επέστρεφα,
Για να διηγηθώ τα μυστικά τ’ αλλόκοτα!
Σαν κάποιο ναυτικό που τριγυρνούσε στην ακτή.
Σαν κάτωχρος ρεπόρτερ από θύρες άγριου τρόμου,
Πριν από μια μεγάλη θαλασσοταραχή!

Την επόμενη φορά, θα μείνω!
Την επόμενη φορά, θα δω τα πράγματα με αυτιά
Ανήκουστα, σε μέρη που δε βλέπει ο οφθαλμός.
Την επόμενη φορά, θ’ αργοπορήσω, ενώ τα χρόνια θα περνούν.
Αργή πορεία στούς αιώνες και στους γύρους που κάνει ο τροχός..

LXXXΙV

Αυτό το λίγο μπόρεσα να κάνω για τις πέρλες.
Ποιός κατέχει την ευρύτητα της θάλασσας,
Ή τις πόρπες, όταν ο Παντοκράτορας πυροβολεί
Με ρουμπίνια εμένα και εσάς;

Ή ο χρυσός που είμαι εγώ, πριγκήπισσα στο μεταλλείο,
Ή τα αστραφτερά διαμάντια που βλέπω στο άγιο φως,
Όταν ένα διάδημα που ταιριάζει σε ναού μεγαλείο,
Στεφανώνει και εμένα συνεχώς.

LXXXV

Την ανωτερότητα στην ειμαρμένη
Είναι δύσκολο να την κερδίσεις.
Δεν διανέμεται απ’ τον καθένα,
Κι όμως είναι δυνατόν να αποκτήσες...

Ένα επίδομα την κάθε μια στιγμή,
Μέχρι, προς κακοφανισμό της,
Η ψυχή, με αυστηρή οικονομία,
Να υπάρχει μέχρι τον παράδεισό της.

LXXXVI

Η ελπίδα είναι ένας αδηφάγος,
Που τρέφεται από εντιμότητα.
Κι ακόμη, αν τη δεις από κοντά,
Τι εγκράτεια και ταπεινή σεμνότητα!

Δικό της, το γαλήνιο τραπέζι,
Που πάντα μόνο ένας παραμένει,
Και που οτιδήποτε καταναλώνεται,
Γεμάτο και ολόιδιο πάντα μένει.

LXXXVII

Το απαγορευμένο φρούτο έχει μία γεύση,
Που το νόμιμο περβόλι κοροϊδεύει.
Πόσο νόστιμος είναι ο καρπός,
Που στη φλούδα του καθένα παγιδεύει!

LXXXVΙΙΙ

Ο ουρανός είναι απρόσιτος εντός μου!
Το μηλαράκι πάνω στη μηλιά,
Το προμήθευσε μια απέλπιδη θηλιά,
Που είναι και ο «ουρανός» μου.

Το χρώμα στο σύννεφο που πλέει,
Στην απαγορευμένη περιοχή,
Πίσω απ’ το λόφο, πίσω απ’ το σπίτι,
Εκεί ο Παράδεισος με περιμένει.

LXXXΙΧ

Κάποιοι λένε πως η λέξη έχει πεθάνει,
Ευθύς ως ειπωθεί!
Κι εγώ τους απαντώ ότι αρχίζει η ζωή της
Ετούτη την αυγή.

XC

Για να σεβαστείς τις απλές ημέρες,
Που προπορεύονται των εποχών,
Αρκεί μονάχα να σημειώσεις
Ότι από σένα ή από εμένα,
Μπορούν να πάρουν αυτό το κάτι,
Που ονομάζεται «θνητότης»!

Για να επενδύσεις ύπαρξη
Με μεγαλόπρεπο αέρα,
Αρκεί μονάχα να θυμάσαι
Πως το βελανίδι εκεί πέρα,
Είναι το κίνητρο των δασών
Για τον ουράνιο αέρα!

XCI

Είναι τόσο λίγο το να θρηνούμε,
Τόσο μικρό το να στενάζουμε!
Κι όμως, εμπορευόμενοι κι αυτό το μέγεθος,
Γυναίκες κι άνδρες πάμε να πεθάνουμε!

XCII

Ο πνιγμός δεν είναι τόσο αξιοθρήνητος,
Όσο η προσπάθεια να σηκωθούμε.
Λέγεται πως τρεις φορές ένας πνιγμένος
Ανεβαίνει για να δει τους ουρανούς
Και μετά, γέρνει μια για πάντα,
Σ’ αυτή την κατοικία του, ο καημένος,

Όπου η ελπίδα και αυτός παρέα,
Τελικά, αρπάζονται απ’ το Θεό.
Όμως του Δημιουργού η εγκάρδια όψη,
Που έχει τόση καλοσύνη να τη δούμε,
Έχει παρεκλίνει, ας το παραδεχθούμε,
Σαν μία ακριβοδίκαιη αναγκαιότης,

XCIII

Πόσο σταθερές είναι οι καμπάνες, χωρίς καμπαναριό,
Μέχρι που, φουσκωμένες από ουρανό,
Χοροπηδήσουν στο ασημένιο πόδι τους,
Σε έναν έξαλο, αρμονικό χορό!

XCIV

Αν ο ανόητος το αποκαλέσει «άνθος»,
Χρειάζεται ο σοφός να το ‘χει πει;
Αν ο γνώστης το «ταξινομήσει»,
Είναι το ίδιο και εξίσου εύστοχο.

Αυτός που διαβάζει Αποκάλυψη,
Δεν έχει το δικαίωμα να πει «σταμάτα»
Σε αυτύς που διαβάζουν ίδια έκδοση
Με υγρά, συννεφιασμένα μάτια!

Μπορούμε να σταθούμε με το γέρο Μωυσή,
Που απαρνήθηκε τη Γη τη Χαναάν του,
Και να εξετάσουμε, όπως εκείνος,
Απόδραση προς μια διαφορετική πλευρά του.

Αναμφίβολα, πρέπει να κρίνουμε
Επιπόλαιες πολλές απ΄τις σκηνές,
Που δεν πείστηκαν από αγγέλους
Απόφοιτους απ’ τις ουράνιες σχολές!
Λίγο μέσα σ’αυτές τις Ωραίες Επιστολές,
Τις μεγάλες που μπορούμε σαν αστέρια
Να σταθούμε ανάμεσα σε Γαλαξίες βαθείς
Σ’ αυτά τα μεγαλειώδη του Κυρίου χέρια!

XCV

Θα μπορούσαν τα θνητά μας χείλη να μαντέψουν
Ποιος είναι ο υποβόσκων ναύλος
Μιας εκφωνημένης ήδη συλλαβής,
Κι αυτός θα ζάρωνε από το βάρος.

XCVI

Η ζωή μου έκλεισε δύο φορές πριν κλείσει
Δε μένει πια παρά να δω,
Αν η αιωνιότητα μου επιφυλάσσει
Ένα τρίτο ακόμη γεγονός,

Τόσο μεγάλο, τόσο δύσκολο να συλληφθεί,
Όπως αυτά που δυο φορές μου έτυχαν.
Ο χωρισμός είναι ό,τι χρεαζόμαστε από κόλαση
Κι η γνώση που μας δίνει ο ουρανός.

XCVII

Ποτέ δεν ξέρουμε πόσο ψηλά φτάνουμε,
Μέχρι να έλθει η ώρα να πεθάνουμε.
Και τότε, αν έχουμε καλό σχεδιασμό,
Το ανάστημά μας φτάνει ως τον ουρανό.

Αυτό που διηγούμαστε, ο ηρωισμός
Θα ήτανε συνηθισμένο γεγονός.
Δε θα κοντέναμε μόνοι μας τον πήχυ,
Μη κι έχουμε του βασιλιά την τύχη.

XCVIII

Ενώ το φοβόμουνα, αυτό ήρθε,
Όμως, ήρθε με λιγότερο φόβο,
Γιατί φοβούμενή το επί πολύ καιρό,
Μου είχε γίνει πια αγαπητό.
Υπάρχει μια προσαρμογή, μία δειλία,
Μια εναρμόνιση, μια απελπισιά.
Είναι πιο σκληρό να ξέρεις ότι πρέπει,
Από το ξέρεις ότι είναι εδώ.
Η προσπάθεια στο απώτερό της άκρο,
Το πρωί είναι πιο καινούρια και πιο
Φοβερό από το να τη φορά μια μέρα,
Μια ολόκληρη ύπαρξη πέρα ως πέρα.

XCIX

Δεν υπάρχει φρεγάτα σαν ένα βιβλίο,
Για να μας παίρνει μακριά, μαζί της,
Ούτε άλλη πορεία όπως μια σελίδα,
Περήφανης και σαν το άτι ποίησης.

Αυτή διασχίζει τα πιο δύσκολα μέρη,
Χωρίς να πληρώνει διόδια επί τόπου.
Πόσο οικονομική είναι η άμαξα
Που φέρει μια ψυχή ανθρώπου!

C

Όποιος δε βρίσκεται στον ουρανό από κάτω,
Θα φέρει σίγουρα το πάνω, κάτω.
Η κατοικία του Θεού, μετά την εδική μου,
Και η επίπλωσή της είναι η επιλογή μου.

CI

Ένα άτομο δίχως χάρη ή αγάπη,
Σκληρό, επιτυχημένο, με κακία,
Δίπλα του ακόμη και μια πέτρα
Θ ένιωθε μεγάλη ευτυχία,
Καθώς, φιλαράκια από παλιά,
Πετάχτηκαν μαζί πρώτη φορά.

CII

Είχα μια επίχρυση δραχμή,
Που, κακώς, την έχασα στην άμμο,
Και μ’ όλο που ο ήλιος ήταν αφελής
Και λίρες είχε στρώσει χάμω,
Για μένα η δραχμούλα μου αυτή
Είχε αξία πιο πολλή,
Που αν δεν την έβρισκα, σας λέω,
Θα καθόμουνα εκεί, να κλαίω.

Είχα ένα κατακόκκινο πετρίτη,
Που μου κελαηδούσε όλη μέρα,
Αλλά όταν τα δέντρα μας ανθίσαν,
Έφυγε κι αυτός, πέταξε πέρα.
Μετά, απέκτησα κι άλλα πουλιά,
Που κι αυτοί ωραία τραγουδούσαν,
Όμως, για το δικό μου τροβαδούρο,
Την πόρτα μου ανοιχτή κρατούσα.

Είχα και στον ουρανό έν’ άστρο.
Πλειάδα ήτανε το όνομά του,
Κι όταν έτυχε να μην προσέχω,
Αυτό έφυγε απ’ τη σειρά του.
Μολονότι ο ουρανός είναι γεμάτος
Από μύρια αστέρια αναμμένα,
Εμένα καθόλου δε με νοιάζει,
Αφού δικό μου δεν είναι κανένα.

Και να τώρα το δίδαγμά μου:
Έχω ένα φίλο που χάθηκε.
Τ’ όνειρό του είναι Πλειάδα
Και πετρίτης και δραχμούλα.
Κι όταν το θλιμένο τραγουδάκι
Παρέα μ’ ένα δάκρυ αληθινό,
Συναντήσει του προδότη το ματάκι,
Σε κάποιο τόπο μακρινό,
Ίσως στο μυαλό του θεωρήσει
Σα μια σοβαρή μετάνοια,
Το ότι καμιά παρηγοριά υπό τον ήλιο,
Δε μπορεί μάλλον να ζήσει.

CIII

Από όλα τα δεσμά που, εκστατικά,
Τα αγόρια και κορίτσια αποδρούν,
Μόνο τα αγαπημένα απογεύματα
Αυτές οι φυλακές δεν τα κρατούν.

Αιφνίδιαάζουνε τη γη, εκπλήσσουν τον αέρα,
Ένα πλήθος μακαριότητα σκληρή.
Αλίμονο! Συνοφρυώσεις που είναι ίσως ψέμμα
Για εχθρούς δεδηλωμένους σαν αυτή!

CIV

Το λίγο γίνεται αρκετό – το επαρκές είν ‘ενα.
Σε τούτο τον αιθέριο λαό,
Δεν έχει το δικαίωμα καθείς
Ν’ ανήκει και κρυφά μα και λαθραία;

CV

Στην αγχόνη κρέμασαν ένα δυστυχισμένο.
Πολύ κλειδωμένη για την κόλαση,
Στην οποία τον καταδίκασε ο νόμος.
Κθώς η αυλάια της φύσης έπεσε,
Αυτός που τον βαριότανε, κλονίστηκε,
Γιατί ήταν κι εκείνος μάνας γιος και μόνος.
Ηταν όλα όσα είχα, ψυθίρισε ο κρεμασμένος.
Ω, τι θησαυρός μαυροκακαριασμένος!

CVΙ

Ένιωσα στο μυαλό μου ένα χάσμα,
Σα να ‘χε το κρανίο μου σχιστεί στα δυο.
Προσπάθησα μα το συρράψω ράμμα-ράμμα,
Αλλά δε μπόρεσα ενωμένο να το δω.
Την πίσω σκέψη πάσχισα να ενώσω
Στην άλλη σκέψη πριν, αλλά και σ’ άλλες,
Μα η ακολουθία ξετυλίχτηκε σα μπάλες,
Που κυλάνε στο πάτωμά μου τόσο.

CVΙΙ

Το σιωπηλό ηφαίστειο κρατά
Το πότε-πότε κοιμισμένο σχέδιό του,
Περιορισμένα είναι τα ροζ πλάνα του
Στην αβεβαιότητα του ανθρώπου.

Μπορεί η φύση να μην πει την ιστορία.
Που ο Ιεχωβάς της έχει ήδη πει;
Μπορεί η ανθρώπινη φύση να επιβιώσει,
Χωρίς κανένα μα κανένα θεατή;

Ας υπακούει τώρα κάθε φλύαρος
Των σφραγισμένων χειλιών τη νουθεσία,
Το μόνο μυστικό που ο άνθρωπος κρατά,
Είναι της μοίρας του η Αθανασία.

CVIΙΙ

Αν η αναπόληση ξεχνιόταν,
Τοτε δε θυμάμαι ίσως εγώ.
Κι αν η λησμονιά αναπαυόταν,
Τότε μάλλον ξέχασα κι εγώ!
Κι αν η αστοχία ήταν φαιδρότης,
Κι αν το πένθος ήτανε χαρά,
Πόσο χαρούμενα θα ‘ταν τα χέρια,
Που τα μάζεψαν σήμερα αυτά!

CIX

Η πιο μακρινή βροντή που άκουσα,
Ήταν πιο μακριά απ’ τον ουράνιο θόλο.
Έστω και υπόκωφη ή ακόμη και το μεσημέρι,
Τον πύραυλο είχε στα δικά του μέρη.
Η αστραπή που είχε προηγηθεί,
Δε χτύπησε παρά εμένανε μονάχα,
Όμως, εγώ δε θα ‘κλεινα την πόρτα,
Όση υπόλοιπη ζωή και να ‘χα.
Μπορεί ο χημικός μας να πληρώνει
Το χρέος του στο οξυγόνο που κατέχει,
Όμως, στον δωρεάν ηλεκτρισμό,
Καμιά υποχρέωση δεν έχει.
Αυτός ιδρύει και τα σπίτια και τα πλοία,
Και κάθε θορυβώδης σπίθατου που νεύει,
Είναι μια ανακόλουθη λαμπρή αστραπή
Αυτού του φωτός που ενεδρεύει.
Η σκέψη είναι αθόρυβη σα μια νιφάδα,
Σα μια σύγκρουση χωρίς κανέναν ήχο.
Και να πώς της ζωής η αντήχηση
Βρίσκει, έτσι, τη δική της την εξήγηση!

CX

Μέσα στην έρημο της μοίρας μου,
Μια βλάστηση προσπάθησα να φτιάξω.
Αργά, μέσα στο από βράχους στρέμα μου,
Καλύτερα, σταφύλια να παράξω.

Και χώμα από πορόλιθο, αν καλλιεργηθεί,
Πλουσιοπάροχα θα σ’ ανταμείψει.
Ένας φοίνικας στον ήλιο αν φυτευτεί,
Ακόμη και στην άμμο θα βλαστήσει.
CXI

Μόλις άνοιξε στο δρόμο μια πορτούλα,
Την πέρασα, την πέρασα και χάθηκα,
Αποκαλύπτοντς σε εύρος τη στιγμούλα,
Μιας συντροφιάς που μέσα της, ζεστάθηκα.

Και ξαφνικά, η ίδια πόρτα έκλεισε.
Την πέρασα και πάλι χάθηκα διπλά,
Μα πιο πολύ χαμένη απ’ την αντίθεση,
Που φώτισε άπλετα την αθλιότητα.

CXII
Είναι οι φίλοι ηδονή ή πόνος;
Μπορεί μια αμοιβή. Ωστόσο παραμένει
Να είναι και τα πλούτη μας καλά.

Όμως, αν αυτά μονάχα μένουν,
Είναι προτιμότερο να φεύγουν,
Γιατί τότε, τα πλούτη είναι θλιβερά.

CXIIΙ

Η στάχτη υποδηλώνει ότι υπήρξε μια φωτιά..
Σεβάσου και το πιο γκρίζο της το ίχνος,
Για χάρη αυτού που υπήρξε πριν να φύγει,
Και που ακόμη υπερίπταται, ίσως.

Η φωτιά υπάρχει κατ’ αρχάς, ως φως,
Και μετά, αργότερα, παγιώνεται.
Μόνο ένας χημικός μπορεί ν’ ανακαλύψει
Σε τι υλικό αυτή μετουσιώνεται.

CXIV

Η μοίρα του τον έλιωσε αλλά αυτός δεν έσταξε.
Αυτή κατάρευσε, αλλά εκείνος έμειν’ όρθιος.
Τον διαπέρασε με τ’ άγρια παλούκια της,
Όμως, αυτός δε λύγισε σαν ψόφιος.

Τον δάγκωσε και υπονόμευσε τη σταθερή του πρόοδο,
Μα όταν έκανε και το χειρότερό της πλέον,
Εκείνος, ακίνητος, την κοίταξε.
Τον παραδέχθηκα ως άνθρωπο γενναίον.

CXV

Πεπερασμένη για αποτυχία, αλλά απέραντη για περιπέτεια,
Για το μόνο πλοίο που βρίσκεται στην παραλία επιπλέον.
Πολλών η ευγενής και υπερελεγχόμενη ύπαρξη
Νεύει σε στόλους που βούλιαξαν και δεν υπάρχουν πλέον.

CXVI

Μετρώ την κάθε θλίψη που απαντάω,
Με οξεία κι αναλυτική ματιά.
Διερωτώμαι αν βαραίνει όσο η δική μου
Ή είναι ίσως λίγο πιο ελαφριά.

Άραγε, οι άλλοι είναι στην αρχή της,
Ή υποφέρουν ολόκληρο το χρόνο;
Δε μπορώ να πω για τη δική μου,
Και για τον δικό μου τον παλιό τον πόνο!

Διερωτώμαι αν πληγώνει για ζωή,
Και αν αυτοί πρέπει να προσπαθήσουν,
Και αν μπορούσαν να διαλέξουν τελικά,
Μήπως τη ζωή να προτιμήσουν.

Διερωτώμαι: όταν τα χρόνια σωρευτούν,
Ας πούμε, χίλια χρόνια μιας πληγής,
Αν τελικά, ένα πταίσμα σαν αυτό
Μπορούσε να ‘ναι αιτία διακοπής,

Ή αν πρέπει αδιάκοπα να υποφέρουν,
Επί αιώνες αιώνων και ακόμη κάτι,
Φωτισμένοι για μεγαλύτερη οδύνη,
Σε μεγάλη αντίθεση με την αγάπη;

Οι θλιμμένοι είναι πολλοί, μου λένε,
Και η αιτία, βαθύτερη και μόνη.
Θάνατος είν’ ένας και μονάχα μια φορά,
Και μόνο τα ματάκια μας καρφώνει.

Υπάρχει θλίψη ένδειας και θλίψη παγερού.
Ένα είδος της καλείται «απελπισία».
Υπάρχει μια εξορία απ΄τα μάτια που γεννούν.
Στην όψη του γενέθλιου Γαλαξία.

Μολονότι δε μπορώ να πω το είδος,
Αυτό που εμένα μόνο αφορά,
Είναι άραγε μια άνεση που επιτρέπει
Να ανεβαίνω, μόνη μου, το Γολγοθά;

Και να σημειώνω τα μαρτύρια του σταυρού,
Εκείνων που στέκουν όρθοι και μόνοι,
Γοητευμένη απ’ το συμπέρασμά μου πως
Μερικοί σαν τους δικούς μου είναι πόνοι.
CXVII

Έχω ένα βασιλιά που δε μιλάει.
Έτσι, διερωτώμαι ώρες-ώρες,
Όταν διατρέχω τη μέρα μου που πάει,
Μισοχαρούμενη όταν κοιμάμαι την εσπέρα,
Αν είμαι ευτυχής ένα όνειρο να βλέπω,
Σε σαλόνια κλειστά όλη τη μέρα.

Και αν το κάνω, όταν ξημερώνει,
Είναι σαν εκατό, εκατό ταμπούρλα,
Γύρω απ’ το μαξιλάρι μου να κάνουν στάση,
Και κραυγές να γεμίζουν τον αέρα,
Και σαν καμπάνες που φωνάζουν «νίκη»,
Απ’ της ψυχής μου το κωδωνοστάσι.

Κι αν δεν το κάνω, το μικρό πουλί μου
Δεν ακούγεται μες στην Ορχήστρα,
Και τότε, δε λέω πια την προσευχή μου,
«Πατέρα το θέλημά σου ας γίνει», όπως
Η δική μου θέληση τραβάει άλλο δρόμο,
Κι αυτό θα ήταν ένας πολύ ψεύτης όρκος!

CXVIII

Έπεσε τόσο χαμηλά εις την υπόληψη μου,
Που το άκουσα να χτυπάει κάτω,
Και να θρυματίζεται πάνω στις πέτρες,
Στου μυαλού μου το βαθύτερο πάτο.

Αλλά, ας όψεται η μοίρα του που θρυματίστηκε,
Λιγότερο απ’ όσο εγώ ονείδησα τον εαυτό μου,
Για φιλόξενα και επίχρυσα σκεύη,
Πάνω στο ραφάκι το αργυρό μου.

CXIX

Το να χάσει κανείς την πίστη του,
Ξεπερνά την απώλεια του βιος,
Γιατί η περιουσία ξαναγίνεται,
Η πίστη, όμως, πού και πώς;

Συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή,
Η πίστη υπάρχει μόνο μια φορά.
Εκμηδένισε μοναχά μια πρόποση
Και να, της ύπαρξης η ζητιανιά.

CXX

Είχα μια καθημερινή μακαριότητα,
Που την έβλεπα αδιάφορα και ήσυχα,
Και ξάφνου, κατάλαβα ότι κινείται,
Και μεγάλωσε, μόλις εγώ επείστηκα.

Μέχρι που γύρω από ένα βράχο,
Ερημώθηκε απ’ τη δική μου τη ματιά,
Απομακρυσμένη πέρα απ’ το σκοπό μου,
Εγώ έμαθα τη γλυκύτητά της πιο σωστά.

CXXI

Εργάστηκα για άχυρο και βγάζοντας σιτάρι,
Ένιωσα υπεροπτική και προδομένη.
Ποιο δικαίωμα έχει ο αγρός να εκδικαζει
Μια υπόθεση ήδη δεδικασμένη;

Γεύτηκα το στάρι, σιχάθηκα το άχυρο,
Και ευχαρίστησα το επαρκές μου ταίρι.
Η σοφία έρχεται όταν τη βλέπεις από μακριά,
Και όχι όταν στη δίνουνε στο χέρι.

CXXII

Ζωή και Θάνατος και Γίγαντες
Σαν κι αυτά υπάρχουνε ακόμη.
Ελάσσων συσκευή,
Χοάνη του μύλου,
Σκαθάρι πάνω στο κερί,
Ή φλογέρας φήμη μικρή,
Κατά τύχη θα στηρίξουν
Αυτά που διακηρύσσουν.

CXXIIΙ

Η ζωή μας είναι σα μια Ελβετία,
Τόσο ακίνητη και τόσο κρύα,
Μέχρι που μιαν αλόκοτη ημέρα,
Οι Άλπεις αμελούνε τις κουρτίνες,
Κι εμείς τότε βλέπουμε πιο πέρα.
Η Ιταλία από την άλλη την πλευρά,
Ενώ σα φύλακας ανάμεσά τους,
Οι μεγαλόπρεπες οι Άλπεις,
Οι όμορφες σειρήνες Άλπεις
Μεσολαβούν παντοτινά.
CXXIV

Η ανάμνηση έχει και όπισθεν κι εμπρός,
Είναι κάτι σαν το σπίτι.
Έχει επίσης μια σοφίτα,
Σαν καταφύγιο και για ποντίκι,

Παρά το βαθύτατο κελάρι,
Που έφτιαξε ποτέ του χτίστης,
Σε κοιτώ αλλά με τις οργιές
Ανάμνησή μου δε με πείθεις.

CXXV

Για να κρεμάμε το κεφάλι φαινομενικά,
Και για να βρούμε αυτό που ακολουθεί,
Και που ποτέ τέτοιο δεν ήτανε η πόζα
Του μυαλού μας που ποτέ δε θα χαθεί,

Ο ουρανός προσφέρει πιθανότητα,
Σε πυκνότητα που ένα μόριο εσύ,
Παίρνεις στάση ενός ιστού αράχνης,
Σε μια πεδιάδα από γάζα περισσή!

CXXVI

Το μυαλό είναι ευρύτερο απ’ τον ουρανό.
Γι’ αυτό, βάλε τα πλάι με πλάι,
Το ένα θα περιέχει και το άλλο,
Πολύ άνετα, κι εσύ στάσου στο πλάι.

Το μυαλό είναι βαθύτερο απ΄το πέλαγος.
Γι’ αυτό, κράτησέ τα, γαλάζιο σε γαλάζιο.
Το ένα θα απορροφήσει μέσα του το άλλο,
Όπως ο σπόγγος φτιάχνει ένα καλάθι άδειο.

Το μυαλό είναι σαν το βάρος του Θεού.
Γι’ αυτό, ανέβασέ το, λίτρο-λίτρο,
Κι αυτά θα διαφέρουν, αν θελήσουν,
Όπως η συλλαβή από το σκέτο ήχο.

CXXVII

Το οστό που δεν έχει μυελό,
Τι το καλύτερο για δαύτο;
Δεν είναι κατάλληλο για φαγητό,
Παρά για ζητιάνο ή για γάτο.

Ένα οστό έχει υποχρεώσεις,
Όπως μια ύπαρξη, το ίδιο και αυτή.
Αλλιώς ένα άμυαλο σύνολο είναι,
Που δεν έχει στόχο, ούτε ντροπή.

Όμως, πώς μια τελειωμένη δημιουργία,
Μια νέα λειτουργία θ’ αποκτήσει;
Το φάντασμα του γέρου Νικοδήμου,
Εκ νέου θα μας αντικρύσει!

CXXIX

Το παρελθόν είναι μια περίεργη δημιουργία,
Για να το δούμε, κατάματα, στη φάτσα,
Πρέπει να μας επιβεβαιώσει με μια μεταφορά,
Ή ίσως, με μια αισχρότατη γκριμάτσα.

Αν κάποιος το συναντήσει, χωρίς όπλο,
Τον συμβουλεύω μακριά του να τραβήξει!
Το δικό του, σκουριασμένο, παλιό όπλο
Μπορεί ακόμη να εκπυρσοκροτήσει!

CXXX

Για να βοηθήσουν τα πιο γυμνά μας μέλη,
Μας είχαν δώσει χρόνους υγιεινούς,
Που αν δε σας ταιριάζουν για τη γη τούτη,
Εξασκηθείτε, σιωπηλά, για ουρανούς.

CXXXI

Τι απαλές, χερουβικές δημιουργίες
Είναι αυτές οι άγιες κυρίες!
Μία θα μπορούσε να προσβάλει βελουδάκι
Ή ακόμη, να βιάσει κι αστεράκι.

Τέτοιες δίμητες οι πεποιθήσεις
Μίας φρίκης τόσο δα λεπτής
Ανθρώπινης, φακιδωμένης φύσης,
Η Θεότητας εντροπαλής.

Είναι τέτοια η κενή τους δόξα,
Σαν τη μοίρα που έχει ο ψαράς!
Η εξαργύρωσή σας, εύθραυστη κυρία,
Θα είναι το ίδιο ντροπαλή για σας.

CXXXII

Η πιο τρελή χαρά σου θα σου μείνει,
Αν δε σου έλειψε ποτέ, γιατί εσύ,
Με το συμπόσιο της εγκράτειας,
Ξεπερνάς κι εκείνη που χαρίζει το κρασί.

Μές στην αναμονή, ακόμη και απρόσιτος,
Ο τέλειος στόχος της ευχής σου,
Οχι εγγύτερος, μη κι η πραγματικότητα
Γεμίσει απελπισία την ψυχή σου.

CXXXIIΙ

Θα ήταν ίσως ευκολότερο
Ν’ αποτύχω με ξηρά εν όψει,
Παρά να κερδίσω τη γαλάζια μου χερσόνησο,
Κομένη στης χαράς την κόψη.

CXXXIV

Δε μπορείς να σβήσεις μια φωτιά.
Ένα πράγμα που μπορεί ν’ ανάψει,
Μπορεί και χωρίς καθόλου άνεμο,
Αργά μέσα στη νύχτα να αρπάξει.

Δε μπορείς να διπλώσεις μια πλημμύρα,
Και να τη βάλεις πίσω από φάτνωμα,
Γιατί οι άνεμοι θα την ελευθερώσουν
Και θα τη διηγηθούν στο δρύινο πάτωμα.

CXXXV

Μια σεμνότατη μοίρα, μια φημούλα μικρή,
Μια συνοπτική καμπάνια από γλύκα και κεντρί,
Είναι πολλή-πολλή, είναι και αρκετή!
Δουλειά του ναυτικού μας είναι η ακτή,
Του οπλίτη, οι σφαίρες. Όποιος ζητάει πιο πολύ,
Πρέπει να το ψάξει στη γειτονική ζωή!
CXXXVI

Είναι η μακαριότητα μετά, μια τέτοια ύβρις,
Που δεν πρέπει να πατήσω το πόδι απρεπής,
Από φόβο μη λεκιάσω το παπούτσι μου;

Πρέπει μάλλον το πόδι να ταιριάξω,
Παρά τη μπότα μου να μην πετάξω,
Γιατί είναι ακόμη δυνατόν
Ν’ αγοράσω ένα νέο ζευγάρι
Σε ένα οποιδήποτε παζάρι.

Όμως, η μακαριότητα πωλείται άπαξ.
Η πατέντα χάθηκε οριστικά,
Και κανείς δεν αγοράζει πια.

CXXXVII

Εδώ είναι μια μέρα της σειράς,
Που ονομάζεται Μέρα Ευχαριστήρια.
Γιορτάζεται, εν μέρει, με φαί
Και εν μέρει, στης μνήμης τα μυστήρια.

Εγώ το ανατέμνω το παιγνίδι,
Αν και δεν είμαι ιερεύς ούτε γατί,
Αυτό που στην κρυφή μου σκέψη,
Φαίνεται ν’ αντανακλά γιορτή.

Ούτε μιας αναφοράς μικρό χαλίκι
Κανένα όρμο πια δε ρυτιδώνει.
Πάνω από τέτοιο, μία τέτοια σύναξη,
Η Ευχαριστληρια Μέρα ξημερώνει.

CXXXVIII

Απαλυμένη απ’ του Χρόνου το βελούδο,
Πόσο λεία νιώθω τώρα την οδύνη,
Που απείλησε την παιδικότητά μου,
Και τα χρόνια που ζωή μου δίνει!
Διχασμένη τώρα από κρύες λύπες,
Ζηλεύω, πώς ζηλεύω την απελπισία,
Που ερήμωσε το παιδικό βασίλειο,
Το τόσο εύκολο στην αναδημιουργία..


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΦΥΣΗ

Οι ανθοδέσμες είναι για τους αιχμαλώτους,
Αμυδρά μάτια που επί χρόνια κοιτούν την άβυσσο
Δάχτυλα που αρνούνται να τολμήσουν ,
Υπομονετικά μέχρι τον παράδεισο.
Σε τέτοιους αν έπρεπε να ψιθυρίσουν,
Απ’ το πρώί κι απ’ την εκκάθιση,
Δεν υποφέρουν άλλα παραγγέλματα,
Ούτε κι εγώ άλλη παράκληση.

I

Η φύση, η πιο τρυφερή μητέρα,
Ανυπόμονη όσο ούτε τα νήπια,
Πιο αδύναμη ή και πιο δύστροπη,
Η νουθεσία της είναι πολύ ήπια.

Στα δάση και ψηλά στο λόφο,
Θα την ακούσει και ο ταξιδιώτης,
Να αναχαιτίζει τον άτακτο σκίουρο,
Ή το ορμητικό πουλί της νιότης.

Πόσο ειλικρινής η συζήτηση μαζί της,
Κάποιο καλοκαιρινό απόγευμα,
Το νοικοκυριό και η συνοδός της.
Κι όταν είναι πια κοντά το λιόγερμα,

Η φωνή της ανάμεσα στις αίθουσες,
Διεγείρει τη δέηση απ’ τα βάθη
Του πιο λιλιπούτειου απ’ τους γρύλλους
Και του πιο ασήμαντου απ’ τ’ άνθη.

Όταν όλα τα παιδιά κοιμούνται,
Στρέφεται σε τόσο μακριά μέρη,
Όσο να επαρκεί τα φώτα της ν’ ανάψει,
Που απ’ τα ουράνια πάει να φέρει.

Και με άπειρη στοργή κι αγάπη,
Και με ακόμη πιο μεγάλη προσοχή,
Βάζει το δάχτυλο στο στόμα
Και λέει «Παντού θέλω σιωπή».

II

Θα υπάρξει άραγε ένα πρωί;
Θα υπάρξει κάτι όμοιο με μέρα;
Θα μπορούσα να το δω από τα βουνά,
Αν έφθανα το ύψος τους ως πέρα;

Θα έχει το μέγεθος του νούφαρου;
Θα έχει ενός πουλιού φτερά;
Θα έχονται από διάσημες χώρες,
Που δεν έχω καν ακουστά;

Ω, κάποιες λεύγες! Ω, κάποιε ναυτικέ!
Ω, κάποιε σοφέ από τον ουρανό!
Πείτε, παρακαλώ, σε ένα μικρό προσκυνητή,
Πού βρίσκεται το μέρος που λέμε πρωινό.

III

Στις τρεις και μισή, ένα μοναχικό πουλί,
Σ’ένα ουρανό της σιωπής,
Δεν πρόβαλε παρά μόνο έναν όρο
Μιας μελωδίας προσεκτικής.

Στις τέσσερις και μισή, ένα πείραμα
Είχε υποτάξει τη δοκιμασία,
Και να! Η ασημένια αρχή του
Ξεπέρασε των άλλων την ουσία.

Στις επτά και μισή, ούτε ένα στοιχείο
Δεν είχε ακόμη εγκατασταθεί.
Στο σημείο ανάμεσα στην περιφέρεια
Και εκεί όπου αυτό είχε συμβεί.

IV

Η μέρα έρχονταν αργά, ακόμη πέντε η ώρα.
Μετά, αναπήδησε πριν τη λοφοσειρά εκείνη.
Όπως η φλογισμένη σκάλα, ή σαν τη λάμψη,
Που ξαφνικά, ένα τουφέκι αφήνει.

Η πορφύρα δε μπορούσε να κρατήσει την ανατολή,
Η δύση κινιόταν από το δίπλωμά της,
Σαν κολιέ από τοπάζι, τυλιγμένο κάποια νύχτα,
Που η κυρία ξετυλίγει αργά μπροστά της.

Η χαρούμεν αύρα χτυπούσε τα ταμπούρλα της,
Τα πουλάκια, σε πειθήνιους σχηματισμούς,
Γύρω-γύρω από τον αρχηγό τους.
(Τα πουλιά είχαν ανέμους γι’ αρχηγούς).

Το περιβόλι ακτινοβολούσε σαν Ιουδαίος.
Πόσο δυνατό για να μείνει ως το πέρας,
Φιλοξενούμενο σ’ αυτό το θαυμάσιο μέρος,
Σ’ αυτή την πολυτελή αίθουσα της μέρας!

V

Ο ήλιος μόλις άγγιζε το πρωινό,
Το πρωί, ένα πολύ ευτυχισμένο πράγμα,
Που, υποτίθεται, είχε έλθει για να μείνει,
Και η ζωή να είναι άνοιξη για πάντα.

Αυτή ένιωσε πως ήταν υπεράνω,
Ένα ψηλό, αιθέριο πλάσμα μονομιάς.
Άρα, πόσο γιορτή ήταν γι’ αυτήν!
Στο μεταξύ, ο εποχούμενός της βασιλιάς...

Διασχίζοντας τα ωραία περιβόλια,
Με το υπεροπτικό τιμόνι το στιλπνό του
Ν’ αφήνει μία νέα αναγκαιότητα:
Την ανάγκη ενός βασιλικού διαδήματος!

Το πρωινό που φτεροκόπαε ζαλισμένο,
Ένιωθε ανίσχυρο για το στέμμα του τώρα
Και συνεπώς, το ανενόχλητο το μέτωπό του
Ήταν το μόνο που είχε για την ώρα.

VI

Ο πετρίτης είναι το μοναδικό πουλί,
Που μπορεί να διακόπτει την αυγή,
Με βιαστικές κι εκφραστικές αναφορές,
Όταν το Μάρτη έρχεται, τις σπάνιες φορές.

Ο πετρίτης είναι το μοναδικό πτηνό,
Που πετά πάνω απ’ το σούρουπο,
Με την ιδιότητα του αγγελικού,
Ένα Απρίλιο και, πάντως, όχι αργός.

Ο πετρίτης είναι ένας και μοναδικός,
Ακόμη και αφήνοντας τη φωλεά,
Που υποβάλλει πώς το σπίτι, η βεβαιότητα,
Αλλά κι η ιερότητα είναι τα πιο καλά.

VIIΙ

Στο κουκούλι της μπροστά, μια πεταλούδα,
Σαν μια κυρία που βγαίνει από την πόρτα,
Αναδύεται ένα απόγευμα καλοκαιριού,
Και πηγαίνει παντού, όπου δει φώτα.

Χωρίς σχέδιο που να μπορεί ν’ ακολουθεί,
Εκτός του να πλανιέται απέξω στα
Διάφορα μικρομάγαζα της γειτονιάς,
Που μόνο τα τριφύλλια κατανοούν από κοντά.

Κάποιος είδε τη χαριτωμένη της ομπρέλα
Να κοντράρει μ’ έναν ώριμο αγρό,
Που οι αγρότες είχαν ήδη θυμωνιάσει
Και μετά, να κάνει αντίθεση με σύννεφο.

Όπου παρέες, ένα φάντασμα όπως αυτή,
Μοιάζει να πηγαίνει πουθενά μα και παντού.
Σε κύκλους, γύρω-γύρω, άσκοπους,
Σαν να ήταν ένα σόου του Τροπικού.

Και παρόλα ταύτα, μέλισσα που δούλεψε,
Και λουλούδι που με ζήλο έχει ξοδέψει
Αυτό το ακροατήριο των οκνηρών,
Το περιφρονεί απ’ τον ουρανό που στέκει.

Μέχρι τη δύση σέρνεται μια σταθερή παλίρροια,
Οι άνθρωποι που έφτιαξαν τις θυμωνιές του χόρτου,
Και το απόγευμα, κι αυτή η πεταλούδα μας,
Εξαφανίζονται μακριά στο πέλαγός του.

VIII

Πριν σκεφτείς την αναζήτηση,
Εξαίρεσε, ως εικασία,
Ο Θεός, βλέπεις, ευνοεί τον αιφνιδιασμό,
Ένα φιλαράκο σου στον ουρανό
Των ανεξάρτήτων αποχρώσεων,
Μια μικρη, φθαρμένη απ’ τον καιρό,
Αλλά πολύ εμψυχωτική φόρμα,
Σε λουλακί και λιγοστό καφέ χρώμα.

Μ’ ένα είδος τραγουδιού,
Σα να μπορούσες να διαλέξεις.
Στο διάλειμμα, η δοκιμασία
Προχωρεί με εύθυμες αναβολές,
Σε κάποιο ανώτερο δέντρο,
Χωρίς ούτ’ ένα φύλλο.
Και πυροβολεί πτος χάριν κανενός,
Παρά μόνο για τον αγγελικό της εαυτό!

IX

Να μια εναλλακτική όψη στούς λόφους:
Ένα φως της Τύρου που γεμίζει το χωριό.
Μια αυγή που είναι επέκταση από σούρουπο.
Ένα λυκόφως που υποφώσκει στο λιβάδι.
Έν’ αποτύπωμα ποδιού από κιννάβαρι.
Ένα πορφυρό δάχτυλο στην κλιτύ.
Ένα αυθάδες πέταγμα πάνω στο τζάμι.
Μία αράχνη στην τέχνη της και πάλι.
Ένα ακόμη κόρδωμα του πετεινού.
Ένα λουλούδι που αναμένεται παντού.
Ένα διαπεραστικό αξόνι κάποιου δάσους.
Οσμή της φτέρης σε απάτητους δρόμους.
Όλα αυτά κι άλλα που δε μπορώ να πω.
Μια φευγαλέα όψη που την ξέρετε,
Και το μυστήριο του Νικόδημου
Παίρνει την ετήσια απάντησή του.

X

Ζωή είναι τα μικρά καράβια,
Που στην κοιλάδα κοίτονται; η ερώτηση.
Άλλα κουνήσαν το κεφάλι, άλλα, με μάτια γελαστά,
Και άλλα, καμια, μα καμια, απάντηση.
«Ίσως, δε μίλησα σιγά « είπα «και μάταια¨.
«Τι είναι τα μικρούτσικα κρεβάτια,
Τόσο πυκνά πάνω στην πεδιάδα;»
«Το μικρότερο είναι για μαργαρίτα,
Και λίγο πιο πέρα απ’ αυτό,
Για να την ξυπνά, κοντά στην πόρτα,
Είναι το μικρό leontonton.»
«Είναι η ίρις, κύριε, και η αστερούλα,
Η ανεμώνη και το καμπανέλι,
Το batchia στην κόκκινή του κουβερτούλα,
Και το κοντόχονδρο το ασφοδήλι».
Ανάμεσά τους, σε πάρα πολλά λίκνα,
Που διπλώνει με το βιαστικό της ποδαράκι,
Εβούιζε το πιο παράξενο νανούρισμα,
Που λίκνησε ποτέ παιδάκι.
«Σιωπή! Το epirgeus θα ξυπνήσει!
Η ζαφορά κουνάει το καπάκι της,
Της rhodora το μαγουλάκι κοκκινίζει.
Ονειρεύεται το όμορφο δασάκι της.»
Μετά, φεύγοντας απ’ αυτά ως ευλαβής,
«Είναι η ώρα τους για ύπνο» έφερε στα χείλη.
Το βούισμα της μέλισσας θα τα ξυπνήσει,
Όταν θα κοκκινίσουν τα δάση του Απρίλη.»

XI

Πυγμαία σεραφείμ που ξεστρατίζουν,
Βελούδινοι άνθρωποι απ’ τη Βεβαή,
Ομορφιές από χαμένη μέρα, θερινή,
Μια κοινωνία μελισσών που βουίζουν.
Το Παρίσι δε μπορεί να ξεδιπλώσει
Τη σμαραγδένια ζώνη που το έχει ζώσει.
Η Βενετία δε μπορεί να δείξει μια παρειά,
Με μια τόσο λαμπερής πραότητας χροιά..
Ποτέ δεν επιδείχθηκε τέτοια παγίς θανάτου,
Σαν από φύλλο κι από μούρο βάτου,
Για τη μικρή μου, τη Δαμασκηνή βοηθό.

Είχα υιοθετήσει πιο πολύ τη χάρη της, ακόμη
Κι απ’ το διακεκριμένο προσωπείο κάποιου κόμη.
Είχα πιο πολύ ενδιατρίψει σαν κι αυτή,
Παρά αν ήμουν μέγας δούκας του Πετύ.
Για μένα, επίδομα ήταν υπεραρκετό,
Για να νικήσω των μελισσών το βουητό!
XII

Το ν’ ακούς του φλώρου το κελαηδητό,
Μπορεί να φαίνεται πολύ κοινό,
Ή μόνο θείο.
Δεν είναι τόσο του πουλιού αυτό
Το ίδιο το τραγούδι, το ανήκουστο,
Σαν σ’ ένα πλοίο.

Είναι ο τρόπος που τ’ αυτί
Στολίζεται για ν’ ακουστεί,
Σ’ απαίτηση της πίστης.
Έτσι, ανεξαρτήτως ακοής,
Ή κι αν δεν το ακούει κανείς,
Αυτό είναι μέσα της.

«Ο ήχος είναι απ’ το κλαδί»,
Ο άπιστος μου δείχνει εκεί.
Κι εγώ του απαντώ πως όχι.
«Μέσα σου είναι το πουλί,
Μέσα σου κύριε κελαηδεί.
Δική σου η ψυχή που το ‘χει!»

XIII

Ένας απ’ αυτούς που άγγιξε ο Μίδας,
Που όμως, απέτυχε ν’ αγγίξει την ολότητα,
Ήταν αυτός ο έμπιστος κι άσωτος φίλος,
Το πουλί φλώρος με τη μακαριότητα.

Ήταν τόσο μεθυσμένος που τον αποκήρυξε,
Μ’ ένα θείο, αθώο πείραγμα σα νεύμα.
Ήταν τόσο εκθαμβωτικός που τον μπερδέψαμε
Μ’ ένα πυρωμένο κομμάτι από μετάλλευμα.

Ήταν ένας συνήγορος και ένας κλέφτης,
Ένας καλοφαγάς επίκουρος, προδότης.
Κάτι, από νωρίς-νωρίς, σαν ορατόριο,
Μία έκσταση μιας κλάσεως πρώτης.

Ένας Ιησουίτης των περιβολιών,
Που μας απατά, καθώς μας θέλγει,
Με μια ολόκληρη φιάλη από ροδέλαιο,
Για ανάγκες που ο μπαγάσας αποφεύγει.

Ολόκληρο είναι βασίλειο της Μπούρμα,
Το μετέωρο αυτό βήμα των πουλιών,
Αναχωρώντας σα σε μια παρέλαση
Επικών ασμάτων κι επικών ραψωδιών.
Ποτέ δεν πίστεψα ότι ο Ιάσων έψαχνε
Για κάποιο δέρας, αλλά βλέπετε εκείνη
Την εποχή, είχα γίνει μια αγρότισσα,
Με τη σκέψη μου μονάχα στην ειρήνη.

Όμως, δεν υπήρξε ποτέ του ο Ιάσων.
(Παράδοση, συγχώρησέ με και μιλιά!).
Βλέπω τώρα τη χαμένη ανταμοιβή του,
Πάνω σε χρυσή, ολόχρυση μηλιά.

XIV

Φοβήθηκα πολύ τον πρώτο μου πετρίτη,
Αλλά τώρα, είναι πια πειθαρχημένος,
Και τον παρακολουθώ να μεγαλώνει,
Αν κι ακόμη με πληγώνει ο καημένος.

Σκέφτηκα πως αν γινότανε να ζήσω,
Μέχρι να περάσει αυτό που θα χτυπήσει,
Κανένα από τα πουλιά του δάσους,
Δε θα μπορούσε πια να με συντρίψει.

Δεν τόλμησα ν’ απαντήσω τα σφοδίλια,
Από φόβο μη το κίτρινό τους πανωφόρι,
Μ’ άγγιζε κι άθελα με τρυπούσε,
Μ’ ένα τρόπο ξένο σε μια κόρη.

Ευχήθηκα να μεγαλώσει γρήγορα η χλόη,
Έτσι ώστε να έχω το χρόνο να τη δω.
Θα ‘πρεπε να είναι όσο γίνεται ψηλή,
Που να μπορούσε να στραφεί και προς τα ‘δω.

Δε μπορούσα να υποφέρω τα μελίσσια,
Κι ευχόμουν να ‘μεναν μακριά από εμένα.
Σ’ αυτές τιςσκοτεινές χώρες που πηγαίνουν,
Ποια λέξη θα ‘χαν άραγε αυτές για μένα;

Κι όμως, είναι όλα εδώ. Κανένα δεν απέτυχε,
Κανένα μουμπούκι δεν έμεινε μακριά.
Όλα με πολύ ευγενική υπακοή σε μένα,
Τη μεγάλη βασίλισσα του Γολγοθά.

Όλα χαιρετούν, καθώς περνάνε,
Κι εγώ, με τα παιδιακίσια μου φτερά,
Σηκωμένα, λόγω στερημένης γνώσης,
Για τα δικά τους ασυλόγιστα ταμ-τάκια.

XV

Στο δρόμο της εξαφάνισης.
Μ’ ένα περιστρεφόμνο τσέρκι,
Μια αντήχηση σμαραγδιού,
Ένας χείμαρρος κόκκινης βαφής,
Και κάθε μπουμπούκι στο θαμνόκλαδο
Το γερμένο του κεφάλι διευθετεί.
Το ταχυδρομείο από την Τύνιδα, προφανώς,
Μια εύκολη πρωινή πρωινή παλίρροια.
XVI

Οι ουρανοί δε μπορούν να κρατήσουν μυστικό!
Το αποκαλύπτουν στα λοφάκια,
Οι λόφοι το λένε στα περβόλια,
Κι αυτά, μετά, στ’ ασφοδιλάκια!

Επ’ ευκαρία, ένα πουλί που πετά σ’ αυτό το δρόμο,
Τρυφερός του σμήνους επικεφαλής,
Αν μπορούσα να δωροδοκήσω το πουλάκι.
Όποιος ξέρει τι θα μου ‘λεγε, να μου το πεί.

Όμως, τελικά, νομίζω ότι όχι.
Είναι προτιμότερο να μην το ξέρω μόνη,
Αν το καλοκαίρι ήταν αξίωμα,
Τότε, ποια μαγεία θα ‘χε το χιόνι;

Έτσι λοιπόν, κράτα το μυστικό Πατέρα!
Αν μπορούσα, δε ήθελα να ξέρω, Φως μου,
Τι τα ζαφειρένια συννεφάκια θε να κάνουν
Στο διαμορφωμένο σου, το νέο κόσμο!

XVII

Ποιος να λήστεψε τα δάση,
Τα έμπιστα μας τα δασάκια;
Τα ανυποψίαστα μας δέντρα;
Έβγαλαν κολιτσίδες μα και βρύα,
Τη φαντασία τους για ευχαρίστηση.
Αυτός, περίεργος, εσάρωσε τα μπιχλιμπιδια .
Αυτός τ’ άρπαξε και τα ‘φερε μακριά τους.
Ποιο θα είναι το επίσημο του κώνειο,
Κα τι θα πει το δέντρο της ελάτης;

Δυο πεταλούδες βγήκανε το μεσημέρι.,
Και βαλσάρισαν πάνω στον ποταμό,
Μετά, πετάξαν κατ’ ευθείαν στο στερέωμα,
Και παρέμειναν σε μια ηλιακτίδα πάνω.

Και μετά, έφυγαν ακόμη πιο μακριά,
Πάνω σε μια θάλασσα σαν αστραπή.
Αν και ποτέ και σε κανένα λιμάνι,
Ο ερχομός τους δε θα νακοινωθεί.

Αν μιλούσε από απόσταση ένα πουλί,
Αν συναντιόντουσαν σε θάλασσα αιθέρια,
Από μια ταξιαρχία ή έμπορο η αναφορά,
Ποτέ δε θα ‘φτανε στα δικά μου χέρια.

XVIII

Ξεκίνησα νωρίς, πήρα και το σκυλί μου,
Και επισκέφθηκα τη θάλασσά μου.
Οι νεράιδες μέσα στο υπόγειο μας
Βγήκανε έξω και ήρθανε κοντά μου.

Οι ταξιαρχίες στο πάνω-πάνω πάτωμα,
Άπλωσαν τα καναβνια χέρια τους απάνω,
Νομίζοντας ότι εγώ ήμουνα ποντίκι,
Ένα μόλις όροφο πάνω στην άμμο.

Όμως, κανείς δε με πλησίασε, μέχρι
Που η παλίρροια έφτασε στο πόδι μου,
Πέρασε και τη ζώνη των ποδιών μου,
Και, τελικά, έφτασε στο στήθος μου.

Κι έκανε σα να με είχε φάει,
Ολόκληρη, όπως μια πάχνη εδώ,
Πάνω σ’ ενός μανιταριού μανίκι.
Ύστερα πάλι, ξανάρχισα κι εγώ.

Κι αυτή, αυτή με ακολούθησε από κοντά.
Ένιωθα την ασημένια φτέρνα της
Πάνω στον αστράγαλο και στο παπούτσι μου,
Θα ξαχείλιζε μ’ αυτή την πέρλα της.

Μέχρι που φτάσμε στης πόλης τη στεριά,
Όπου κενένας δεν άδειχνε να είχε μάθει,
Υποκλινόμενη, με μια όψη καθώς
Σε μένα, η θάλασσα ίχε αποσυρθεί.

XX

«Άρκτος» είναι το επίσημ’ όνομά του.
-Όμως, εγώ τον ονομάζω «αστέρια»!
Είναι τόσο, για την επιστήμη, ασεβές
Να επεμβαίνει στα δικά μου τα τεφτέρια!

Πήρα ένα λουλούδι από το δάσος,
Κι ένα τέρας μ’ ένα μάτι από γυαλί,
Μετράει του στήμονα το μήκος
Και το κατατάσσει σε μια μόνο γραμμή.

Μετά, πήρα μία πεταλούδα,
Και την έβαλα στο καπελάκι μου.
Η επιστήμη αυτή τη βάζει σε βιτρίνα,
Και ξεχνάω και τριφύλλι κι εντομάκι μου.

Αυτό που ονομάζουνε ζενίθ, κάποτε ήταν
Ο παράδεισος που ‘μαθα ν’ αγαπάω.
Όταν η σύνοψη του χρόνου μασκαρεύτηκε,
Έγινε σχέδιο και χάρτης. Πού να πάω;

Τι κι αν αυτοί εκεί χοροπηδάνε
Και στέκουν ανάποδα και περιπαίζουν,
Ελπίζω να ‘μαι εέτοιμη και για χειρότερα,
Όποιο παιγνίδι κι αν αυτοί μου παίζουν!

Μπορεί η βασιλεία των Ουρανών να έχει αλλάξει!
Ελπίζω όμως ότι τα παιδάκια εκεί πάνω,
Να παραμένουν της παλιάς καλής σχολής
Και να μη δουλεύουν εμένα όταν φτάνω!

Ελπίζω ακόμη ότι ο πατέρας τ’ ουρανού
Θα πάρει μαζί του το μικρό βλαστάρι,
Παλιάς σχολής, άτακτο ή οτιδήποτε,
Πάνω στη σκάλα του από μαργαριτάρι!

XΧI

Μια τρομερή θύελα συμφύρθηκε με τον αέρα,
Τα σύννεφα έγιναν ισχνά, μικρά κομμάτια,.
Μια μαυρίλα σα μανδύας ουράνιου φάσματος,
Έκρυψε ουρανό και γη από τα μάτια.

Πλάσματα καγχάζαν στις στέγες των σπιτιών,
Και σφυρίζαν στον αέρα μανιασμένα,
Έτριζανν τα δόντια και κουνούσαν τις γροθιές,
Κι ανεμίζαν τα μαλλιά τους τρελαμένα..

Ήρθε, όμως, η αυγή, ξυπνήσαν τα πουλιά,.
Και του τέρατος τα μάτια, τα ξεθωριασμένα
Γύρισαν αργά προς τη γενέθλια γη,
Κι έγινε πάλι ησυχία Παραδεισένια.

XXII

Ένα σύμπαν από άργυρο,
Με σκοινιά από σκέτη άμμο,
Για να το κρατήσει άσβηστο
Από την τροχιά στη γη απάνω.

XXIII

Ένα πουλί ήρθε εκεί που περπατούς.
Δεν πρόσεξε ότι το είχα δει.
Έκοψε μια σκουλήκα στα μισά,
Και έφαγε τη φίλη μου ωμή.

Ύστερα, ήπιε μια δροσοσταλίδα,
Από ένα βολικό βλαστάρι,
Μετά, πήδηξε λοξά τον τοίχο, για
Ν’ αφήσει να περάσει ένα σκαθάρι.

Το κοίταξε αστραπιαία με μάτια,
Γεμάτα τρόμο κι ύστερα, πάλι,
Βιάστηκε να πετάξει μακριά,
Κουνώντας το βαλούδινο κεφάλι.

Όπως κάποιος εν κινδύνω, συνετά,
Του πρόσφερα ένα ψιχουλάκι,
Κι αυτό άνοιξε πάλι τα φτερά,
Και πέταξε σε πιο γλυκό σπιτάκι.
Πιο ασημένιο από όσο τα κουπιά
σχίζουν τη θάλασσα σε μια γραμμή,
Ή οι πεταλούδες στις όχθες του μεσημεριού,
Πηδούν, χωρίς πιτσίλισμα, σαν κύκνοι.
XXIV

Ένας μικρός φιλαράκος στο γρασίδι
Καλπάζει περιστασιακά.
Μπορεί να τον έχετε συναντήσει ή όχι.
Η παρουσία του συμβαίνει ξαφνικά.

Διασχίζει το χορτάρι σα μια χτένα,
Και φαίνεται σαν διάστικτος βλαστός.
Ύστερα, κλείνεται μπροστά στα πόδια,
Και προχωράει εμπρός ολοταχώς.

Του αρέσει ο αγρός των γουρουνιών,
Έδαφος πολύ ψυχρό να καλλιεργηθεί.
Και σαν παιδάκι ξεπαπούτσωτο,
Πολύ συχνα τον συναντούσα την αυγή.

Τότε νόμιζα, περνούσε σα μαστίγιο,
Ατύλιχτο, τον ήλιο ν’ απολαύσει,
Όταν, ζαρώνοντας για ασφάλεια,
Έπαιρνε πάλι τυλιγμένη στάση.

Πολλά από τα πλάσματα της φύσης
Τα ξέρω, και με ξέρουν ως μεγάλη.
Αισθάνομαι γι’ αυτά εγκαρδιότητα
Σα να τα είχα π΄ρει στην αγκάλη.

Όμως, ποτέ δεν είδα αυτό το φίλο,
Με συντροφιά ή κι ολομάναχο,
Χωρίς να μου κόβεται η αναπνοή
Και δίχως ένα ρίγος ως το κόκαλο.

XXV

Το μανητάρι είναι το δαομόνιο των φυτών.
Κάθε δράδυ, εξαφανίζεται.
Το πρωί, βάζει το καπελάκι του,
Και σε κόκκινο ύφος, μόνο του, ζυγίζεται...
Σα να ‘ναι πάντοτε πισαρισμένο.
Ακόμη και σε του τη καλημέρα,
Ειναι κοντύτερο από αναβολή ενός φιδιού,
Και πιο σύντομο από μια αίρα.

Είναι ο ζογκλέρ των λουλουδιών,
Είναι του άλλοθι το σπερματάκι.
Σα μία σαπυνόφουσκα καθυστερεί,
Και σα μια φούσκα βιάζεται να σκάσει.

Νιώθει σαν τη χλόη, ευχαριστημένο,
Που μπορούν να το διακόπτουν,
Αυτό το μυσικό λάθρο γόνο,
Από του θέρους το προφυλακτικό.

Αν η φύση είχε ένα πρόσωπο,
Αν είχε γιο περιφρονημένο κι άχρηστο,
Αν είχε η φύση έναν Ίωνα κοκοφιότη,
Το μανιτάρι θα ‘ταν το παιδί αυτό.

XXVI

Ήρθε ένας άνεμος σα σάλπιγγα,
Και τρεμούλιασε ανάμεσα στη χλόη,
Και ένα πράσινο ρίγος πάνω στον καύσωνα.
Το π’ερασμά του ήταν τόσο δυσοίωνο,
Που αμπαρώσαμε παράθυρα και πόρτες,
Σαν ένα σμαραγδένιο στοιχειό.
Το ηλεκτρικό φίδι της θείας καταδίκης,
Αυτό το πολύ στιγμιαίο πέρασε
Πάνω από το παράξενο πλήθος των λαχανιασμένων
Δέντρων και φρακτών και μακριά μας έφυγε.

Και τότε, τα ποτάμια που διέσχιζαν τα σπίτια,
Φανήκανε να ζουν ξανά.
Η καμπάνα στο καμπαναριό ήχησε άγρια,
Και οι ειδήσεις πέταξαν στροβιλίζοντας.
Άραγε, πόσο πολύ γρήγορα μπορεί να έρθει πάλι,
Και πόσο γρήγορα να φύγει μακριά,
Κι ακόμη, πόσο απ’ αυτό το ίδιο
Θα κατοικήσει μόνιμα εδώ;

XXVII

Μια αραχνούλα ύφαινε το βράδυ,
Χωρίς φως
και μέσα στο σκοτάδι,
Πάνω σε μια αψίδα από λευκό.
Αν μιας κυρίας ήτανε μετάξι,
Ή ένα σάβανο φαντάσματος,
Το ξέρει μόνο αυτή.
Αιώνιας αθανασίας
Η στρατηγική της
Είναι μία αυθεντία.

XXVIII

Ξέρω ένα μέρος που, το καλοκαίρι,
Με πολύ συνηθισμένη παγωνιά,
Κάθε χρόνο οδηγεί τις μαργαρίτες πίσω,
Αναφέροντας «χαμένες», πολύ λακωνικά.

Μα όταν ο νοτιάς κουνά τις λίμνες,
Και στριγγλίζει στα δρομάκια,
Η καρδιά του το εμπνέει γι’ αυτόν τώρα,
Ν’ απαγγέλλει τ’ απαλά του τραγουδάκια.

Μέσα στην αγκαλιά του αδάμαντα,
Και των πιπεριών και της δροσιάς,
Αυτός σκληραίνει ήσυχα σε χαλαζία,
Πάνω στο κεχριμπαρένιο μια ροδιάς.

XXIX

Αυτός που θα μπορούσε ν’ αναπλάσσει μια ημέρα,
Θα ήταν μεγαλύτερος κι από αυτήν, αν και
Ο μικρότερος ίσως των ανθρώπων.
Κι αυτός που θα μπορούσε να παράγει ήλιο,
Σε μια περίοδο που εκείνος φεύγει,
Την αστραπή και τις κηλίδες, εννοώ,
Όταν η Ανατολή θα έχει παραμεγαλώσει,
Και η Δύση θα έχει γίνει αγνώριστη,
Το όνομά του θα μείνει στον άπαντα αιώνα.
XXX

Ο άνεμος μου χτύπησε σαν κουρασμένος άνθρωπος,
Και εγώ, ως οικοδεσπότης, είπα «έλα».
Τολμηρά απάντησα και τον έβαλα μετά
Στην κατοικία μου πιο μέσα.

Ένας βασιλιάς, ξυπόλυτος μυσαφιραίος,
Που ήταν τόσο αδύνατο μία καρέκλα
Να του προσφέρω όσο το χέρι ,
Ένα ανάκλιντρο ήταν στον αέρα.

Δεν είχε σκελετό να κάμψει,
Η μιλιά του ήτανε σαν ώθηση,
Πολυάριθμων πουλιών που βούηζαν
Από έναν θάμνο πιο ψηλά απ’ τα δάση.
Ο λογαριαμός ήταν ένα μαξιλάρι.
Σαν να είχε τα δάχτυλά περάσει,
Άφησε μια μουσική σαν από τόνους
Κι έκανε το τζάμι μου να τρεμοιυλιάσει

Με επισκέφθηκε, ακόμη φτερουγίζοντας,
Μετά, σαν ένας κύριος μετά από μάχη,
Χτύπησε πάλι κι έφυγε φυσώντας,
Και εγώ απέμεινα πάλι μονάχη.

XXXI

Tο κίτρινο είναι το πιο σπάνιο
Από τ’ άλλα χρώματα της φύσης.
Το φυλάει όλο γι’ αυτό το άσωτο,
Το μπλέ βαθή της δύσης.

Ξοδεύει άλικο σε μια γυναίκα,
Μα το κίτρινο το παρέχει
Φειδωλά σαν έναν εραστή,
Που λίγα λόγια έχει.

XXXII

Τα φύλλα υποχρεώνουν, σα γυναίκες,
Σε ιδιοφυή εχεμύθεια,
Κάτι σα νεύματα και κάτι ποιυ ομοιάζει
Με δυσοίωνα επιμύθια.

Τα μέρη και στις δύο περιπτώσεις,
Απολαύουν μυστικής εμπιστοσύνης,
Συμπαγούς κι απαραβίαστης,
Σαν αυτή μιας κακής, ανίερης φήμης.

XΧXΙΙΙ

Πόσο ευτυχής είναι η πετρούλα,
Που πλανάται στο δρόμο, μοναχούλα,
Και δεν ενδιαφέρεται για σταδιοδρομία,
Ούτε φοβάται απαίτηση καμία.
Αυτής, το παλιό καφέ της φόρεμα,
Της το φόρεσε του σύμπαντος το πέρασμα,
Κι ανεξάρτητη το ίδιο σαν τον ήλιο,
Λάμπει μοναχή ή με κάποιο φίλο,
Θεσπίζοντας διατάγματα με απολυτότητα,
Μέσα σε μιαν ανέμελη απλότητα.

XΧΧΙV

Ακούστηκε σαν ο δρόμος να έτρεχε
Και μετά, έμεινε ακίνητος ο χρόνος.
Το στο παράθυρο, ήταν η έκλειψη,
Και το μόνο που νιώθαμε, ο τρόμος.

Σε λίγο, ο πιο γενναίος στόλος βγήκε έξω,
Να δει αν ο χρόνος ήταν εδώ πέρα.
Η φύση φόρεσε τη βηρύλινη ποδιά της,
Και ανέμιξε νέο, πιο φρέσκο αέρα.

XXXV

O ποντικός είναι ο πιο σύντομος ένοικος.
Δεν πληρώνει, ούτε ενοικιάζει,
Δεν αποδέχεται καμιά υποχρέωση,
Κι ούτε προθέσεις σχεδιάζει.

Αρνούμενο την ευφυία μας,
Να ηχούμε ή να καταστρατηγούμε,
Το μίσος δε μπορεί να βλάψει πια
Έναν εχθρό που δεν ακούμε.

Κανένα, μα κανένα διάταγμα
Δεν τον απαγορεέυι, στην ουσία.
Καθένας είναι ένας νόμος μόνος του,
Σα μια ενδελεχής ισορροπία.

XXXVI

Συχνά, το δάσος είναι ροζ.
Συχνά, γίνεται και καφετί.
Συχνά, πίσω απ’ την πόλη μου,
Οι λόφοι παραμένουνε γυμνοί.

Συχνά, ένα κεφάλι στεφανώνεται.
Είχα τη συνήθεια να πάω να το δω,
Όσο συχνά μια, λεστω, χαραμάδα
Υπήρχε, φυσικά, εδώ.

Κι η γη, στον άξονά της περιστέφεται,
Όπως μου λένε όλοι τώρα.
Τι υπέροχη αυτή η περιστροφή,
Μα μόνο κάθε δωδεκάτη ώρα!

XXXVII

O αέρας άρχισε να κυλάει στο γρασίδι,
Απειλώντας τους ήχους και το νόμο,
Και εκτοξεύοντας στη γη μια φοβέρα
Κι άλλη μια στον ουράνιο κόσμο.

Τα φύλλα ξεμαάκρυναν από τα δέντρα,
Και άρχισαν να φεύγουν εκτός.
Η σκόνη αυτοσαρώθηκε, σαν με τα χέρια
Και έφυγε μακριά, κουρνιαχτός.

Τα καμιόνια βιάστηκαν στους δρόμους,
Η καταιγίδα έσπευσε στην τύχη,
Ηαστραπή έδειξε ένα κλιτρινο ράμφος,
Και μετά, ένα μαυροκίτρινο νύχι.

Τα πουλιά σηκώσαν τις μπάρες στις φωλιές,
Τα βόδια σπεύσανε στους σταύλους,
Ήρθε σταγόνα μιας γιγάντιας βροχής,
Και μετά, έβρεξε όγκους μεγάλους.

Σα να είχαν ανοίξει ένα φράγμα,
Τα νερά εξαφάνισαν τον ουρανό,
Που όμως, προστάτευε το πατρικό μου σπίτι,
Και που μόνο έσχισε ένα δέντρο στα δυο.

XXXVIII

Οι νότιοι άνεμοι τις παραγκώνισαν.
Όμως, οι μέλισσες έρχονται,
Πετούν, διστάζουν, πίνουν,
Φεύγουν και ξαναέρχονται.
Στο ταξίδι τους για το Κασμίρ,
Οι πεταλούδες κάνουνε στάση,
Κι εγώ τις μαδάω όσο γίνεται απαλά,
Και τις βάζω στο εικονοστάσι.

XXXXIX

Φέρτε μου τη δύση σε μια κούπα,
Γεμίστε μου τις κανάτες της αυγής,
Και κάντε μου μετά λογαριασμό.
Πείτε μου μακριά πηδάει το πρωί,
Πείτε μου: πότε κοιμάται ο υφαντής,
Που ύφανε το μπλε ουρανό;

Γράψτε μου πόσες νότες υπάρχουν
Στην καινούρια έκσταση του πετρίτη,
Ανάμεσα στα έκπληκτα κλαδιά.
Πόσα ταξίδια κάνει η χελώνα, και
Σε πόσα φλιτζάνια η μέλισσα μετέχει,
Η αχόρταγη αυτή της δροσιάς;

Ποιος βάζει του ουράνιου τόξου τους πυλώνες;
Ποιος οδηγεί τις ευλαβέστατες σφαίρες,
Με βεργούλες από απαλότατο μπλε;
Τίνος τα δάχτυλα στρίβουν το σταλακτίτη;
Ποιος μετρά τα νομίσματα, τη νύχτα,
Για να δούμε πως κανείς δεν έχει οφειλές;

XL

Σκουπίζει με ένα πολύχρωμο σάρωθρο,
Αφήνοντας πίσω της μόνο τα ράκη.
Ω, νοικοκυρά μέσα στο σούρουπο,
Γύρισε πίσω και ξεσκόνισε μονάχα το λιμνάκι!

Εστάλαξες μέσα του ένα πορφυρό,
Ένα κεχριμπαρένιο εκτυλισσόμενο υφάδι,
Και τώρα, έντυσες όλη την Ανατολή
Με ρούχα από αστραφτερό σμαράγδι.
Κι ακόμη διπλώνει το διάστικτο σάρωθρο,
Κι ακόμη η ποδιά της πετάει,
Μέχρι που το σάρωθρο ξεθώριασε στα άστρα,
Και μόνο τότε φεύγει, λέει, και πάει.

XLI

Σαν έντονα κόκκινα φώτα της σκηνής,
Στις βάσεις των δέντρων, στα φυτά,
Τα θεατρικά έργα της μέρας
Άρχισαν την παράσταση σ’ αυτά.

Και τότε, το σύμπαν χειροκρότησε,
Ενώ επικεφαλής του πλήθους, εδώ,
Με τη δύναμη του βασιλικού τους ρούχου,
Το σύμπαν διέκρινε εμένα ωα Θεό.

XLII

Σε θάλασσες ασφοδελιών,
Όπου τα πορφυρένια πλοία αγκυροβολούν,
Ανακατώνονται της φαντασίας οι ναύτες,
Και τότε, την αποβάθρα σταθεροποιούν.

XLIIΙ

Φλέγεται σε χρυσαφί και σβήνεται σε πορφυρό,
Πηδάει σα λεοπάρδαλη στον ουρανό και μάνι,
Μετά, στα πόδια του γέρου μου ορίζοντα,
Γέρνει το διάστικτο κεφάλι, να πεθάνει.

Σκύβει χαμηλά ως της κουζινας το παράθυρο,
Αγγίζει τη στέγη του σπιτιού, το στάβλο χρωματίζει,
Το καπέλο του φιλάει το λιβάδι ως την άκρη,
Κι ο ζογκλέρ της μέρας, πάει και δε γυρίζει!

XLIV

Το καλοκαίρι είναι πιο μακρύ απ’ τα πουλιά,
Πιο παθητικο από όσο η ίδια η χλόη,
Ένας ελάχιστος λαός πανηγυρίζει
Τότε το ανεμπόδιστό του μπόι.

Καμία διάταξη στη θέασή του,
Και τόσο βαθμιαία η ευλογία του,
Γίνεται μία λογική συνήθεια,
Που κάνει πιο πλατιά την ερημία του.

Κατά της έρευνας είναι το μεσημέρι,
Όταν ο Αύγουστος, στη φλογερή του διάσταση,
Καλεί αυτό το φασματικό τραγούδι
Να απεικονίσει την ανάπαυση.

Μετριασμένη μετά, και δίχως ευλογία,
Χωρίς ούτε ρυτίδα στη λάμψη της, στη δύση,
Μια ακόμη διαφορά Δρυίδη
Προάγει πςερισσότερο τη φύση.

XLV

Το καλοκαίρι γλίστρισε μακριά,
Ανεπαίσθητα, όπως η θλίψη,
Ανεπαισθήτως ήρθε κι έφυγε πάλι,
Δείχνοντας την κακή του πίστη.

Μια αποσταγμένη ησυχία,
Σαν το μακρύ λυκόφωτο άρχισε,,
Ή σαν τη Φύση που ξοδεύει τον εαυτό της,
Το απόγευμα αυτό ξεχώρισε.

Του σούρουπου η δροσιά ήρθε πιο νωρίς,
Το ξένο πρωινό μας έλαμψε σαν ξένος,
Μια χάρη ευγενής μα βασανιστική,
Σα φιλοξενούμενος, έφυγς εσπευσμένως

Και έτσι, χωρίς καν μια φτερούγα,
Χωρίς καν την καρίνα του πλοίου,
Το καλοκαίρι μας άφησε να δραπετεύει
Το φώς του σ’ όλο του το μεγαλείο.

XLVΙ

Δε μπορεί να είναι καλοκαίρι - αυτό έφυγε ήδη.
Και για άνοιξη, είναι ακόμη ενωρίς.
Πρέπει να διασχίσει αυτή την κατάλευκη πόλη,
Πριν έρθει πάλι ο τραγουδιστής.

Και δε μπορεί να πεθάνει – είναι ακόμη κόκκινο.
Το πεθαμένο θα φύγει μέσα σε λευκό.
Έτσι, η δύση κλείνει την ερώτησ’η μου
Με πόρπες από ολοκάθαρο χρυσό.

XLVΙΙ

Η γεντιανή κυματίζει τα μαλλιά της,
Ο αργαλιός του σφενδαμιού, κόκινη παρλάτα,
Τα μπουμπούκια μου που αναχωρούνε,
Ίσα-ίσα προλαβαίνουν την παράτα.

Μια σύντομη, μα υπομονετική αρρώστεια,
Απαιτεί μία ώρα προετοιμασία,
Και μία πριν απ’ το πρωί ετούτο,
Των αγγέλων είναι εκεί η παρουσία.

Ήταν μια σύΝτομη διαδικασία.
Το μπόμπολικ ήτανε κιόλας εκεί,
Μια ηλικιωμένη μέλισσα μας μίλησε,
Και μετά, γονάτισε για προσευχή.

Πιστέψαμε πως ήταν πρόθυμη.
Τη ρωτήσαμε αν μπορούσε, ίσως
«Καλοκα’ιρι, αδελφούλα, άγγελέ μας,
Άφησέ μας να ‘ρθουμε μαζί σου!»

Στο όνομα της μελισσοκομίας
Συν της πεταλουδίτσας, συν
Της αύρας που μας δρόσιζε,
Κι αυτήν κι εμάς, Αμήν!

XLVΙΙΙ

Ο Θεούλης έπλασε μια μικρούλα ελιά,
Αυτή προσπάθησε να γίνει τριανταφυλλιά,
Μα απέτυχε και το καλοκαίρι γέλασε μαζί της.
Όμως, λίγο πριν έρθει ο χειμώνας,
Ήρθε ένας κατακόκκινος λιμώνας,
Που κατοίκησε ολόκληρο το λόφο.
Το καλοκαίρι το έκρυψε κι αυτό,
Και να πάλι, ο γέλωτας κι ο χλευασμός.
Το δικό του κλίμα είναι ο παγετός.
Και η Τυριανή ακόμη δε θα ‘ρχόταν,
Αν δε της το επέτρεπε ο ψυχρός Βοριάς:
«Δημιουργέ, ν’ ανθίσω μονομιάς;»

XLΙΧ

Εκτός απ’ το φθινόπωρο, οι ποιητές υμνούν
Ελάχιστες μέρες πεζές,
Όπως εκείνες με το χιόνι,
Η της ομίχλης τις μελαγχολικές.

Ελάχιστα χαρούμενα πρωινά,
Κι ελάχιστα ασκητικά βραδάκια
Οδήγησαν του Μίστερ Μπράιαν το ραβδί,
Και του Μίστερ Τόμσον τα δεματάκια.

Ακίνητη είναι η ταραχή του ποταμού, και
Σφραγισμένες οι βαλβίδες των χρωμάτων.
Υπνωτισμένα τα δάχτυλα αγγίζουν
Τα μάτια άπειρων διαβολάκων.

Ίσως, ένας σκίουρος μπορεί να περιμένει
Να μοιραστεί το αίσθημα που μένει.
Αξίωσέ με Κύριε, με ηλιόλουστό σου νεύμα,
Να αντέξω των θορύβων σου το πνεύμα!

L

Κοσκινίζει με τα μολυβένια κόσκινά του,
Και πουδράρει του δάσους.μας τον κόσμο,
Ύστερα γεμίζει με αλαβάστρινο μαλλί
Τις ρυτίδες που θα βρει στο δρόμο.

Δημιουργεί ένα πρόσωπο ομοιόμορφο,
Από βουνά και πεδιάδα πάλι,
Αδιάσπαστο απ’ τη μιαν ανατολή
Έως την ανατολή την άλλη.

Φθάνει μέχρι και το φράχτη μας,
Και τυλίγει ένα-ένα καγκελάκια,
Ώσπου αυτός να χαθεί μες στο μαλλί,
Και να εκτοξεύσει κρυστάλλινα βελάκια.

Σε σωρούς και θυμωνίτσες και κλαδιά,
Στόν άδειο-άδειο χώρο του καλοκαιριού,
Στρέματα από ραφές εκεί που ήταν άλλοτε
Ακατάγραπτες σοδειές, αλλά για χάρη τους.

Τσαλακώνει και των στύλων τα χεράκια,
Σαν τους αστραγάλους μίας βασιλίσσης,
Μετά, ακινητοποιεί τους τεχνίτες σα στοιχειά,
Που αρνούνται ότι ήταν έτσι πριν, επίσης.

LI

Κανένας στρατηγός όλο το χρόνο,
Σαν τον Κούκο δεν είναι τόσο αστός,
Γείτονας και πολεμιστής συγχρόνως
Και τόσο, μα τόσο-τόσο χαρωπός!

Όταν οι άνεμοι μας καταδιώκουν,
Μία του Φεβρουαρίου μέρα,
Ο αδελφός αυτός του κόσμου
Δεν πάει ούτε ρούπι παραπέρα.

Είναι άριστος φίλος με το χιόνι.
Τους έχω δει να παίζουν συντροφιά,
Όταν ο ουράνιος θόλος μας πλακώνει
Με τόσο μαύρη, τόσο μαύρη συννεφιά.

Νομίζω ότι πρέπει ν’ απολογηθεί
Αυτός πους με τον ουρανό μαλώνει,
Γιατί αυτή του η συνοφρύωση
Τρέφει του κούκου μας την τόλμη.

Το μαξιλάρι αυτού του κεφαλιού
Είναι και παραμένει αειθαλές,
Ενώ το ετοιμοπόλεμο κελάρι του
Είναι γεμάτο με άγνωστες τροφές.

Ο τύπος του, τονωτικό είναι για μένα,
Το μέλλον του, δεν το το συζητάω.
Είναι κρίμα που ο γείτονας δε μπαίνει
Στον κατάλογο των αθανάτων.

LII

Νέα ποδαράκια στον κήπο μας βαδίζουν.
Νέα δάχτυλα το χώμα μας σκαλίζουν.
Ένας τροβαδούρος πάνω στη φτελιά μας .
Και να η διακοπή στη μοναξιά μας.

Νέα παιδάκια πάζουν στον κηπάκο.
Νέοι κουραμένοι κοιμούνται εκεί, πιο κάτω.
Κι ακόμη εμένα άνοιξη μου μυρίζει.
Κι ακόμη θα μπορούσε να χιονίζει!

LIII

Ροζ, μικρή και τυπική,
Προσιτή κι ευωδιαστή,
Κκεπασμένη Απρίλη μήνα,
Και κρυμμένη απ’ τη ρουτίνα.

Ακριβούτσικη στο βρύο.
Γνωστότατη απ’ το λοφίο,
Ύστερα έρχεται επί τόπου,
Στην ψυχούλα του ανθρώπου.
Τολμηρή και παινεμένη,
Και με σένα στολισμένη,
Δροσερή σαν το κεράσι,
Η Φύση αρνείται να γεράσει.

LΙV

Της μελισσούλας το βουνό,
Μια μαγεία μου αποφέρει.
Αν με ρωτήσετε, δε μ’ ενδιαφέρει,
Κι ούτε μπορώ να σας το πω.

Το κόκκινο επάνω στο βουνό,
Που υπάρχει χωρίς να μας ρωτήσει,
Αν κάποιος χλευασμό θελήσει,
Προσοχή, γιατί ο Θεός είναι εδώ,

Το σπάσιμο της μέρας μας στα δυό
Προστέθηκε στη μοίρα μας επίσης,
Κι αν έχεις απορία και με ρωτήσεις,
Αυτός που μας σχεδίασε και πάλι θα σου πω.

LV

Μήπως δε θέλεις ν’ αγοράσεις το λουλούδι;
Μα εγώ δεν το πουλάω, θα σου πω.
Αν θέλεις, μπορώ να στο δανείσω,
Μέχρι τουασφοδιλιού τον ερχομό,

Που λύνει το κόκκινο του καπελάκι,
Κάτω απ’ την πόρτα του χωριού,
Μέχρι οι μέλισσες νάρθουν για νέκταρ,
Μέσα απ’ τις σειρές του τριφυλλιού.

Θα στο δανείσω ως τότε, τώρα,
Μα ούτε μία παραπάνω ώρα!

LVI

Τη μέλισσα διόλου την ενδιαφέρει
Το μελιού η γενεαλογία.
Κάθε λουλουδάκι που μελάκι φέρει,
Είναι γι’ αυτήν μια αριστοκρατία!.

LVII

Κάποιοι κρατούν την Κυριακή να παν στην εκκλησία.
Εγώ την κρατώ για το δωμάτιό μου,
Με ένα μπομπολίκ για χορωδία,
Και για τρούλο, το δεντρόκηπό μου.

Κάποιοι κρατούν το Σάββατο για ράσο.
Εγώ, απλώς, φοράω τα φτερούγια,
Και στη θέση του κωδωνοκρούστη,
Έχω του νεωκόρου τα τραγούδια.

Ο Θεός κηρύσσει κι είναι σπουδαίος κληρικός,
Και ο λόγος του είναι πάντα σύντομος.
Έτσι, αντί να πηγαίνω πάνω που είναο ο ουρανός.
Εγώ πηγαίνω μόνο ίσια και εμπρός!

LVIII

Η μέλισσα πια δε με φοβάται,
Και την πεταλούδα τη γνωρίζω.
Τα χαριτωμένα δασικά ζωάκια
Με λαμβάνουν φιλικά και εγκαρδίως.

Τα ρυάκια δε γελάνε, όταν έρχομαι,
Και η αύρα παίζει το ριζάρι.
Γιατί τα μάτια μου ασήμι σε καλύπτουν,
Γιατί ω καλοκαιρινή μέρα τον Αλωνάρη;

LIX

Μερικά ουράνια τόξα πού ‘ρχονται απ’ το Ναδίρ,
Και κάποιο όραμα απ’ τον κόσμο του Κασμίρ,
Ή, αλλού ενός ταού την πορφυρή ακολουθία,
Που μαδάει τα φτερά του στην πλατεία,
Και τα σκορπάει απλόχερα στη Φύση.
Εγώ τα βλέπω μόνο με την πίστη!

Η ονειρώδης κίνηση της πεταλούδας,
Η επανάληψη στη δίνη μιας λιμνούλας,
Του περισινού διαχωρισμένου ήχου,
Πριγκιπέσσες-μέλισσες σε στίχο,
Σε διμοιρίες σιγομουρμουρίζουν,
Σαν από πύργο του ηλίου να γυρίζουν!
Οι πετρίτες στέκουν σήμερα μη μόνοι,
Σαν τις χθεσινές νιφάδες απ’ το χιόνι,
Γεμάτα τα κλαδιά, η στέγη και ο φράκτης,
Η ορχιδέα δένει πάνω τα φτερά της,
Για τον αγαπημένο της, τον Κύριο Ήλιο,
Που επισκέπτεται ξανά το σκύλο!

Αμέτρητο και δίχως στρατηγίσκο,
Ένα σύνταγμα δασών κι άλλων λοφίσκων,
Σε απόσταση λαμπρή, λαμπρό καθήκον.
Για δείτε! Τίνος είναι αυτό το πλήθος;
Ποίων θαλασσών παιδάκια είναι τώρα,
Ή ποια εξωτική της Κιρκασίας χώρα;

LX

Η χλόη δεν έχει και πολλά να κάνει.
Μία σφαίρα μόνο από πράσινο κι απλή,
Τις πεταλούδες για να επωάσει,
Και τις μέλισσες να περιποιηθεί.

Και να δονείται όλη μέρα απ’ τους ήχους,
Που η αύρα μεταφέρει ως εδώ,
Και να παίρνει αγκαλιά το φίλο ήλιο,
Και να υποκλίνεται στα πάντα με αιδώ.

Να κεντάει τη νυχτερινή δροσιά σαν πέρλες,
Και να γίνεται η ίδια τόσο δα μοιραία,
Μία δούκισσα έναι ένα τίποτα, καθόλου
Μπροστά σ’ αυτή τη θεία πανωραία.

Κι όταν ακόμη έρθει το τέλος της ζωής της,
Να περνά σε οσμές και ευωδίες,
Καθώς τ’ αρώματα πάνε για ύπνο,
Η σε φύλακα του πεύκου και ουσίες.

Και μετά, ξερός σανός στο σταύλο,
Να ονειρεύεται άραγε πόσα, πόσα;
Το γρασίδι έχει λιγοστά να κάνει,
Που μακάρι να είχα κι εγώ μονάχα τόσα!

LXI

Μικρό δρομάκι, αχειροποίητο,
Μα πάντως, ορατό στο μάτι,
Κατάλληλο για κάρο μέλισσας
Και προσιτό στης πεταλούδας το αμάξι.

Δε μπορώ να πω με βεβαιότητα,
Αν υπήρχε πριν την πόλη, εδώ πέρα.
Όμως, κανένα, μα κανένα άλλο όχημα
Δε με ταξιδεύει τόσο άνετα κι ωραία.

LXII

Μια σταγόνα έσταξε πάνω στα μαλλιά,
Και μια άλλη πάει σα βοήθεια στο πέλαγοο,
Κι εγώ διερωτήθηκα αν μπορούν αυτές οι πέρλες
Να γίνουν στο λαιμό μου πριδέραιο.

Η σκόνη έφυγε από τους δρόμους,
Τα πουλιά τραγούδησαν αστεία,
Η λιακάδα πέταξε το καπέλο της,
Τα περιβόλια κρέμασαν στολίδια.

Η αύρα έφερε μελαγχολικά λαγούτα,
Και τα έλουσε με ευθυμία,
Η Ανατολή ξεδίπλωσε μία απλή σημαία,
Και είπε: τώρα, εορτή, παύλα-τελεία!

LXIII

Υπάρχει κάτι σε μια καλοκαιρινή ημέρα,
Καθώς ανάβει έναν-έναν τους δαυλούς της,
Κάτι που με χρησιμοποιεί.
Υπάρχει κάτι σ’ ένα μεσημέρι θέρους,
Ένα βάθος κυανούν, ένας ήχος δίχως λόγια,
Που υπερβαίνει και την έκσταση.

Υπάρχει ακόμη σε μια νύχτα καλοκαιρινή,
Κάτι τόσο φωτεινό και τόσο άσπρο,
Που ανοίγω τα μάτια να το δω.
Και μετά, ένα βέλο στο περίεργο πρόσωπό μου
Αφήνει μια λεπτή, απαστράπτουσα ευλογία,
Και φτερουγίζει πάλι στο καλό.

Τα μαγικά δάχτυλα ποτέ δε σταματάνε,
Το πορφυρό ποτάμι μες στο στήθος, που
Ακόμη τρίβει τη στενή του κοίτη.
Κι ακόμη, κατά μήκος των ορέων,
Τον ήλιο, σαν κατακόκκινο καραβάνι,
Η Ανατολή είναι που τον οδηγεί.

Σαν άνθη που άκουσαν το μύθο της δροσιάς,
Μα ποτέ δεν άφησαν τα δταγονίδιά της
Στων φρυδιών τη σάλα αναμονής.
Ή σα μέλισσα που νόμισε πως στ’ όνομα του θέρους,
Είναι κάτι σαν ντελίριό που
Το καλοκαίρι δε μπορεί γι’ αυτήν.

Ή σαν Αρκτικό πλάσμα που κινείται μόλις,
Από κάτι τροπικό, κάποια πουλιά που αποδημούν,
Και έρχονται στο δάσκαλο αυτό.
Ή σαν του ανέμου το σινιάλο στο αυτί μας,
Που το κάνει σοβαρό μα και αστείο,
Ένα περιεχόμενο που δεν ήτανε γνωστό.

Και να, που επιτέλους,
Ο παράδεισος ήρθε απροσδοκήτως,
Να ζωντανέψει αυτή τη σκέψη προσκυνήματος
Σε ένα παράτολμο ψαλμό.

LXIV

Αυτή τη χώρα το ηλοβασίλεμα τη λούζει.
Αυτές είναι οι όχθες της Κίτρινης Θαλάσσης,
Όπου ανατέλει ή όπου κάτω ορμά.
Αυτό είναι το μυστήριο της Δύσης.

Κάθε νύχτα με το πορφυρό της πλήθος,
Σαρώνει την αποβάθρα με οπάλινα δεμάτια.
Τα καράβια ισορροπούνε στον ορίζοντα,
Βουτούν και αφανίζονται με μαγικά κατάρτια.

LXV

Σαν κονβόι βελούδινων αυτοκιν,
Ακούω τη μέλισσα τη γνωστική.
Μια στάμνα που διασχίζει τα λουλούδια,
Η βελούδινή της χτιστική.

Επιμένει μέχρι το γλυκό να επιτεθεί,
Εξαντλώντας τον ιπποτισμό του,
Ενώ αυτή, νικήτρια, πετά μακριά,
Για να κατακτήσει το επόμενό του.

Στα πόδια της φοράει γάζα,
Το κράνος της είναι από χρυσό,
Το στήθος της, από γνήσιο όνυχα.
Είναι από χρυσάφι κεντητό.

Η δουλειά της είναι ένα τραγούδι,
Η αργία της είναι ένας ήχος, που
Και τι δε θα ‘δινα για μια εμπειρία
Της μέλισσας και του μεσημεριού!

LXVI

Υπάρχει ένα λουλούδι που προτιμά η μελισσούλα,
Και που επιθυμεί κι η χρυσαλίς,
Μα που φιλοδοξεί να το κερδίσει
Κι ο πορφυρένιος δημοκράτης κολιμπρίς.
Και όποιο-όποιο έντομο περάσει,
Παίρνει και λίγο από το μέλι μακριά,
Ανάλογα με τη σπανιοότητά του.
Και τη δική του τη ικανή μαγκιά.

Το πρόσωπό του, πιο καμπύλο απ’ το φεγγέρι,
Και πιο κοκκινωπό απ’ το σακάκι
Της ορχιδέας μες στο βοσκοτόπι,
Η του ροδόδεντρου το λουλουδάκι.

Αυτό τολμά, δεν περιμένει τον Ιούνιο,
Και πριν το τοπίο γίνει πράσινο,
Η δυνατή αν και μικρή μορφή του
Πάντα αντίθετα πάει στον άνεμο.

Πολεμάει γενναία με τη χλόη,
Που είναι τόσο στενός του συγγενής,
Για λίγο χώμα, κι αλλο τόσο ήλιο,
Γλυκύτατη διαδικασία ζωής.

Και όταν οι λόφοι είναι γεμάτοι,
Και τις παλιές τις μόδες πάρει η δίνη,
Δεν αποσύρει ούτε ένα άρωμα,
Από κανένα φθόνο ή οδύνη.
Το κοινό του είναι το μεσημέρι,
Η προσοχή του είναι πάντοτε στον ήλιο,
Η πρόοδός του, προδιαγεγραμμένη,
Στης μέλισσάς του τον αδιάλειπτο ήχο-φίλο.

Ο πιο γενναίος είναι οικοδεσπότης,
Που παραδίδει και στη νέα γενιά,
Και που όυτε ήττα αναγνωρίζει,
Όταν διαγράφεται απ’ το χιονιά.

LXVII

Προαίσθημα είναι αυτή η μακρά σκιά στη φύση,
Που δείχνει πως ο ήλιος πάει να δύσει,
Που ειδοποιεί το έκπληκτο γρασίδι ότι τώρα
Για πέρασμα του σκοταδιού έρχεται η ώρα.

LXVIII

Σαν τα παιδιά που λένε «καληνύχτα»,
Και ύστερα, απρόθυμα, πάνε να γείρουν,
Τα λουλούδια μου φορούν τα νυχτικά τους,
Κι ένα φιλάκι με τα χείλη τους μου δίνουν.

Σαν τα παιδάκια που, χαρούμενα, χοροπηδάνε,
Γιατί ήρθε πια η ώρα να ξυπνήσουν,
Τα λουλούδια μου από εκατοντάδες κρεβατάκια,
Θα τσιτσιρίσουν και θ’ αναπηδήσουν.

LXIX

Νωρίς , κάθε πρωί, μπορείς να δεις
Αγγέλους ανάμεσα στις δρόσους,
Σκύβουν, τολμούν, στενάζουν και πετούν.
Μήπως το μπουμπουκάκι είναι δικό τους;

Και τους αγγέλους, όταν ο ήλιος είναι ψηλά,
Μπορείς να δεις ανάμεσα στην άμμο.
Σκύβουν, τολμούν, στενάζουν και πετούν,
Μαραίνοντας τα άνθη που θα πάρουν πάνω.
LX

Ήταν τόσο αιδήμων που υποψιάστηκα,
Τόσο χαρυτόβρητη, τόσο εντροπαλή,
Τόσο κρυμμένη μές στα φύλλα της,
Μήπως και κάποιος πάει να τη βρει.

Τόσο σιωπηλή, ώσπου την πέρασα,
Τόσο αβο’ηθητη, όταν στράφηκα μια μέρα,
Και την πηρα, κοκκινωπή, να αγωνίζεται
Για το απλό της στέκι, λίγο πέρα.

Για ποιον τάχα λήστεψα την καμπανίτσα;
Για ποιον πρόδωσα την κοιλαδούλα;
Πολλοί, αναμφίβολα, θα με ρωτήσουν,
Αλλά δεν πρόκειται να πω λεξούλα!

LXI

Δεν υπάρχει διαφορά απέξω.
Οι εποχές το ίδιο πάντα σφύζουν.
Τα πρωινά ανθίζουν προς το μεσημέρι,
Και τα φλογερά τους τσόφλια ξεχωρίζουν.

Τ’ αγριολούλουδα φλογίζουνε το δάσος,
Τα ποτάμια κομπάζουν όλη μέρα,
Κανένα μαυροπούλι δε μετριάζει την κουβέντα,
Για χάρη του Γολγοθά που πάει πέρα.

Auto-da-fe, πυρά και κρίση,
Για τη μέλισσα δεν είναι κάτι.
Ο χωρισμός από το δικό της ρόδο
Φαίνεται σ’ αυτήν σκέτη απάτη.

LXII

Το βουνό κάθεται στην πεδιάδα,
Πάνω στον αιώνιό του θρόνο,
Η παρατήρηση του, για τα πάντα,
Και η ανάκρισή του, για ολόκληρο τον κόσμο.

Οι εποχές προσεύχονται στα γόνατά του,
Σαν παιδάκια γύρω απ΄τον πατέρα.
Αυτός είν’ ο παππούς της κάθε μέρας,
Αυτός και όλων των απόγονων, ως πέρα.
LXIII

Θα σας πω πώς ανάτειλε ο ήλιος,
Σαν στην ώρα του, σα μια κορδέλα.
Τα καμπαναριά λουστήκαν σε αμέθυστο,
Και οι σκίουροι τρέξανε με τρέλα.

Οι λόφοι έλυσαν τα καπέλα τους,
Το μπομπόλικ άρχισε, ο φίλος ,
Και τότε, είπα σιγανά στον εαυτό μου
«Αυτός πρέπει να ‘τανε ο ήλιος!»

Όμως, το πώς έδυσε, δεν ξέρω.
Εκεί φάνηκε μια σκάλα τώρα,
Που λίγα κίτρινα αγόρια και κορίτσια
Σκαρφαλώνανε όλη την ώρα.

Μέχρι που έφτασαν στην πλευρά την άλλη,
Όπου μια απόλυτη κυριαρχία γκρίζου αέρα
Σήκωσε απαλά τις μπάρες της βραδιάς,
Και οδήγησε το ποίμνιο πιο πέρα.

LXIV

Της χρυσαλίδας της ανάληψης η ρόμπα,
Που κρέμεται σε χρυσωπά διαμερίσματα,
Αυτό το απόγευμα δε δείχνει
Πώς καταδικάστηκε να κατεβεί,
Και να γίνει φίλος του βατράχου,
Στης Νέας Αγγλίας μια πολίχνη!
LXV

Για όλους τους ήχους που αποστέλλονται έξω,
Δεν υπάρχει χρέωση ούτε μία,
Σαν αυτό το αρχαίο αγοραίο μέτρο,
Σαν αυτή τη χωρίς λόγια μελωδία.

Δουλεύοντας σαν ένα χέρι, την κάνει ο αέρας,
Που τα δάχτυλα του χτενίζουνε τον ουρανό,
Μετά, σιγοτρέμει, με τούφες από ήχο,
Με άδεια από εμένα κι από το Θεό.

Όταν οι άνεμοι τριγυρίζουν χέρι-χέρι.
Και χτυπούν πάνω στην πόρτα πάντα,
Και τα πουλάκια μπαίνουν επικεφαλής,
Συμμετέχοντας κι αυτά στην ωραία μπάντα,

Λαχταρώ για χάρη της την αγορά του θέρους,
Και αν μια τέτοια απόβλητη υπάρχει,
Ποτέ της δεν ακούει το άυλο τραγούδι,
Που ανατέλλει επίσημα στη ράχη,

Σαν ένα καραβάνι από ήχους σε ερήμους
Του ουρανού, που έχει σπάσει τη σειρά,
Και μετά, ξεπλεγμένο, έχει περάσει,
Σε κανονική και στέρεη ουρά.

LXVI

Φαινομενικά, χωρίς καμία έκπληξη, κάποιο
Ευτυχές λουλούδι, μέσα στη νυχτερινή ησυχία,
Αποκεφαλίζει, καθώς παίζει ανέμελα,
Ο παγετός από ξεκλαθαρη ατυχία.

Ο ξανθός εγκληματίας περνάει από πάνω,
Ενώ ο ήλιος, απτόητος, συνεχίζει
Να μετράει άλλη μια ημέρα,
Για ένα Θεό που διόλου δε δακρύζει.

LXVII

Το καλοκαίρι ήρθε πιο αργά,
Απ’ όσο περίμενε το τριζονάκι.
Αναγνωρίσαμε ότι αυτό το ευγενικό ρολόι
Δε σημαίνει παρά την ώρα για σπιτάκι.

Κι ο χειμώνας ήρθε αυτός πιο σύντομα,
Απ’ όσο ο γρύλος ήρθε τώρα.
Αν κι αυτό το ενεργητικό μας εκρεμές
Διατηρεί πολύ εσωτερικά την ώρα.

LXVIII

Αυτές τις μέρες, τα πουλάκια επιστρέφουν,
Όμως, ελάχιστα - μονάχα ένα ή δύο -
Για ένα μονάχα βλέμμα προς το παρελθόν.
Αυτές τις μέρες, τα ουράνια αποβάλλουν
Τις αρχαϊκές σοφιστίες του Ιουνίου:
Ένα γαλάζιο κι ένα μπλε που σφάλουν, στο παρόν.
Ω, τι απάτη που δεν ξεγελάει το μελίσσι,
Η σχεδόν, την τάχα ευλογοφάνειά της!
Επηρεάζει, όμως, τη δική μου κρίση,
Μέχρι που οι σειρές των σπόρων φέρνουν φίλο,
Και απαλά, μέσω του αλοιωμένου αέρα,
Σπρώχνουν μπροστά ένα συνεσταλμένο φύλλο.

Ω, θείο μυστήριο, του θέρους φύση!
Ω, τελευταία ευχαριστία στην ομίχλη!
Επίτρεψε σ’ ένα παιδί να υπακούσει!
Στα ιερά εμβλήματα σου να μετάσχει,
Το αγιασμένο σου ψωμί να μοιραστεί,
Και το αθάνατο κρασί σου να γευθεί!
LXIX

Τα πρωινά είναι πιο ήρεμα από άλλοτε,
Το χρώμα είναι καφετί των φουντουκιών,
Τα μάγουλα του μούρου, κάπως κάθετα,
Και τα ρόδα είναι εδώ, προ των πυλών.

Ο σφένδαμος φορά ένα πιο εύθυμο φουλάρι,
Και ο αγρός φοράει ένα κόκκινο μαντήλι.
Εσχάτως, θα ‘πρεπε να γίνω παλιομοδίτικη,
Και να φορέσω κάπόιο αρχαίο μπιχλιμπίδι.

LXXX

Ο ουρανός ήρθε πιο κάτω, η συννεφιά είναι λίγη,
Μια νιφάδα χιονιού πλανάται εκεί λιγάκι,
Κατά μήκος του σταύλου ή σε ένα αυλάκι,
Συζητά αν θα πρέπει να μείνει ή να φύγει.

Ένας στενάχωρος αέρας ολημερίς γκρινιάζει.
Πώς μπορεί να πάψει να είναι πια χωριάτης.
Η φύση, όπως εμείς, τα παίρνει κάποτε,
Αν δε φοράει το χρυσό το διάδημά της.

LXXXI

Νομίζω οτι το κώνειο αγαπά να στέκει
Πάνω σε ένα πριθώριο χιονιού.
Φοράει τη δική του αυστηρότητα,
Για ευχαρίστηση ενός περιβολιού.
Αυτοί οι άνδρες πρέπει να σβήνουν σε μια έρημο,
Η μέσα σε μια υπερπλήρη ερημία.
Ένα ένστικτο για τον πολιό είν’ η φαλάκρα,
Που είναι και αναγκαιότητα στη Λαπωνία.

Του κώνειου η φύση ευδοκιμεί στην ψύχρα,
Ενώ των βόρειων ανέμων η ευλογία
Είναι πιο γλυκιά τροφή για ‘κείνο,
Και το καλύτερο κρασί του, η Νορβηγία.

Οι μεταξένιες ράτσες είναι ένα μηδέν γι’ αυτό,
Όμως, τα παιδιά στον ήρεμο Ντον τα πόδια βρέχουν,
Και παίζουν κάτω από την κοίτη, το ναό του,
Ενώ του Δνείπερου οι παλαιστές, ολοένα, τρέχουν.

LXXXII

Υπάρχει μια ορισμένη κλίση του φωτός
Στις χειμωνιάτικες στιγμ΄ές του δειλινού,
Που καταπιέζει, όπως τα μεγάλα βάρη
Τα μέλη του καθεδρικού ναού.

Βαριά κάνουν πάντα την καρδιά μας,
Και δε μπορούμε να βρούμε το σημάδι της πληγής,
Μα είναι τόσο εσωτερική η διαφορά μας,
Που την αληθινή ουσία να μπορείς να βρεις.

Κανείς δε μπορεί να της διδάξει κάτι.
Είναι η τέλεια απελπισία, σφραγισμένη.
Μια μεγάλη αυτοκρατορική οδύνη,
Που σε μας απ’ τον αέρα είναι σταλμένη.

Όταν έρχεται, το τοπίο όλο ακούει,
Και ο ίσκιος κρατάει την αναπνιά του.
Όταν φεύγει, είναι κάτι σαν απόσταση,
Που κρατάμε απ’ τη θέα του θανάτου.

LXXXIII

Το ωχρό της άνοιξης τοπίο
Σα λαμπρό μπουκέτο θα ανθίσει.
Αν και βυθισμένο στη χειμέρια νάρκη του,
Το χωριό μας τότε θα ξυπνήσει.
Η πασχαλιά, πολλές φορές το χρόνο,
Θα γείρει απ’ το πορφυρό της βάρος.
Οι μέλισσες ποτέ τους δε θα χάσουν
Το προγονικό του τραγουδιού τους θάρρος.

Η τριανταφυλλιά θα γίνει κόκκινη, στο βάλτο,
Και στους λόφους πάνω, το αστράκι
Θα φορέσει το πάντοτε μοδάτο ρούχο,
Κι η γεντιανή, το υποχρεωτικό κροσάκι.

Μέχρι που το καλοκαίρι το θαύμα θα φυλάξει,
Κι όπως η γυναίκα, τα ρούχα θα διπλώσει,
Ή όπως οι παπάδες, τα άφιά τους,
Όταν η θεία λειτουργία έχει τελειώσει.
LXXXIΙ

Αποκοιμήθηκε κάτω απ’ το δέντρο,
Και μόνο εγώ ποτέ μου δεν την ξέχασα.
Το άφωνό της λίκνο άγγιξα,
Κι εκείνη ανεγνώρισε το πόδι,
Που πάτησε την κόκκινη αισθήτα.
Και, τώρα, κοίτα!

LXXXV

Την άνοιξη υπάρχει ένα φως,
Που δεν υπήρχε άντα κι αιωνίως,
Σε καμιά, μα καμιά άλλη εποχή,
Παρά μόνο όταν ο Μάρτης έρχεται σπανίως.

Ένα χρώμα στέκεται απ’ έξω,
Πάνω στη χειμερινή σπηλιά των λόφων.
Αυτή η επιστήμη δρε μπορεί να φτάσει,
Παρά μόνο στα αισθήμτα ανθρώπων.

Περιμένει πάνω στο λιβάδι,
Πάνω στην πιο μακρινή του λάφου κλίση.
Δείχνει το πιο μακρινό δεντράκι,
Και σε μένα κοντεύει να μιλήσει.

Τότε, όπως ο ορίζοντας βαδίζει,
Η τα μεσημέρια βγαίνουν στην αναφορά,
Δίχως καν αυτό να μας μιλήσει,
Εμείς στέκουμε κι αυτό περνά.
Τότε, μία αίσθηση απώλειας
Διαπερνά τη λυπημένη μας ψυχή,
Σα μια τέχνη να έχει παρεισφρεύσει
Μέσα σε μια ακολουθία μυστική.

LXXXVI

Μία κόκκινη κυρία, πάνω στο λόφο,
Κρύβει τέλεια το μυστικό της, κρίνω,
Ενώ μια πάλλευκη κυρία στον αγρό
Κοιμάται μέσα σ’ ένα ήρεμο άγριο κρίνο!
Οι μικρούλες αύρες με τα σάρωθρά τους
Σκουπίζουν την κοιλάδα, το βουνό, τα δέντρα!
Παρακαλώ, χαριτωμένες μου νοικοκυρές,
Ποια μπορεί να περιμένει και εμένα;

Οι γείτονες ούτε που έχουν υποψία!
Και τότε, εμείς χαμογελάμε μεταξύ μας,
Τα δάση, το περβόλι, το πουλί
Και το βατράχι που φωλιάζει στην αυλή μας!

Κι ακόμη, πόσο ακίνητο είναι το τοπίο!
Πόσο αδιάφορο το δάσος μένει!
Λες και αυτή η σπουδαία ανάσταση
Είναι μια υπόθεση συνηθισμένη!

LXXXVII

Αγαπητέ μου Μάρτιε, ελάτε μέσα, σας παρακαλώ.
Πόσο χαίρομαι που θα σας ξαναδώ!
Σας περίμενα τόσο καιρό πολύ!
Κρεμάστε το καπέλο σας σε ‘κείνο το καρφί.
Πρέπει να βαδίσατε μίλια πολλά,
Λαχανιάσατε, νομίζω, αρκετά.
Αγαπητέ μου Μάρτιε, είστε καλά;
Και οι υπόλοιποι μήνες πώς πάνε;
Ελπίζω, η κυρία Φύση καλαά κι εκείνη να ‘ναι.
Ω Μάρτιε μιυ, ελάτε πάνω, σας παρακαλώ,
Γιατί έχω τόσα, μα τόσα να σας πω!

Πήρα το δικό σας και του παλαιού το γράμμα.
Τα σφονδήλια δε γνωρίζουνε, και είναι δράμα,
Πως ερχόσασταν – το δηλώνω και μπροστά τους –
Πόσο κοκκινίζουνε τα μάγουλά τους!
Αλλά, Μάρτιε, συγχωρήστε μου τους τρόπους,
Καθώς και όλους αυτούς τους άσπρους λάφους,
Που μου αφήσατε να βάψω εγώ!
Δεν υπήρχε το κατάλληλο, το χρώμα πορφυρό.
Το πήρατε όλο, φεύγοντας, μαζί σας
Όπως κάνετε πάντα, κάπως βιαστικός!

Ποιος χτυπά την πόρτα; Αχ αυτός ο Απρίλιος!
Κλειδώστε τον απ’ έξω! Είναι αλιτήριος!
Δε θα με πείσει. Κι αυτός ποτέ δε μένει!
Λείπει ένα χρόνο και μόνο τώρα με καλεί
Που είμαι τόσο απασχολημένη!
Όμως, τα μηδαμινά μοιάζουν απέραντα,
Μέχρι που έρχεστε εσείς, κύριε Μάρτιε.
Αυτή η μικρή είναι σαν έπαινος μομφή,
Και ο έπαινος αυτός είναι μίας μομφής μορφή.

LXXXVIII

Ο Μάρτης μας αρέσει, Φοράει παπούτσι πορφυρό.
Είναι και νέος, είναι και ψηλός.
Αυτός φτιάχνει τη λάσπη για σκύλους και πλανόδιους,
Αυτός στεγνώνει και το δάσος.
Γνωρίζει η τσιμπίδα οχιάς τον ερχομό του,
Και ετοιμάζει το στίγμα της να δώσει.
Ο Μάρτης φέρνει τον ήλιο που κοντεύει
Το λίγο το μυαλό μας να πυρώσει.
Η είδηση αυτή είναι πάνω απ’ τις άλλες.
Το θάρρος ήταν να πεθάνει, ενώ
Τα γαλάζια πουλιά κάνουνε πειρατία,
Στο Βρετανικό του ουρανό.
LXXXIX

Μη ξέροντας πότε θα έλθει η αυγή,
Ανοίγω πόρτες και παραθύρια.
Είτε είχα φτερά φτερά σαν παραδείσιο πουλί,
Είτε σα θάλασσα με κύματα μυστήρια.

XC

Μία σιγανή μουρμούρα στα δεντράκια,
Οχι αρκετά ηχηρή, άνεμο να τον πεις.
Ένα αστέρι αρκετά μακριά για να το ψάξεις,
Μα όχι αρκετά κοντά για να το βρεις.

Ένα μακρύ κίτρινο στο λιβάδι,
Ένα χάος ήχων σαν ποδοβολητό,
Όχι τόσο ηχηρό σαν το δικό μας,
Αλλά και πιο κομψό και πιο γλυκό.

Μια βιαστκή οικογένεια από πλασματάκια,
Μη αντιληπτή στο σπιτικό.
Όλο αυτό και πιο πολύ θα έλεγα,
Που δε θα γίνει ποτέ του πιστευτό.

Από πολλούς πετρίτες στο καρότσι,
Τόσους που δε μπορούν να μετρηθούν,
Και που το νυχτικό δεν κρύβει τα φτερά τους,
Αν και τους άκουσα να προσπαθούν.

Μα έχω υποσχεθεί να μην τ’ αποκαλύψω.
Πώς μπορώ, τώρα, το λόγο ν’ αθετήσω;
Καλή στρατιά, λοιπόν. Βγάλτε φτερά στον ώμο,
Και δεν υπάρχει φόβος να χάσετε το δρόμο.

XCI

Το πρωί είναι για δροσιά, έξω από το σπίτι,
Το μεσημέρι, η ώρα για το αραβοσίτι,
Το φως κάνει τα άνθη κάθε απόγευμα,
Δουκάτα του ηλίου ως το λιόγερμα!

XCII

Τα φύλλα απένειμαν στο ταχύ αυτί μου.
Οι θάμνοι ήτανε σαν καμπανάκια.
Δε μπόρεσα να βρω μια μυστικότητα
Για της Φύσης τα πιστά στρατιωτάκια.

Σε σπηλιά αν τολμήσουν να κρυφτούν,
Και οι τοίχοι θα έστηναν αυτί.
Η δημιουργία έκανε ένα δυνατό κρότο,
Που θα μ’ έκανε στους πάντες ορατή.

XCIII

Ένα σέπαλο, ένα πέταλο κι ένα αγκάθι,
Πάνω σ’ ένα καλοκαιριάτικο πρωινό,
Μια αστραπή δροσιάς, μια μέλισσα ή δύο,
Μια αύρα, μια κάπαρη στα δέντρα,
Και γίνομαι κι εγώ τριαντάφυλλο!

XCIV

Ψηλά από τη γη, άκουσα ένα πουλάκι.
Πάνω στα δέντρα περπατούσε,
Καθώς μηδενικά τα θεωρούσε,
Και βαλμένο απαλά σε μια στήλη αέρα,
Που βρίσκονταν σε ανατάραξη,
Τη Φύση άφηνε πίσω και πιο πέρα.
Ένας περιχαρής μικρός μου φιλαράκος,
Που από τη φλυαρία του συμπέρανα,
Και που, με ευλογία και αστεϊσμό μετέχοντας,
Χωρίς δική μου υποχρέωση - το τέρας! -
Έμαθα μέσα στη φυλλωσιά τουδάσους,
Πως ήτανε πιστός πατέρας
Ενός εξαρτημένου νεοσσού,
Και πώς αυτή η ανάποδη μεταφορά,
Αυτή η δική του αδιάκοπη συνήθεια,
Ηταν αντίθετη απ’ τα δικά μας διαλείμματα.
Πόσο αντίθετοι είμαστε, αλήθεια!

XCV

Η αράχνη είναι μία καλλιτέχνις.
Δεν ήτανε ποτέ εργαζομένη,
Αν και η υπέροχη αξία αυτής της τέχνης
Είναι ελεύθερη και πιστοποιημένη.

Με κάθε σάρωμα κάθε Μαρίας,
Σε όλα τα Χτισιανικά τα μέρη,
Κόρη εσύ μιας μεγαλοφυίας,
Εγώ σε παίρνω πάντα από το χέρι.

XCVI

Τι μυστήριο διαπερνά ένα πηγάδι!
Πόσο μακριά ζει το νεράκι!
Σα γείτονας από έν’ άλλο κόσμο,
Που κατακτά σε κανατάκι.

Η χλόη δε μοιάζει να το φοβάται.
Στέκει κοντά, το κοιτάζει κι όμως,
Τη θαυμάζω που γι’ αυτήν δεν είναι
Αυτό που για μένα είναι φόβος.

Με κάποιο τρόπο, συγγενής μάλλον θα είναι
Και το σπάρτο, κάτω ‘κεί, στην παραλία,
Όπου άστεγο στέκει, όμως φόβου
Δε μου δίνει καμία μαρτυρία.

Μα και η φύση παράξενη που είναι!
Όποιος την εγκαλεί τόσο συχνά,
Δεν έχει περάσει απ’ το μαρτύριό της,
Ούτε τα στοιχεία της τα βλέπει απλά.

Είναι κρίμα, αλλά εκείνοι που την ξέρουν,
Με τη λύπη τους δε βοηθούν,
Ενώ αυτοί που την ξέρουνε πιο λίγο,
Πιο κοντά της, μάλλον, θα βρεθούν.

XCVII

Για να φτάξετε ένα λειμώνα,
Χρειάζεστε ένα τριφύλλι και μια μέλισσα.
Μία μέλισσα κι ένα τριφύλλι απλά
Και, βεβαίως, κάμποσο ρεμβασμό.
Μα και μόνος του ο ρεμβασμός αρκεί,
Αν οι μέλισσες απανίζουν στην κατα ‘κει.

XCVIII

Μία εκτός μόδας ηδονή,
Σαν ένα φωτεινό μεθύσι,
Μια μελωδία διαχρονική
Σαν ένα ηχηρό μελίσσι.

Είναι κάτι σαν το δάσος,
Μυστική όπως η αύρα,
Που είν’ άφωνη, αλλ’ αναδευέι
Την πιο περήφανη συστάδα.

Είναι σαν το πρωινό,
Άριστη όταν σμβαίνει,
Αυτό το αιθέριο ρολόι,
Μεσημέρι που σημαίνει.
XCIX

Μια δροσοσταλίδα επαρκεί και μόνη,
Ένα φυλλαράκι να ικανοποιεί,
Και νιώθει «πόσο βαρύ είναι το πεπρωμένο,
Και πόσο ασήμαντη είναι η ζωή!»

Ο ήλιος βγαίνει έξω να δουλέψει,
Η μέρα βγαίνει έξω για να ζήσει,
Αλλά η δροσοσταλίδα χάνεται και πάει,
Απ’ την ίδια τη δική της φύση.

Είτε παρμένη από τη μέρα,
Είτε απ’ τον ήλιο αδειανή,
Μέσα στη θάλασσα περνώντας,
Μένει άγνωστη μα και παντοτινή.

C

Το ράμφος του είναι σαν τρυπάνι,
Το κεφαλάκι του, κρόσι-καπάκι.
Εργάζεται σε κάθε δέντρο,
Με απώτατο σκοπό το σκουληκάκι.

CI

Γλυκός που είναι ο βάλτος με τα μυστικά του,
Μέχρι να συναντήσουμε ένα φίδι.
Τότε, αναστενάζουμε για το σπιτάκι,
Και η αναχώρηση είναι παιγνίδι,

Μ’ αυτόν το γοητευτικό μας καλπασμό,
Που μόνο η παιδικότητα γνωρίζει.
Το φίδι είναι η προδοσία του καλοκαιριού,
Και η απάτη, εκεί όπου γυρίζει.

CIΙ

Δε γινόταν παρά να ιππεύω αόριστα,
Όπως κάνει του λιβαδιού μας το μελίσσι,
Και να πηγαίνω μονάχα εκεί που ήθελα,
Και κανένας άνθρωπος να μη με βρίσκει.

Και να φλερτάρω ολημερίς με τα βατράχια μου,
Και να παντρεύομαι όποιον αντέχω,
Να κατοικώ για λίγο οπουδήποτε,
Η, το καλύτερο, μακριά να τρέχω.

Χωρίς ν’ ακολουθώ καμιά ευγένεια,
Χωρίς καν να ζητώ την άδειά σας,
Μέχρι να πρέπει να πηδώ χερσόνησους,
Για να φεύγω, τελικά, μακριά σας.

Είπα να ‘μαι μόνο με τις μέλισας το φως,
Πάνω σε πλουσιοπάροχο αέρα,
Να κωπηλατώ στο πουθενά όλη μέρα,
Και ν’ αγκυροβολώ έξω απ’ το λιμάνι.
Τι ελευθερία! Τι αιχμάλωτος μου κάνει
Αυτός που είναι στης φυλακής το σκότος!

CIII

Το φεγγάρι δεν είναι παρά ένα σαγόνι από χρυσό,
Μια-δυο νύχτες πριν και τώρα δα γεμάτο,
Γυρνά το τέλειό του πρόσωπο
Πάνω απο τη γη κι από το σύμπαν κάτω.

Το μέτωπό του, από τέλειο ξανθό,
Τα μάγουλά του, γνήσιο βερύλιο απ’ τη φύση,
Το μάτι του πάνω στην καλοκαιρινή δροσιά,
Το πιο παρόμοιο που έχεις ποτέ γνωρίσει.

Τα χείλη του, από ακατέργαστο ήλεκτρο.
Αλλά από τι πρέπει να ‘ναι το χαμόγελό του,
Που στο φίλο του θα μπορούσε χαρίσει;
Το ίδιο ασημένιο με το πρόσωπό του!

Και τι προνόμιο που του έτυχε να είναι
Το πιο απομεμακρυσμένο αστέρι!
Σιγανά, με τον τρόπο του μπορεί και να περάσει
Δίπλα από το ανοιχτό σου παραθύρι.

Καπέλο του έχει το στερέωμα,
Το σύμπαν έχει για υποδήματα,
Τ’ αστέρια διακοσμούνε τη ζωή του,
Και τα ωραία του από δίμητο ενδύματα.



CIV

Η νυχτερίδα είναι σταχτοκάστανη και με φτερούγες,
Σαν ένα χέρσο αντικείμενο, στεγνό,
Και κανένα τραγούδι δεν περνά απ’ τα χείλη της,
Ή, τουλάχιστον, δε γίνεται αντιληπτό.

Η μικρή ομπρέλα της, χωρισμένη στα τέσσερα,
Περιγράφει τον αέρινο όροφο,
Ένα τόξο, που μοιάζει ανεξιχνίαστο,
Σα φρονιματιζοντα φιλόσοφο!

Διορισμένη – από ποιον άραγε;
Ποιος να ξέρει από ποιο γερο-μπακούρη;
Εξουσιοδοτημένη – για ποιαν άραγε παρανομία; -
Την κρατάμε φυλακτό μας και για γούρι.

Όσο για τον επιδέξιο Δημιουργό της,
Επαινέστε τις καλές τις ιδιότητές του.
Αγαθοεργές είναι, πιστέψτε με,
Κι οι οι τυχόν εκκεντρικότητές του.

CV

Έχετε δει τα αερόστατα, δεν έχετε;
Πόσο μεγαλόπρεπα που ανεβαίνουν!
Είναι σαν κύκνοι που σας απρρίπτουνε,
Έναντι δασμών διαμαντένιων.

Τα υγρά τους πόδια φεύγουν απαλά,
Πάνω θάλασσες ξανθές κι αγριωπές,
Αδειάζουν τον αέρα, σα να ήταν μέσα
Για δημιουργίες σε άλλους από εμέ γνωστές.

Οι λεπτές ταινίες πίσω από το μάτι,
Αγωνίζονται σκληρά για λίγη αναπνοή
Και, ενώ το πλήθος χειροκροτεί από κάτω,
Δεω έχουνε αφήσει την τελευταία τους πνοή.

Το χρυσό αυτό πλάσμα τσιτώνει και σπινάρει,
Παράφρονα ταξίδια σ’ ένα νέο σύδεντρο,
Τα δάκρυα ανοίγουν τις αυτοκρατορικές του φλέβες,
Και νά το που κατρακυλά στο πέλαγο.

Το πλήθος φεύγει τώρα μ’ ένα νέο όρκο,
Στους δρόμους κατακάθεται η σκόνη,
Και στα λογιστήρια οι υπαάλληλοι θα πουν:
«Βρε παιδιά, δν ήταν παρά ένα απλό μπαλόνι.»

CVI

Το άσμα του φίλου μου του γρύλλου
Σημαίνει τη δύση αυτή του ήλιου,
Κι οι εργάτες, εκεί, πέρα ως πέρα,
Τελειώνουν και τούτη την ημέρα.

Η χλόη απ’ την πολλή δροσιά βαραίνει,
Το λυκόφως, όπως ακριβώς οι ξένοι,
Δε μπορεί ποτέ ν’ αποφασίσει:
Εδώ να μείνει ή να μας αφήσει;

Ένα αχανές, σα γείτονας, έρχεται πάλι,
Χωρίς όνομα, μα και χωρίς κεφάλι.
Στο ημισφαίριο υπάρχει ειρήνη,
Και η νύχτα έρχεται να μείνει.

CVII

Τίνος είναι αυτό το κίτρινο σπίτι;
Είναι άραγε εκκλησία ή μήπως μνήμα;
Μήπως είναι ναός για ένα σκουλήκι;
Το έσκαψε ένα μικρούλι διαβολίκι,
Ή είναι προπύλαιο για ένα πνεύμα;

(Εστάλη με ένα κουκούλι στη μικρή ανεψιά)

CVIII

Ένα μικρό καράβι από κεχριμπάρι
Γλιστρά σε μία θάλασσα από αιθέρα,
Κι αναβαθμίζει αυτό το πορφυρό κατράμι,
Σε ειρήνη, αυτή της έκστασης τη θυγατέρα.

CIX

Από μπρούτζο κι από φλόγα
Ο βοριάς φτιαγμένος είναι απόψε!
Τόσο επαρκή τα σχήματά του,
Τόσο προσχεδιασμένος απ’ τον εαυτό του,
Τόσο μακριά από συναγερμούς,
Ένας τόσο ανέμελος κυρίαρχος,
Σ’ ολόκληρο το σύμπαν και σε μένα,
Ζωγραφίζει το απλοϊκό μου πνεύμα,
Με χρώματα μεγαλειώδη,
Μέχρι να πάρω αχανείς διαστάσεις,
Πάνω στον κορμό μου για να κορδωθώ,
Περιφρονώντας ανθρώπους κι οξυγόνο
Για την αλαζονεία τους. και μόνο.

Το μεγαλείο μου είναι θηριοτροφείο,
Αλλά το ασυναγώνιστο τους θέατρο
Θα διασκεδάζει τους αιώνες,
Όταν θα είμαι πια σε φέρετρο,
Ένα νησί σε επαίσχυντο γρασίδι,
Που μόνο η μαργαρίτα θα γνωρίζει.

CX

Πώς τα γέρικα βουνά στάζουνε με τη δύση,
Και το φρένο αυτού του φίλου!
Πώς τα ασφοδέλια γέρνουν στον ιστό τους,
Απ’ τη μαγεία αυτού του ήλιου!

Πώς τα κωδωνοστάσια δίνουνε άλικο,
Μέχρι που η εσπερίδα να γεμίσει κόσμο!
Εγώ έχω μήπως τα χείλη του φλαμίνγκο,
Για να βρω το θάρρος να το λέω, φως μου;

Μετά, πώς η φωτιά καταρρέει σαν το κύμα,
Που αγγίζει ένα-ένα της χλόης τα φυλλαράκια,
Με τη ζαφειρένια εμφάνιση τέλειας αναχώρησης,
Σα να περνά μια δούκισσα με γυάλινα γοβάκια!

Πώς το σκούρο σούρουπο έρποντας στην πόλη,
Κηλιδώνει όλα τα σπίτια αυτού του τόπου,
Και οι παλιοί πυρσοί που δεν τους φέρουν άνδρες,
Αστραποβολούν αμέσως κι επιτόπου!

Τώρα, είναι νύχτα στη φωλιά και στα κουμάσια,
Και δε βλέπω πού να είναι η δεντροστοιχία.
Μόνο ένας θόλος της αβύσσου νεύει,
Μέσα σε μια σχεδόν απόλυτη ερημία.

Αυτά είναι τα οράματα, αμήχανε Γκουίνο,
Που ο Τισιανός ποτέ δεν είχε δώσει.
Κι ο Ντομετσίνο έσταζε το πινέλο,
Χωρίς εξουσιοδότηση να ξεδιπλώσει.

CXI

Το βουητό των μελισσών διεκόπη.
Εντούτοις, ένα καινούριο βουητό,
Λίγων μεταγενέστερων προφητικών,
Έχει, παράλληλα, έλθει κι αυτό.

Τα χαμηλότερα μέτρα του έτους,
Όταν γελάει ολόκληρη η φύση,
Είναι ο μήνας Ιούνιος της Γένεσης,
Και του ιερού βιβλίου η «Αποκάλυψη».

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΑΓΑΠΗ

Όλα όσα έχω μαζέψε, σήμερα, μαζί μου,
Είναι αυτό και η καρδιά μου η άδεια,
Αυτό και η καρδιά μου και όλοι οι αγροί
Και μαζί, τα πλατιά λιβάδια.

Μην το ξεχάσω: σίγουρα, μετράτε και εσείς,
Κάτι που ο ήλιος θα μπορούσε να το πει,
Αυτό και η καρδιά μου και όλο το μελίσσι,
Που στο λιβάδι πιο πέρα κατοικεί.

I

Είναι η δική μου με το δίκιο της της λευκής μου εκλογής!
Δικής μου που ο βασιλικός έχει σφραγίσει!
Είναι δική μου με το στεναγμό της φυλακής,
Που ούτε η αμπάρα δε μπορεί να κλείσει!

Δική μου εδώ σε όραμα, μα και σε veto!
Δική μου και στον τάφο, μέχρι, πιθανόν, ν’ ανακαλέσω,
Με τίτλο, βεβαίωση, ναύλο παραληρήματος!
Δική μου κι αν οι αιώνες μπορούν να μου την κλέψουν!

II

Μου άφησες, γλυκέ μου, δυο κληροδοτήματα.
Ένα είναι το κληροδότημα της αγάπης,
Που ένας Ουράνιος Πατέρας θα κάνει ποιήματα,
Αν Αυτός έχει την προσφορά της.

Μετά, μου άφησες τα σύνορα του πόνου,
Ευρύχωρα όσο και το μέγιστο λιμένα
Μεταξύ αιωνιότητας και χρόνου,
Δηλαδή την ευσυνειδησία σου κι εμένα.
III

Μεταβολή; Όταν οι λόφοι μας την κάνουν...
Δισταγμός; Όταν η μεγαλειότητά του,
Ο ήλιος ρωτήσει αν το κλέος του
Είναι εκεί, στηντελειότητά του...

Αδηφαγία; Όταν ο ασφόδελος
Την κάνει, απ’ το βάρος της δροσιάς,
Σα να ‘τανε δική του, εγώ τότε,
Θ’ ανήκω, φίλε μου, σε σας!

IV

Τα Ηλύσια Πεδία είναι τόσο μακριά,
Όσο το πιο κοντινό δωμάτιο στο σπίτι,
Αν σ’ αυτό σε περιμένει ένας φίλος,
Για χαρά ή και για καταδίκη.

Όση γενναιότητα έχει η ψυχή μας,
Μπορεί να διαρκέσει άλλο τόσο
Ο ήχος της πόρτας που ανοίγει,
Κι ο τόνος αυτού που μπαίνει εντός!

V

Αμφίβαλε για μένα, αμυδρέ μου σύντροφε,
Μια κι ο Θεός μπορεί να νιώσει το περιεχόμενο αυτό,
Μ’ ένα μονάχα κλάσμα αγάπης,
Που δέχεται μέσα σου χωρίς περιορισμό.

Σε μένα, τα πάντα είναι για πάντα.
Τι περισσότερο μια γυναίκα θα μπορούσε;
Πες γρήγορα ότι μπορώ να σε κληρονομήσω,
Με την τελευταία ευχαρίστηση που μου ‘σαι.

Δε μπορεί να είναι το δικό μου πνεύμα,
Γι’ αυτό που ήταν πριν δική σου τούτη.
Εκχώρησα όλη που ήξερα τη σκόνη.
Ποια μεγαλύτερα υπάρχουν πλούτη;.

Είχα μια ταπεινή παρθένα,
Που η απώτερή της μοίρα ήτανε ό,τι μπορούσε:
Κάποιος ουρανός πολύ μακριά,
Που κατοικούσε ταπεινά με σένα!
VI

Αν ερχόσουν το φθινόπωρο,
Θα έδιωχνα το καλοκαίρι,
Μισογελώντας, με μυγοσκοτώστρα,
Όπως μια μύγα μέρα-μεσημέρι.

Αν σ’ έβλεπα έστω σ’ ένα χρόνο,
Θ’ ανέμιζα τους μήνες στο χορό,
Και θα τους έβαζα σε χωριστά συρτάρια,
Μέχρι τον τέλεια κατάλληλο καιρό.

Αν οι αιώνες μοναχά καθυστερούσαν,
Θα τους μετρούσα στο ένα μου το χέρι,
Αφαιρώντας μέχρι τα δάχτυλά να πέσουν,
Μέσα στου Βαν Ντίεμεν τα μέρη.

Αν σίγουρα, τελείωνε η ζωή,
Που δική σου και δική μου ίσως ήταν,
Θα την τίναζα πιο πέρα, σα μια φλούδα,
Και θα γευόμουν την αιωνιότητα.

Αλλά τώρα, μη γνωρίζοντας όσα διαρκούν,
Η φτερούγα του αβέβαιου καιρού,
Με κεντά σαν θυμωμένη μέλισσα,
Που δε δηλώνει την ύπαρξη κεντριού.
VII

Κρύβω τον εαυτό μου μέσα στο λουλούδι μου,
Που φοράς δεξιά πάνω στο στήθος,
Κι εσύ, ανυποψίαστος, φοράς και μένα
Και των αγγέλων το άμεμπτο ήθος.

Κρύβω τον εαυτό μου στο λουλούδι μου,
Που ξεθωριάζει στο δικό σου βάζο,
Κι εσύ, ανυποψίαστος, για μένα νιώθεις
Σχεδόν τη μοναξιά που βάζω. .

VIII

Αυτό που πάντα αγαπούσα,
Σου το αποδεικνύω πειστικά.
Όμως μέχρι που το αγαπούσα,
Δεν το αγαπούσα πειστικά.

Αλλά αυτό που θ’ αγαπάω πάντα,
Σου το χαρίζω τώρα με καρδιά.
Αυτή η αγάπη είναι η ίδια η η ζωή,
Και η ζωή αυτή έχει αιωνιότητα.

Αυτή είναι αναμφίβολα γλυκιά;
Τότε, δεν έχω τίποτα άλλο πια,
Τίποτα άλλο να σου δείξω,
Παρά μονάχα αυτό το Γολγοθά.

IX

Έχεις ένα ποταμάκι στην καρδιά σου,
Όπου φυτρώνουν λουλουδάκια ντροπαλά
Και πουλιά, φτεροκοπώντας, να πιούνε πάνε,
Και σκιές τρεμοπαίζουν στα νερά;

Και κανείς δε γνωρίζει πως υπάρχει
Ποταμάκι εδώ που έτσι κυλάει,
Και σαν ένα μικρό ζατρίκιο η ζωή σου
Καθημερινά εδώ μεθάει;

Τότε, ψάξε για το ποταμάκι μήνα Μάρτη,
Όταν τα ποτάμια ξεχειλίζουν,
Και τα χιόνια, σα χιονοστιβάδα, λόφους,
Και γεφύρια, όχι σπάνια, γρεμίζουν.

Και αργότερα, τον Αύγουστο, όταν
Τα λιβάδια μένουν ξεραμένα, πρέπει τώρα,
Να προσέξεις μη και το ποτάμι της ζωής σου
Σου στεγνώσει κάποια πυρωμένη ώρα.

X

Σαν κάποιο Αρκτικό λουλούδι,
Πάνω στον πολικό μας κύκλο,
Πήγε, θαυμάζοντας, κάτω στα πλάτη,
Μέχρι που ήρθε, σαν το γρίφο,
Στις καλοκαιρινές ηπείρους,
Και στο στερέωμα του ήλιου.

Σ’ ένα λαμπερό πλήθος ανθέων
Και πουλιών με άγνωστη γλώσσα!
Λέω, αν αυτό του μικρό λουλουδάκι
Ήταν στην Εδέμ πεπλανημένο,
Τότε, τι και γιατί και μόνο
Το συμπέρασμά σας είναι δεδομένο!

XI

Οποταμός μου σε σένα τρέχει επίσης.
Γαλάζια θάλασσα, θα με καλωσορίσεις;

Ο ποταμός μου αναμένει ανταπόκριση.
Ω, θάλασσα, δείξε λίγη κατανόηση!

Να σου φέρω κι άλλα ποταμάκια,
Που θα ‘χουνε στικτά κοιλωματάκια;

Ω, θάλασσα, θάλασσα στη ζωή σου,
Πάρε με, σε παρακαλώ, κι εμέ μαζί σου!

XII

Δε μπορώ να ζήσω άλλο μαζί σου,
Γιατί αυτό θα ήταν ψίχουλο,
Ενώ η ζωή είναι εκεί πέρα,
Ακριβώς πίσω απ’ τον ύφαλο.

Ο νεωκόρος κρατάει το κλειδί,
Για να τοποθετήσει τη ζωή,
Σα μέσα σε ένα φλυτζανάκι
Από ατόφια πορσελάνη,

Πεταμένο από τη νοικοκυρά,
Αλλόκοτο ή και σπασμένο.
Τώρα, ένα νέο Σεβρ πήρε τη θέση
Του παλιού που είναι ραϊσμένο.

Δε μπορώ και να πεθάνω μαζί σου,
Γιατί πρέπει ν’ αναμένει ο καθείς
Τα μάτια του αλλουνού να κλείσει,
Κι εσύ αυτό δεν το μπορείς.

Μα κι εγώ θα μπορούσα άραγε
Να σε βλέπω να παγώνεις εδώ κάτω,
Χωρίς δικό μου δικαίωμα στον πάγο,
Στο προνόμιο αυτό του θανάτου;

Ούτε μπορώ και μαζί σου ν’ ανατείλω,
Γιατί τότε η δική σου ευμορφία
Θα κάλυπτε τη μορφή του Ιησού,
Αυτή τη νέα μου μεγάλη ευλογία,

Που ήταν φλογερή, καθαρή και ξένη
Στα νυσταγμένα μάτια μου,
Εκτός εσού που εκείνη σ’ επεσκίαζε,
Γιατί ήταν πιο κοντά μου.

Αυτά θα μας έκριναν και να το πώς:
Εσύ θα πήγαινες στον Ουρανό,
Ή, έστω, θα μπορούσες να τον ψάξεις,
Ενώ δε θα μπορούσα να το κάνω εγώ.

Γιατί θα μου εμπόδισες τη θέα,
Και δε θα είχα πλέον μάτια
Για τον Παράδεισο που είναι
Μια πολύ φιλάργυρη εξοχότητα.

Και, τέλος, θα χανόμαστε κι οι δυο,
Αν και το δικό μου όνομα
Θα βάραινε ίσως πιο πολύ
Σε ένα ουράνιο πανόραμα.

Κι ενώ θα σωζόσουνα εσύ,
Εγώ θα ήμουν κατηγορουμένη,
Εκεί που δε θα ήσουνα, κι αυτό
Θα ήταν μια ζωή καταραμένη.

Έτσι, πρέπει να μείνουμε χώρια,
Εσύ εδώ κι εγώ πιο πέρα,
Με μισάνοιχτη αυτή την πόρτα,
Που είναι οι ωκεανοί,
Με προσευχή και με νηστεία
Και μ’ αυτή τη φτωχική τροφή μας,
Που είναι η απελπισία!

XIII

Ήλθε μια μέρα, μέσα του καλοκαιριού,
Αποκλειστικά για μένα, ακούς;.
Νόμισα πως ήταν μόνο για αγίους,
Εκεί που η αποκάλυψη είναι γι’ αυτούς.

Ο ήλιος, όπως πάντα, έφυγε έξω,
Τα λουλούδια, ως συνήθως, ήταν μπλε κι ωραία.
Σα να πέρασε το ίδιο το ηλιοστάσιο,
Που έκανε τα πάντα να φαντάζουν νέα

Ο χρόνος φοβόταν μη βεβυλωθεί από λόγια.
Το σύμβολο αυτού του θείου μυστηρίου
Δεν είχε ανάγκη, όπως στη θεία ευχαριστία,
Το θείο ένδυμα του δικού μας του Κυρίου.

Ο ένας ήταν για τον άλλο εκκλησία,
Που μας επέτρεπε την κοινωνιά με αυτόν τον καιρό,
Από φόβο μη φανούμε όλοι αδέξιοι,
Σ’ αυτόν τον υπέρτατο θείο Αμνό.

Οι ώρες γλιστρούσαν γρήγορα, όπως θέλουν,
Πιασμένες σφικτά από βέβηλα χέρια..
Τα πρόσωπα στα καταστρώματα, κοιτούσαν πίσω,
Δεμένα με την απέναντη, αντίθετη στεριά.

Κι έτσι, όταν όλος ο χρόνος είχε εκπέσει,
Χωρίς ήχο, χωρίς έκφραση καμία,
Και καθένας σήκωνε του άλλου το σταυρό,
Μια ηαι δεν είχαμε καμιά άλλη μαρτυρία.

Η ικανοποιητική πίστη που θα δείξουμε,
Τοποθετημένη κατα μήκος του δικού μας τάφου,
Θα δικαιώσει αυτόν το γάμο, τον καινούριο,
Μέσω Του μαρτυρίου μας έως θανάτου!

XIV

Είμαι πια δοσμένη. Έπαψα να είμαι δική τους.
Το όνομά του στάλαξα στο πρόσωπό μου,
Με νερό, στην εκκλησιά της πόλης.
Και αυτό δεν ανήκει πια στον εαυτό μου,
Και μπορούν να το βάλουν με τις κούκλες,
Με την παιδικότητα και τα παιγνίδια,
Με τα νήματα της κουβαρίστρας,
Που έπαψα να βελονιάζω η ίδια.

Ήμουν βαφτισμένη πριν, χωρίς επιλογή μου.
Αλλ’ αυτή τη φορά, έχω συνείδηση της χάρης.
Στο όνομα, το ανώτερο που υπάρχει,
Καλεσμένη η σελήνη στην πληρότητά μου,
Σταλάζει και το τόξο της ζωής γεμίζει
Με μικρό αλλά και σπάνιο διάδημα,

Το δεύτερο βαθμό. Πολύ μικρός ο πρώτος.
Στεμμένη έτσι, στεφανώνω το στήθος του πατέρα,
Σα μια βασίλισσα με μισο-επίγνωση.
Όμως, τώρα πια είμαι όρθια κι επαρκής,
Με δικαίωμα να επιλέγω ή να απορρίπτω,
Κι επιλέγω ένα θρόνο που είναι διαρκής.

XV

Ο χωρισμός ήταν μακρύς, αλλά
Είχε έλθει για συνέντευξη η ώρα,
Μροστά στο θρόνο κρίσης του Θεού,
Για δεύτερη φορά και τελευταία τώρα.

Αυτοί οι άσαρκοι εραστές συνάντησαν
Τον ουρανό με μια ματιά και πόνο,
Τον ουρανό των ουρανών, που είναι προνόμιο
Στα μάτια που έχει ο ένας για τον άλλο μόνο.

Δεν υπάρχει σε αυτούς διάρκεια ζωής.
Είναι ντυμένοι σαν το αγέννητο, το νέο,
Παρεκτός κι αν είχαν ήδη δει
Αυτό που τώρα δα γεννιέται, το αιώνιο.

Ήταν, άραγε, σαν γάμος όλο αυτό,
Κι ο οικοδεσπότης ήταν ο παράδεισος,
Κι όλα αυτά τα σεραφείμ και χερουβείμ
Ήταν οι συνήθεις καλεσμένοι, ίσως;

XVΙ

Είμαι μια σύζυγος κι έχω ήδη τελειώσει
Μ’ αυτή την άλλη δήλωση.
Είμαι Τσαρίνα κι είμαι μια γυναίκα τώρα,
Κι αυτό είναι ασφαλές, χωρίς αντίρρηση.

Πόσο παράξενη είναι η ζωή του κοριτσιού,
Πίσω απ’ αυτή την έκλειψη, την απαλή!
Νομίζω πως η γη μοιάζει επίσης
Μ’ αυτούς που τους καλούν οι ουρανοί.

Αυτό εδώ είναι μια άνεση, ενώ
Ήταν μονάχα πόνος όλα τ’ άλλα.
Όμως, γιατί να τα συγκρίνουμε;
Τώρα, είμαι σύζυγος! Τελεία και παύλα!
XVIΙ

Με δική του αίτηση, σηκώθηκε και στάλαξε
Τα παιγνιδάκια της δικής της της ζωής,
Παίρνοντας τον τιμημένο ρόλο
Της γυναίκας, μα και της συζύγου αυτής.

Αν τίποτα δεν έχασε, από την αφθονία
Κι απ’ το δέος της, αυτή τη νέα μέρα,
Ή απ’ την πρώτη προσδοκία κι από το χρυσό,
Που χρησιμοποιούσε και τα πέταξε πιο πέρα,.

Στέκει τώρα ξεχασμένη, και σα θάλασσα,
Αναπτύσσει πέρλες κι αγριόχορτα,
Όμως, μόνο σε αυτόν είναι γνωστά
Τις αβύσσους όπου κατοικούν αυτά.

XVIII

Παράδεισέ μου, έλα αργά!
Τα χείλη μου δε σ’ έχουν συνηθίσει,
Ντροπαλά ρουφούν το γιασεμί,
Όπως το αδύναμο μελίσσι,

Που φτάνει αργά στο άνθος του,
Γύρω από το στήμονα βουίζει,
Μετρά το νέκταρ, εισέρχεται
Και μες στο βάλσαμο αρμενίζει!
XIX

Απ’ όλες τις ψυχές του κόσμου,
Εγώ διαλέγω μια. ψυχή
Όταν η αίσθηση του πνεύματος διαλύεται
Και γίνεται υπεκφυγή.

Όταν αυτό που είναι και που ήταν
Στέκει αληθινό, λίγο πιο πάνω,
Κι αυτό το σύντομο δράμα της σάρκας
Μετακινείται κι υπεκφεύγει σαν την άμμο,

Κι όταν όλα δείχνουν το βασιλικό τους πρόσωπο,
Κι οι ομίχλες κόβουν μακριά,
Παρατήρησε το άτομο που τίμησα
Από τις λίστες που φέρουνε κοπριά
XX

Δεν έχω παρά μόνο τη ζωή αυτή,
Να την οδηγήσω σε τούτη εδώ τη σφαίρα,
Ούτε καν θάνατο, μα από το φόβο,
Μη μου διασκορπιστεί εκεί πέρα.

Ούτε δεμένη με τη γη που έρχεται,
Ούτε δεμένη με καμία πράξη,
Εκτός, μέσα από την έκταση
Που έχει η δική σου τάξη.

XXI

Ο πλούτος σου μου δίδαξε τη φτώχεια,
Εμένα, μία τυχερή πλουσία,
Σαν τα κορίτσια με τα λίγα τιμαλφή τους
Μα τόσο μεγάλα, όσο είναι η Ασία.

Άπλωσες τη μεγάλη κυριαρχία σου,
Ένα τόσο διαφορετικό Περού,
Κι εγώ εκτίμησα όλη τη φτώχεια,
Για μιας ζωής το κτήμα μετά σού.

Για το δικό μου, λίγα ξέρω εγώ.
Μονάχα τα ονόματα των κοσμημάτων,
Τα χρώματα των πιο κοινών,
Και τη σπάνια συλλογή σου διαδημάτων.

Τόσο πολύ, που είδα τη βασίλισσα,
Και τη δόξα της έπρεπε να ξέρω. Ωστόσο,
Αυτός πρέπει να είναι ένας άλλος πλούτος,
Που και στους ζητιάνους λείπει τόσο.

Είμαι σίγουρη πως στην Ινδία, πέρα,
Σ’ αυτούς που προσβλέπουν σ’ εσένα, όλη-μέρα,
Χωρίς όρια και χωρίς καμιά μομφή,
Θα μπορούσα να ‘χω μόνο του Ιούδα τη μορφή!

Είμαι βέβαιη πως αυτός ο Γολγοθάς,
Είναι πιο πέρα από τη δύναμή να κρίνω,
Να χαμογελώ σε μένα κάθε μέρα,
Τι καλύτερο από το κόσμημα εκείνο!

Επιτέλους, παρηγορούμαι πια να ξέρω
Ότι υπάρχει ένα χρυσάφι που μπορώ να έχω,
Αν και αποδέχομαι πολύ αργά
Ότι παίρνει χρόνο την ουσία να κατέχω!

Είναι μακριά ο θησαυρός για να υποθέσω
Και ν’ αξιολογήσω αυτή την πέρλα,
Που γλίστρισε στο δάχτυλό μου, όταν
Ήμουνα ακόμη στο σχολειό, κοπέλα!

XXII

Άφιέρωσα σ’ εκείνον τη ζωή μου,
Και τον πήρα, ως ανταμοιβή, στον τόπο.
Το επίσημο συμβόλαιο μιας ζωής
Επικυρώθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο.

Ο πλούτος του μπορεί να απογοητεύει,
Εμένα, μια απόδειξη σχεδόν απάτης
Σε σχέση με το μεγάλο ύποπτο αγοραστή,
Το καθημερινό κάτοχο Αγάπης.

Υποτιμούσα, ασφαλώς, το όραμα,
Ώσπου ο έμπορος αγόρασε από μένα.
Ακόμη, στα νησιά των μπαχαριών, ο μύθος,
Τα φίνα αυτά φορτία είν’ απλωμένα.

Τουλάχιστον, είναι έν’ αμοιβαίο ρίσκο.
Κάποιοι το βρίσκουν όταν μοιράζεται η πίττα.
Γλυκό διαμέρισμα Ζωής που ο καθένας
Μπορεί να το κατέχει, κάθε νύχτα.

XXIII

Πηγαίνοντς σ’ αυτόν, ευτυχής επιστολή, πες του...
Διηγήσου του τη σελίδα που δεν έγραψα.
Πες του πως εγώ έδωσα μόνο τη σύνταξη,
Και άφησα ρήμα και αντωνυμία έξω.
Πες του πώς βιάστηκαν τα δάχτυλα και πόσο,
Μετά, πώς στούπωσαν αργά, τόσο αργά,
Μετά, ευχήθηκες να έβλεπες τις σελίδες τις δικές σου,
Για να μπορέσεις ν’ αντικρύσεις τι ήταν αυτό που τα κινούσε τόσο.

Πες του πως δεν ήμουν ασκημένη στη γραφή,
Εσύ το μάντεψες από τον τρόπο που η πρόταση μοχθούσε.
Μπορούσες να ακούσεις το στήθος, πίσω σου, να ρυμουλκεί
Σα να το έσερνε ένα μικρο παιδί.
Σχεδόν, λυπήθηκες και το ‘συρες κι εσύ.
Πες του...Αλλά όχι. Μπορείς εκεί να υπεκφύγεις,
Γιατί θα ράιζες την καρδιά του, αν το μάθαινε,
Και τότε, θα ‘μασταν κι οι δυο μας παρηγορητές.

Πες του πως η νύχτα τέλειωσε πριν από μάς,
Και το παλιό ρολόι χλιμίντριζε «ημέρα»,
Ενώ εσύ ήσουνα νυσταλέος και παρακαλούσες να τελειώνει.
Πώς μπορούσε το ρολόι να πάει τόσο πίσω, να το πει;
Πες του πώς σε σφράγισε, τόσο προσεκτική,
Μα αν ρωτήσει πού ήσουνα κρυμμένη πάλι
Μέχρι αύριο, ευτυχής μου επιστολή,
Υποκλίσου του φιλάρεσκα και γείρε το κεφάλι!
XXIV

Ο τρόπος που διαβάζω ένα γράμμα, είναι:
Κλειδαμπαρώνω την πόρτα μου ως κάτω,
Και μετά, το σπρώχνω με τα δάχτυλα,
Για να’ ναι σίγουρη η μεταφορά του.

Μετά, πηγαίνω όσο γίνεται πιο μακριά,
Για ν’ αποφύγω κάθε επισκέπτη,
Μετά, τραβώ το γράμμα μου μπροστά,
Και σχίζω απαλά αυτή την τσέπη.

Μετά, κοιτάζω επίμονα το πάτωμα
Το ίδιο εξετάζω και τον τοίχο,
Καταδικάζοντας κάποιο τυχαίο ποντικό,
Που δεν είχα προλάβει να εξορκίσω.

Διαβάστε πόσο απροσδιόριστη είμαι εγώ,
Σε κανένα μα κανένα ήδη γνωστό σας,
Κι αναστενάξτε για τύχη από τον ουρανό.
Μα όχι! Του ουρανού το δόγμα είναι δικό σας.

XXV

Άγριες, άγριες είναι οι νύχτες!
Όταν εγώ είμαι με σένα,
Άγριες νύχτες πρέπει να ‘ναι
Η πολυτέλεια για μένα!

Χαμένοι πάνε οι άγριοι άνεμοι
Για μια καρδιά σ’ ένα λιμάνι ή κάτι,
Οδηγημένη απ’ την πυξίδα σου,
Οδηγημένη κι απ’ από το χάρτη.

Κωπηλατώντας στον Πράδεισο!
Α, τι θάλασσα αυτή για μένα!
Μπορώ να βάλω αγκυροβόλιο
Απόψε κιόλας σε εσένα!

XXVI

Η νύχτα ήταν μεγάλη κι επιπλωμένη φτωχικά,
Με ένα σκέτο αστέρι μόνο,
Που συχνά, σαν σύννεφο να συναντούσε,
Και έφευγε μακριά, σαν από φόβο.

Ο άνεμος ακολούθησε ένα μικρούλη θάμνο,
Και έδιωξε τα φύλλα του στα μάκρη,
Νοέμβρη μήνα, κι ανεβαίνοντας ψηλά,
Θρονιάστηκε στης στέγης μας την άκρη.

Για να μπορεί ο τυφλός να κάνει γρήγορα,
Και όσο γίνεται κοντά στο τζάκι,
Έσυρε την κουνιστή του πολυθρόνα,
Και για το φτωχό, τρεμούλιασε λιγάκι.

Τι ευγενικό έργο της οικοδέσποινας,
Όταν του είπε «Πόσο ευχάρισος είστε!»,
Καθισμένη στον απέναντι σοφά,
«Κάνει κρύο σαν το Μάη, μα εσείς δεν είστε!»
XXVII

Έλυσε ο λαγός τη ζώνη του,
Για τη μέλισσα ερωμένη-κότα.
Θα μπορούσε να αγιάσει το λαγό η μέλισσα
Τόσο πολύ, όσο και πρώτα;

Θα μπορούσε, πεπεισμένος, ο παράδεισος
Να παραχωρήσει την περλένια τάφρο του, τη μία;
Θα μπορούσε η Εδέμ να’ ναι Εδέμ,
Και η κομητεία να’ ναι μία κομητεία;

XXVIII

Μια γοητεία ντύνει ένα πρόσωπο,
Που φαίνεται μη τέλειο στην όψη .
Η κυρία δεν τολμά να βγάλει το βέλο της,
Μη και κάτι πάει να την κόψει.

Αλλά η όψη πίσω από τις μπούκλες της,
Και εύχεται και αρνείται να φανεί,
Μη και η ετήσια εξομολόγηση είναι μια θέληση,
Που την εικόνα της την ικανοποιεί.

XXIX

Το ροζ χοροπήδησε στο μάγουλό της,
Το κορμί της ροζ κι αυτό και μαραμένο,
Η χαριτωμένη της φωνή, γεμάτη θλίψη,
Κλονίζονταν σαν ένα μεθυσμένο.

Τα δάχτυλά της ψηλαφούσαν το εργόχειρο,
Κι η βελόνα δεν έλεγε να προχωρήσει.
Τι πονηρό ενοχλούσε μιαν υπηρετριούλα;
Αυτή η απορία θα με αρρωστήσει.

Μεχρι που, απέναντι, είδα ένα μάγουλο,
Που υπέφερε κι αυτό από ροζ χρώμα.
Μόλις απέναντι, μιαν άλλη ομιλία,
Που κι αυτή έμοιαζε σα να ‘πεφτε σε κώμα.

Ένα ένδυμα, που σαν το σώμα, χόρευε,
Σ’ αυτόν το γνωστό μας αθάνατο τόνο,
Μέχρι που τα δυο ενοχλημένα ρολογάκια
Χτύπησαν γλυκά σαν ένα μόνο.

XXX

Λένε πως σε χώρες που ποτέ δεν είδα,
Αθάνατες Άλπεις κάτω ατενίζουν
Τίνος το καπέλο αγγίζει το στερέωμα,
Και τίνος τα σανδάλια την πόλη αγγίζουν.

Ήμερες σ’ αυτόν που στα αιώνιά του πόδια
Μυριάδες μαργαρίτες παίζουν, πέρα.
Ποιος είστε κύριε κι εγώ ποια είμαι,
Πάνω σε μια Αυγουστιάτικη ημέρα;

XXXI

Η σελήνη είναι μακριά από τη θάλασσα,
Και όμως, με χέρια από κεχριμπάρι,
Την οδηγεί, σαν ένα πειθήνιο αγόρι,
Μέχρι εκεί που γ’εγγουνε οι φάροι.

Ποτέ δε χάνει ούτε ένα πόντο.
Υπάκουη στα μάτια τα δικά της,
Έρχεται τόσο μακριά απ’ την πόλη,
Όσο φεύγει πάλι μακριά της.

Ω, Κύριε, δικό σου το κεχριμπαρένιο χέρι,
Και δική μου η θάλασσα η μακρινή,
Υπάκουη σε ό,τι με προστάξεις,
Στων ματιών σου την ελάχιστη εντολή.

XXXII

Έβαλε τη ζώνη γύρω απ’ τη ζωή μου.
Άκουσα της πόρπης την κλαγή,
Και στράφηκε μακριά, βασιλικός,
Κλειδώνοντας τη διάρκεά μου σε ζωή.

Εσκεμμένα, όπως θα ‘κανε ένας δούκας,
Ενός βασίλειου το μικρό κατόρθωμα,
Έκτοτε, είμαι ένα αφιερωμένο πλάσμα,
Ένα μέλος στου συννέφου τ’ όνομα.

Μα όχι μακριά, για να απαντά στην κλήση,
Και να κάνει τους μικρούς του κόπους,
Που κάνουν το γύρο της ανάπαυσης,
Και να μοιράζει χαμόγελα σε ανθρώπους.

Σ’ αυτούς που σκύβουν να προσέξουν το δικό μου,
Και ευγενικά ζητούνε να περιληφθούν,
Δεν ήξερες κι εσύ, σε ποιου την πρόσκληση.
Σε ποιόν, λοιπόν, πρέπει να υποκλιθούν;

XXXIII

Κράτησα ένα κόσμημα στα δάχτυλα,
Και πήγα για ύπνο στο δωμάτιό μου.
Η μέρα ήταν ζεστή, κι ανιαροί οι άνεμοι.
«Αυτό θα διαρκέσει» είπα στον εαυτό μου.

Ξύπνησα και μάλωσα τα δάχτυλά μου,
Γιατί ο κόσμημα είχε πια χαθεί,
Και τώρα, μια ανάμνηση αμέθυστου
Είναι ό,τι έχω στη δική μου κατοχή.

XXXIV

Τι κι αν λέω ότι δε θα περιμένω;
Τι κι αν έκαψα της σάρκας μου τη θύρα,
Και, δραπέτης, πέρασα σε Σένα;
Τι κι αν αγνόησα τη θνητότητά μου,
- Κοίτα πόσο με πληγώνει! Αρκετά! –
Και τώρα υδροβατώ, απελευθερωμένα;

Δε μπορούνε να μας πάρουν πια. Μπορεί
Οι φύλακες με καλούν και τα όπλα να ικετεύουν.
Ασήμαντα είναι αυτά, πέρα για πέρα,
Όπως το γέλιο ήτανε μια ώρα πριν,
Ή τα σειρήτια ενός περιοδεύοντος θιάσου,
Ή το ποιος πέθανε εχθές ή κάποια μέρα!

XXXV

Είμαι περήφανη για τη σπασμένη μου καρδιά, που την έσπασες εσύ.
Πρήφανη και για τον πόνο που δεν ένιωθα πριν από σένα.
Περήφανη και για τη νύχτα από τότε που εσύ τη δροσίζεις με φεγγάρια,
Και που στο δικό σου πάθος δε μετέχει πια η ταπεινότητά μου.

XXXVI

Η αξιωσύνη μου είναι όλη μου η αβεβαιότητα,
Κι όλος μου ο φόβος, η δική Του αξία,
Σε σύγκριση μ’ αυτήν, όλη μου η υπόσταση
Μου φαίνεται πάρα πολύ μικρή κι αστεία.

Από το φόβο μην αποδειχθώ ανεπαρκής
Για την ανάγκη Του την τόσο αγαπημένη,
Την πιο πρωταρχική αυτή αντίληψη,
Μέσα στην πίστη μου τη δεδομένη.

Έτσι, εγώ, η μη θεϊκή διαμένουσα
Στο εκλεκτό περιεχόμενό Του,
Βολεύω την ψυχή μου σαν να ήτανε ναός,
Πάνω στο ιερό μυστηριό Του.

XXXVII

Η αγάπη είναι το μέσα μέρος της ζωής,
Μετά από το θάνατο της ίδιας.
Είναι η ερμηνεία της αναπνοής
Και το αρχικό στοιχείο της δημιουργίας.

XXXVIII

Εγώ, σε σχέση με τους άλλους, είχα μόνο μία ευλογία.
Όμως, τόσο πιο μεγάλη στα μάτια μου τα ίδια,
Που έπαψα να την υπολογίζω, ικανοποιημένη
Από το μέγεθος της και την τόση γοητεία.

Ήταν το ίδιο το όριο του ονείρου μου,
Ο στόχος ο απόλυτος της προσευχής μου,
Μια τέλεια παραλυτική μακαριότητα,
Ευτυχισμένη όπως η απογοήτευσή μου.

Δεν ήξερα πια από «θέλω» κι από κρύο.
Γι’ αυτή τη νέα αξία στην ψυχή μου,
Φαντάσματα γινήκαν και τα δυο,
Το ανώτερο άθροισμα στη γη μου.

Σκοτεινισμένοι με μια κόκκινη απόχρωση.
Ο ουρανός ο κάτω κι’ ο ουρανός ο πάνω.
Η κρίση μας, κατεστραμμένη και αυτή,
Κι ολόκληρη η ζωή, ακουμπισμένη χάμω.

Γιατί οι χαρές ξοδεύονται με τόση ανεπάρκεια;
Γιατί ο Παράδεισος να αναβάλλει συνεχώς;
Γιατί οι κατακλυσμοί σερβίρονται σε κύπελα;
Δε διανοούμαι τώρα πια ή προσεχώς.

XXXIX

Όταν πάψουνε ν’ ανθίζουνε τα ρόδα,
Κι οι βιολέτες να λένε «καλημέρα»,
Όταν οι μέλισσσεςμ με μεγαλοπρεπή πτήση,
Θα έχουν περάσει από τον ήλιο πέρα,

Το χέρι που έπαψε να τα μαζεύει,
Ντυμένο Όμπερν, θε να πέσει
Πάνω σ’ αυτή την καλοκαιρινή ημέρα,
Και «Πάρε το άνθος» θα παρακαλέσει!

XL

Για σένα, μέγιστε, μπορώ να γίνω καλοκαίρι,
Όταν καλοκαιρινές ημέρες δε θα υπάρχουν πια.
Μπορώ να γίνω και η μουσική σου, όταν
Το νυχτοπούλι μα κι ο φλώρος θα σιωπά.

Για να Σου ανθίσω, θα πηδήσω και τον τάφο,
Και θα σπείρω μπουμπουκάκια του ονείρου.
Σε ικετεύω πάρε με δική σου Ανεμώνη,
Δικό σου λουλουδάκι του απείρου!

XLI

Ξέκοψε απ’ το γλέντι και θα βρεις τη μουσική,
Βολβό με βολβό, τυλιγμένη σε ασήμι,
Μοιρασμένη ανεπαρκώς στο καλοκαιρινό πρωί,
Σωσμένη για τ’ αυτί σου, αν το λαγούτο άηχο μείνει.

Διώξε την πλημμύρα και θα γίνει ολοφάνερη,
Σταγόνα-σταγόνα, φυλαγμένη και δική σου,
Η κόκκινη εμπειρία, άπιστε Θωμά μου!
Αμφιβάλλεις τώρα ότι για το γνήσιο το πουλί σου;

XLII

Ήταν πιο γλυκό χάνω εσένα,
Παρά να κερδίζω όλες τις χαρές που ήξερα.
Είναι αλήθεια πως η ξηρασία είναι πενιχρή,
Αλλά τότε, είχα τη δρόσο για παρηγοριά!

Η Κασπία έχει της άμμου τα βασίλεια
Του άλλου βασιλείου, της θαλάσσης.
Χωρίς αυτό το στείρο επιμύθιο,
Κασπιανός δε θα μπορεί να υπάρχει.

XLIII

Φτωχή, μικρή καρδιά μου!
Σε ξέχασαν κι εσένα;
Μην έχεις άχτι! Μην έχεις άχτι!
Περήφανη καρδιά μου!
Σ’ έχουν εγκαταλείψει;
Να ‘σαι κεφάτη! Να ‘σαι κεφάτη!

Εύθαυστη καρδιά μου!
Δε θα σε έθραυα ποτέ.
Δε μ’ εμπιστεύεσαι; Δε μ’ εμπιστεύεσαι;
Ευθύμισε μικρή καρδιά μου!
Σαν την πρωινή τη δόξα,
Κι εσύ μαραίνεσαι! Κι εσύ θα μαραίνεσαι!

XLIV

Υπάρχει μία λέξη, μία,
Που είναι σα μαχαίρι.
Μπορεί να τρυπήσει πανοπλία.
Εκτοξεύει σαν αιχμές τις συλλαβές της,
Και μετά, σωπαίνει.
Αλλά από πού έπεσε αυτή;
Αυτός που σώθηκε μπορεί να πει,
Κάποια πατριωτική ημέρα,
Ένας αξιωματούχος αδελφός
Έδωσε την αναπνοή του εδώ πέρα.

Όποτε τρέχει ο άπνους ήλιος,
Οποτεδήποτε πλανάται η μέρα,
Υπάρχει η αθόρυβη επίθεσή της,
Υπάρχει η δική της δόξα!
Κοίτα τον απόλυτο το σκοπευτή!
Κοίτα το πιο καίριο χτύπημά του!
Ο ύψιστος στόχος του χρόνου είναι
Μια ψυχή που «ξεχάστηκε» μπροστά του!

XLV

Έχω ένα βέλος εδώ.
Αγαπώντας το χέρι που το έστειλε,
Το εκτοξεύω με πολύ σεβασμό.

Πέφτοντας, θα πει «Ακροβολισμός!».
Νικημένη, η ψυχή μου θα ξέρει ότι
Δεν ήταν παρά μόνο ένα βέλος,
Που στάλθηκε απ’ το τόξο ενός τοξότη.

XLVI

Αυτός ψηλαφεί μες στο μυαλό σου,
Όπως οι οργανοπαίκτες τα κλειδιά,
Πριν εκτελέσουνε την πλήρη μουσική τους:
Σε καταπλήσσει βαθμιαία και σταδιακά.

Προετοιμάζει την εύθραυστή σου ουσία,
Για το φύσημα του άυλου αιθέρα,
Με πιο αδύναμα σφυριά, κοντά, μετά αργά,
Που ακούγονται να ηχούνε από πέρα.

Η αναπνοή σου έχει χρόνο να ενισχυθεί,
Και ο ψυχρός εγκέφαλός σου να καεί.
Να μοιραστεί ένα κεραυνό βασιλικό,
Που γδέρνει την ψυχή σου τη γυμνή.

XLVII

Καρδούλα μου, εμείς θα τον ξεχάσουμε!
Εσύ κι εγώ, απόψε, Βάλε εμπρός!
Εσύ μπορείς να λησμονήσεις τη γλυκιά του θέρμη,
Κι εγώ να λησμονήσω το γλυκό του φως.

Όταν θα το κάνεις, σε ικετεύω, πες μου
Οτι τις σκέψεις μου μπορώ να κάνω πιο θολές.
Σπεύδω τώρα, μήπως και εσύ αργήσεις,
Και συνεχίσω να τον θυμούμαι, όπως εχθές!

XLVIII

Πατέρα, δε σου φέρνω εμέ την ίδια,
Που θα ήτανε φορτίο μικρό.
Σου φέρνω τη βασιλική καρδιά μου,
Που δεν είχα τον καιρό να την κρατώ.

Την καρδιά που περιέθαλπα εντός μου,
Γιατί η δική σου γινότανε βαριά,
Και μετά, καθώς έγινε βαρύτερη,
Μήπως και για εσέ πολύ πλατιά;

XLIX

Υπερτρέφουμε την αγάπη, όπως κι άλλα πράγματα,
Και μετά, τη βαζουμε σ’ ένα συρτάρι,
Μέχρι που να φαίνεται παλιομοδίτικη,
Σαν των προπατόρων το γιλέκο και σαλβάρι.

L

Η καρδιά δε σπάει ούτε με ρόπαλο,
Ούτε, βέβαια, με λοστό,
Μα μ’ ένα μαστιγιάκι που δε φαίνεται,
Και που σε μένα ήταν γνωστό.

Αυτό έδερνε τη μαγική δημιουργία,
Μέχρι που έπεφτε.
Όμως, το όνομα του είναι τόσο ευγενικό,
Που δε λέγεται.

Όνομα μεγαλόψυχου πουλιού,
Από παιδί ειδωμένο,
Που κελαηδεί πάνω στην πέτρα
Που το ‘χει σκοτωμένο.

LI

Φίλος μου πρέπει να ‘ναι ένα πουλί,
Γιατί αυτό πετάει!
Ο φίλος μου πρέπει να ‘ναι θνητός
Για να πεθάνει!
Να ‘χει κεντρί, όπως η μέλισσα.
Περίεργε φίλε μου, με περιλέκεις,
Όσο δε θέλησα!

LIΙ

Με άγγιξε κι έτσι ζω για να γνωρίσω
Ότι κάποια μέρα θα μου επιτραπεί
Το στήθος του να ψηλαφήσω.

Ήταν για μένα ένα απέραντο «παντού»,
Και σιωπηλό, όπως η κακιασμένη θάλασσα
Κάνει τα ποταμάκια να ηρεμούν.

Και τώρα, είμαι διαφορετική από πριν,
Σα να έχω εισπνεύσει ανώτερο αέρα,
Ή σα να βούρτσισα ρόμπαν βασιλικήν.

Τα πόδια μου, που είχαν τόσο περιπλανηθεί,
Τη γύφτική μου μούρη έχουν τώρα
Μεταμορφώσει στην πιο τρυφερή γνωστή.

LIII

Ας μη παραμορφώσω το τέλειο όνειρό μου
Από μια κηλίδα της αυγής,
Μα τόσο παρεπόμενη της νύχτας,
Που θα ‘ρθει πάλι εξαρχής.

LIV

Εγώ ζω μ’ αυτόν. Βλέπω το πρόσωπό του,
Και δεν πηγαίνω πιο μακριά και κάπου,
Σαν ένας επισκέπτης ή σαν τη δύση.
Είναι η απλή μυστικότητα θανάτου,

Η μόνη που προλαμβάνει τη δική μου,
Και που έχει το δικαίωμα να ορίζει,
Και να παρουσιάζει έναν ορατό ισχυρισμό,
Που χωρίς καμία δέσμευση χαρίζει.

Εγώ ζω μ’ αυτόν. Ακούω τη φωνή του,
Θα ‘μαι ζωντανή μέχρι τη μέρα της ουσίας,
Στη μαρτυρία και στη βεβαιότητα
Της αιωνίας της αθανασίας.

Μαθημένη απ’ το Χρόνο, τον χαμηλότερο δρόμο,
Αυτή την καθημερινή μου καταδίκη,
Αυτή η ζωή, όπως αυτός, είναι ατέλειωτη,
Και ας είναι ό,τι θέλει η θεία δίκη.

LV

Ζηλεύω τη θάλασσα όταν τυτιδώνει,
Ζηλεύω τα λόγια των τροχών
Της άμαξας που τον μεταφέρει.
Ζηλεύω την αρμονία των βουνών,

Που ατενίζουν το ταξίδι του. Πόσο
Εύκολα τα πάντα μπορούν να δουν,
Κι αυτό που είναι αυστηρά απαγορευμένο,
Σε μένα, όπως η θέα τ’ ουρανού!

Ζηλεύω τις φωλιές των σπουργιτών, που
Στίζουνε τα γείσα του, τα απομακρυσμένα,
Την ωραία τους πτήση στο παράθυρό του,
Τα φύλλα τα πολύ ευτυχισμένα,

Που έξω από τη δική του πόρτα αφήνουν,
Του καλοκαιριού το φύλλο να σταθεί,
Τα ωραία σκουλαρίκια του Πιζάρο,
Που δε θα ‘χω στη δική μου κατοχή.

Ζηλεύω το φως που τον ξυπνάει,
Και τις καμπάνες που ηχούνε ζωηρά,
Για να του πουν πως είναι μεσημέρι, κι ότι
Μπορεί σε μένα να ρθουνε κάποια φορά.

Όμως, απαγορέψτε τα λουλούδια,
Και ακυρώστε την καλή μου μέλισσα,
Μη και το μεσημέρι, σε αιώνια νύχτα,
Ρίξει ο Γαβριήλ κι εμένα μέσα.

LVI

Ήταν σοβαρό το πράγμα, είπα,
Να είμαι μια γυναίκα πάλλευκη,
Και να φέρω, αν ο Θεός το επιτρέψει,
Την αγιοσύνη του τη μυστική.

Ήτανε δειλία να ρίξω τη ζωή μου
Σε μία ολοπόρφυρη πηγή,
Χωρίς φτερά να με γυρίσουν πίσω,
Μέχρι να έλθει η αιώνια ζωή.

LVII

Θείος τίτλος είναι ο δικός μου,
Χωρίς να υπογράφω σύζυγος.
Πολύ ψηλός είναι ο βαθμός μου,
Που μου απονεμήθηκε, ω,
Αυτοκράτορα του Γολγοθά!
Όλα βασιλικά εκτός
Από το θείο Στέμμα.
Μνηστή χωρίς λιγοθυμιά,
Που ο Θεός δίνει σε όλες,
Όταν οι δυο κρατάνε,
Διαμάντι στο διαμάντι,
Και χρυσό στο χρυσό,
Γεννημένοι, παντρεμμένοι,
Και σαβανωμένοι,
Σε μια μέρα, όπως-όπως.
- Τριπλή η Δόξα –
«Σύζυγέ μου».
Λένε οι γυναίκες,
Προσβάλλοντας τη μελωδία.
Μα είναι, άραγε,
Αυτός ο τρόπος;

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

I

Σε όλους μας έρχεται ένα αξίωμα,
Κάποιο δαφνοστεφανωμένο μετα-γεύμα.
Κανείς δεν είναι ικανός να σταματήσει,
Και κανείς να αποφύγει αυτό το στέμα.

Προγυμναστές και υπηρέτες το ασφαλίζουν,
Και επιμελητήριο και κράτος και λαός,
Και οι καμπάνες, επίσης, στο χωριό μας,
Καθώς ιππεύουμε στητοί και μεγαλειωδώς.

Τι αξιοπρεπείς που είναι οι ακόλουθοι!
Τι υπηρεσίες μας όταν, κάποτε, σταθούμε!
Και πόσο πιστά, κατά την αναχώρηση,
Εκατοντάδες καπελάκια χαιρετούνε.

II

Καθυστερούσε μέχρι που έπαψε να ξέρει.
Καθυστερούσε μέχρι το λευκό σου περιστέρι
Έγειρε κάτω το ρόδο της αγαπημένο.
Μια ώρα πριν πετάξει μακριά η αναπνοή της,
Μια ώρα ακριβώς μετά που έφυγε η πνοή της.
Ω, αυτό το χθές, το καθυστερημενο!

Μπορούσε να μαντέψει αυτό που θα συμβεί.
Μπορούσε, ωστόσο η χαρά ενός διαλαλητή,
Που είχε αναρριχηθεί πάνω στο λόφο,
Δεν είχε τη μακαριότητα λίγο ν’ αργήσει.
Ποιος ξέρει παρά μόνο η παραδομένη δύση
Πως ακόμη δεν την είχε καταφέρει τόσο;

Αχ! Αν ήταν δυνατόν η αναχώρηση
Να ξεχνιόταν από της νίκης τη θεώρηση,
Στο αυτοκρατορικό της πεπρωμένο,
Να τους δείξει αυτή την ήπια φορεσιά,
Που δε θα πάψει να σημαίνει βασιλιά,
Έστω και όχι ακόμη εστεμμένο!

III

Στην αναχώρηση για τη μεγάλη κρίση,
Ένα απόγευμα ιδιαζόντως ισχυρό,
Μεγάλα σύννεφα σαν συνοδοί που λιώνουν,
Θα κοιτάζουν στα μάτια το δημιουργό.

Τότε, η σάρκα άκυρη, παραδομένη,
Θ’ αρχίσει την αποσωμάτωση που θα ‘χει,
Κι οι δύο κόσμοι σαν ακροατήρια θα σκορπίσουν
Και θ’ αφήνουν την ψυχούλα μας μονάχη.

IV

Ασφαλή, μέσα στα αλαβάστρινα δωμάτια τους,
Ανέγγιχτα από το πρωί, μα όταν πέφτει η μέρα,
Κοιμούνται τα νηφάλια μέλη της ανάστασης,
Μ’ ένα ταβάνι πάνω τους και στέγη από πέτρα.

Το φως γελά στην αύρα στο κάστρο της το λαμπερό,
Η μέλισσα φλυαρεί μ’ ένα καινούριο ήχο, ατάραχο,
Τα πουλάκια σφυρίζουν έναν άγνωστο σκοπό.
Αχ, τι ευφυία εξαφανίζεται σ’ αυτόν τον τάραχο!

Τα χρόνια μεγαλόπρεπα αναχωρούν στο μισοφέγγαρο,
Οι κόσμοι αδειάζουν τη σειρά των στερεωμάτων,
Τα διαδήματα πέφτουνε και ο Δόγης παραδίδει,
Άηχα σαν τελείες, σένα δίσκο χιόνι γεμάτο.
V

Σ’ αυτήν την καταιγίδα ανέτειλε το ουράνιο τόξο,
Κι ο ήλιος το αργοπορημένο, το βράδυ-πρωί,
Τα σύννεφα σαν τους αδιάφορους ελέφαντες,
Πριπλανήθηκαν στων οριζόντων τη γραμμή.

Τα πουλιά σηκώθηκαν με γέλια στις φωλιές τους,
Και οι άνεμοι ήταν σφοδροί σαν το πιπέρι.
Αλίμονο! Πόσο απρόσεκτα ήταν τα μάτια,
Αυτού που πάνω του έλαμψε το καλοκαίρι!

Αυτή η ήσυχη αδιαφορία του θανάτου
Δε μπορεί ζωή στη αυγούλα να χαρίσει.
Ο αργός συλλαβισμός του αρχαγγέλου
Έχει την υποχρέωση να την ξυπνήσει.

VI

Το κουκούλι μου ωριμάζει και με χρώματα παίζει,.
Κι εγώ ψηλαφώ τον αέρα κοντά μου.
Μια αμυδρή ικανότητα με φτερούγες
Υποβαθμίζει το απλό φόρεμά μου.

Πρέπει να ‘ναι μια δύναμη πεταλουδων
Που την ικανότητά τους να πετούν
Την παραχωρούνε τα λιβάδια
Και το άνετο σάρωμα του ουρανού.

Έτσι, πρέπει να ματαιώσω τη δική μου νύξη.
Πρέπει να κρυπτογραφήσω αυτό το σήμα,
Και να κάνω χοντρά λάθη, αν επιτέλους,
Πάρω αυτό το σωτήριο το νήμα.

VII

Αγαλίαση είναι να πηγαίνεις
Από μια μεσόγειο δε θαλάσσια οντότητα,
Αφήνοντας ξωπίσω σπιτάκια κι ακρωτήρια,
Και βουτώντας στη βαθιά αιωνιότητα.

Γεννημένοι, όπως εμείς, στα βουνά ανάμεσα,
Μπορούμε, άραγε να καταλάβουμε των ναυτικών
Αυτή τη θεϊκή και άγρια μέθη της πρώτης
Λεύγας έξω απ’ την ασφάλεια των γαιών;

VIII

Με μάτια ευγενικά, κοίτα το χρόνο πίσω,.
Αναμφίβολα, έβαλε όλα του τα δυνατά.
Στης ανθρώπινης φύσεως τη δύση, κοίτ
Πώς τραγουδάει ο τρέμων ήλιος απαλά!

IX

Ένα τραίνο πέρασε μέσα από μια πύλη κηδείας,
Ένα πουλί την παραβίασε και έψαλε μπροστά,
Και τετέρισε και τρεμούλιασε και έσεισε το λαιμό του,
Μέχρι ολόκληρη των νεκροταφείων τη σειρά

Και μετά, συντόνισε τη μικρές του νότες,
Και υποκλίθηκε και έψαλε ξανά.
Αναμφίβολα, σκέφτηκε να συναντήσει το νεκρό,
Και να πει στους ανθρώπους «άντε γεια!».

Χ

Πέθαινε για ομορφιά κι όμως φοβόταν
Να συντονιστεί στοκενοτάφιο,
Όταν αυτός που πέθανε από πίστη,
Κοίτονταν στο διπλανό δωμάτιο.

Με ρώτησε απαλά: «Γιατί εγώ απέτυχα;»
Κι εγώ του είπα: «Για την ομορφιά».
«Και για την πίστη που είναι ένα.»,
Είπε «Μήπως δεν αναπνέουμε γι’ αυτά;».

Και έτσι, όπως οι φίλοι βλέπονται τη νύχτα,
Εμείς μιλήσανε ανάμεσα στα δώματα,
Μέρι που το βρύο έφτασε στα χείλη,
Και σκέπασε όλα τα ονόματα

ΧΙ

Πόσες φορές αυτά τα χαμηλά ποδάρια κλωνιστήκαν,
Μόνο το κολλημένο στόμα της μπορεί να πει.
Προσπάθησε! Μπορείς να κουνήσεις το φοβερό καρφί;
Προσπάθησε! Μπορείς να σηκώσεις την ατσαλένια πόρπη;

Χύπησε το κρύο μέτωπο, τόσο συχνά καυτό.
Σήκωσε, αν το μπορείς, αυτά τ’ αμέτρητα μαλλιά.
Πιάσε αυτά τα διαμαντένια δάχτυλά της,
Που ποτέ δε θα φορέσουν δαχτυλήθρα πια.

Βομβίζουν οι νωθρές μύγες στο παράθυρο,
Γενναία λάμπει ο ήλιος μέσα από το τζάμι,
Άφοβη η αράχνη κρέμεται απ΄την οροφή,
Νωχελικά η νοικοκυρά στις μαργαρίτες φτάνει!

XII

Μου ααρέσει ένα βιβλίο αγωνίας,
Γιατί γνωρίζω ότι είναι αλήθεια.
Οι άνθρωποι δεν υποκρίνονται σπασμό,
Ούτε προσποιούνται παραμύθια.

Τα μάτια βλέπουν άπαξ και αυτό είναι ο θάνατος.
Και είναι αδύνατο πια να εμποδίζεις
Τις πέρλες πάνω σ’ αυτό το μέτωπο,
Από ένα απλό και μόνο σπάγγο οδύνης

XIII

Αυτό το μικρό, πιθανό κούνημα,
Που καθένας μπορεί κάνει, αλλά άπαξ μόνο,
Αυτή η ταραχή η τόσο ηχηρή
Είναι μια συνέπεια σχεδόν πουφέρνει πόνο.

Είναι αυτή η λάμψη του θανάτου.
Ω, εσύ ο άγνωστός μας και γνωστός τοις πάσι,
Που ούτε ζητιάνος δε θ’ αποδεχόταν,
Θα είχε, άραγε, τη δύναμη να σε πετάξει;
XIV

Πήγα να την ευχαριστήσω, μα αυτή κοιμόταν.
Η κλίνη της ήταν ένας καπνισμένος λίθος,
Με ανθοδέσμες στο κεφάλι και στα πόδια,
Που οι ταξιδώτες είχανε αφήσει πίσω.

Πήγα να την ευχαριστήσω, μα αυτή κοιμόταν.
Ήτανε κοντή για να δει τη θάλασσα, αλάργαγα,
Και για να δει την όμοιά της, ζωντανή.
Αλλά, για να επιστρέψει ήταν, δυστυχώς, αργά.

XV

Έχω δει μάτια που πεθαίναν,
Ένα χώρο να περιδιαβάζουν,
Ψάχνοντας κάτι, όπως φαινόταν,
Και μετά να συνεφιάζουν.

Και μετά, να γίνονται σαν την ομίχλη
Και μετά, να κολλάν στον πάτο,
Χωρίς να αποκαλύπτουνε αυτό
Που είχανε την ευλογία να δούνε κάτω.

XVI

Τα σύννεφα κοίτονταν πλάτη με πλάτη,
Ο βοριάς ειχε αρχίσει να τα σπρώχνει εμπρός,
Τα δάση ίππευαν μέχρι να πέσουν,
Κι η αστραπή πήδηξε σαν ποντικός.

Η καταιγίδα έσπασε σα να ήταν ύλη.
Πόσο ασφαλής νιώθεις μέσα σ’ ένα αμπρί,
Όπου η έξαψη της φύσης δε σε φτάσει,
Ούτε η εκδίκηση έχεται ποτέ εκεί.

XVII

Ποτέ μου δεν είδα ένα βάλτο,
Και ποτέ στη θάλασσα δεν πήγα,
Όμως, ξέρω πώς μοιάζει η ερείκη,
Και τι ακριβώς είναι το κύμα.

Ποτέ με το Θεό δε μίλησα,
Ούτε επισκέφθηκα τον ουρανό,
Όμως, είμαι σίγουρη για το στίγμα,
Σα να μου έχουν δώσει οδηγό.

XVIII

Ο Θεός επιτρέπει στούς εργατικούς αγγέλους,
Κάθε απόγευμα, να παίζουν.
Συνάντησα ένα και ξέχασα τις συμαθήτριές μου
Ολες, για χάρη του, κι ας περιπαίζουν.

Ο Θεός καλεί στο απίτι τους αγγέλους
Στο τέλος του απογεύματος,
Κι έχασα το δικό μου. Πόσο ζοφερά,
Τα μάρμαρα, μετά το παίγνιο του Στέμματος!

XIX

Για να μάθεις πόσο ακριβός είναι ο πόνος,
Για να μάθεις αν κάποια μάτια ήτανε κοντά σου,
Σε ποιον ούτε μπορείς να εμπιστευτείς ο ατένισμά σου,
μέχρι να εγκατασταθεί στον ουρανό ο χρόνος,

Για να μάθεις αν έκανε υπομονή κι αν ήτανε δικό του,
Αν πέθαινε όπως νόμιζε, η διαφορετικά,
Ήτανε μια ωραία μέρα και του θανατά,
Κι αν έλαμψε ο ήλιος στο πρόσωπό του;

Ποια ήτανε η τευταία σκέψη του για σένα,
Ή ο Θεός ή αυτό που ο απομακρυσμένος φέρει,
Στα νέα, πάνω απ’ την ανθρώπινη του θέα,
Μια τέτοια μέρα, ένα τέτοιο μεσημέρι;

Και είχε αυτός καμιάν ευχή;
Ο στεναγμός του μόλις τονισμένος,
Ήτανε ήδη πεπεισμένος,
Και έγινε ευανάνωστος πολύ,

Μέχρι που πέταξε για την αιώνια πηγή;
Και αν μιλούσε, ποιο ήτανε το όνομά του,
Ποιο ήταν το μεγάλο, το μικρό;
Με ποιο δημιουργήθηκε, εν τέλει,
Στο τελευταίο πριν λεπτό;

Είχε φόβο και ήτανε ήρεμος;
Μπορούσε, άραγε, να ξέρει ότι
Η συνείδηση μας αναπτύσσεται,
Μέχρι η πριν αγάπη και αυτή που ευλογείται
Να σμίξει και η ένωση να γίνει Αιωνιότης;

XX

Η τελευταία νύχτα που έζησε,
Ητανε μια κοινή νύχτα στη ζήση.
Εκτός από το θάνατο, αυτό για μας
Έκανε διαφορετική τη φύση.

Σημειώσαμε μικρούλια πραγματάκια,
Πράγματα που τα ξεπερνάμε, ευτυχώς.
Αυτό το μέγα φως μες στο μυαλό μας
Μας εντυπώθηκε έτσι ακριβώς.

Τα άλλα μπορούσανε και να υπάρχουν,
Ενώ έπρεπε να τελειώσει εντελώς εκείνη.
Μια ζήλεια νεώτερη νιώσαμε για τούτη,
Την τόσο κοντινή απεραντωσύνη.

Εμείς εκεί, ενώ αυτή περνούσε.
Ητανε μια πολύ στενάχωρη στιγμή.
Πολύ στριμωγμένη η ψυχή μας να μιλήσει,
Στο μέτρο που μας ήλθε η είδηση αυτή.

Αυτή ανέφερε κι αμέσως ξέχασε,
Υστερα, ελαφριά όπως ο αυλός,
Έσκυψε στο νεράκι, συντριμμένη σπανιότης,
Και συναινώντας, έφυγε στο φως.

Κι εμείς φτιάξαμε τότε τα μαλλιά μας,
Και στήσαμε πάλι όρθιο το κορμί,
Κι ύσερα, κάναμε μίαν «ανάπαυση»,
Για να ρυθμίσουμε την πίστη αυτή.

ΧΧI

Δεν ήταν του κόσμου αυτού να δει το πρόσωπό της.
Ήταν από μακριά, έως ότου διάβασα το «ποιόν» της,
Κι απ’ όπου λέγονταν πως ήταν.
Όμως, εκείνος που μας ετοιμάζει για ζωή,
Κλειστός και σπάνιος, πάνω στο ράφι,
Ακόμη αγκάλιαζε κι εμένα και αυτήν.

Αυτός ο ίδιος ταιριάζει και σ’ εμένα.
Για να το μάθω, δεν ήταν τα βιβλία αναγκαία,
Παρά αυτή, η γλυκύτατη γνώση σοφού.
Μπορεί και ποιος άλλος να είναι τόσο διαβασμένος,
Και να μ’ αφήσει μόνη μου στο Άλφα και στο Βου;
Αυτός θα ειχε και την ευλογία του ουρανού.

ΧΧII

Η φασαρία μέσα σ’ ένα σπίτι,
Το πρωί, μετά απο μια θανή,
Είναι η πιο επίσημη βιομηχανία,
Που θεσπίστηκε πάνω στη γη.

Αυτό το σάρωμα απάνω στην καρδιά,
Ξεπερνώντας της αγάπης την ουσία,
Δε θέλουμε να νιώσουμε ξανά,
Μέχρι και τη Δευτέρα Παρουσία.

ΧΧΙII
ΧΧIV
ΧΧV
ΧΧVI
ΧΧVII
ΧΧVIII
ΧΧIX
ΧΧX
XL
XLI
XLII
XLIII
XLIV
XLV
XLVI
XLVII
XLVIII
XLIX
XLX
XLXI



MEΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ: Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ

Στο σπίτιι έχω μόνο μια αδελφή
Και ένα φράκτηεκεί μακριά μου
Υπάρχει μόνο ένα αναφερόμενο,αλλά
Και οι δυο ανήκουνε στην αφεντά μου.

Η μία εγεννήθηκε όπως εγώ,
Και φόρεσε το περσινό μου φόρεμα..
Ο άλλος, σαν πουλάκι στη φωλιά του,
Έχτισε στις καρδιές μας όραμα

Δεν κελαηδούσε ακριβώς όπως εμείς,
Και είχε τον καταδικό του τόνο.
Γι’ αυτόν ήταν μια μουσικούλα,ίδια
Με μέλισσα στου Ιουνίου το χρόνο.

Σήμερα, μακριά απ’ την παιδικότητα,μα
Πάνω-κάτω στους λοφίσκους φίλους,
Κρατάω πιο σφιχτά το χέρι του,
Που κόντηνε τους όλους τους μύλους.

Ακόμη και ο βόμβος δια μέσου των ετών,
Απατά τη Μαντάμ τη Μπατεφλάυ.,
Ακόμηκι οι βιολέτες στα μάτια του γέρνουν
Μουχλιασμένες μέσα σ τον πολύ το Μάη.

Έχυσα τη δροσιά, μα πήρα την αυγή.
Επέλεξα αυτόν τον πολύ απλόν αστέρα,
Από ένα ευρύ της νύχτας αριθμό.
Κάντε μου αγωγή εδώ και παραπέρα!

I

Περιπέτεια, πιο πολύ γι’ αυτήν την ίδια,
Κταδικάστηκε να είναι η Ψυχική Οντότητα!
Παρακολουθούμενη απόέναν Κυνηγό Μοναχικό,
Που είναι είναι δική του η ταυτότητα.

II

Η Ψυχή έχει έναν Επισκέπτη,
Που σπανίως πάει μαζί της έξω.
Πιο θεϊκός από το Πλήθος, στην πατρίδα,
Εξαλείφει την αναγκαιότητα,
Ενώ η μετριοφροσύνη του απαγορεύει
Μια αναχώρηση Οιδεσπότη, όταν
Χάρη σ’ Εκείνον επισκέπτεται
Τη Βασιλεία των Ανθρώπων!

III

Εκτός από έναν αριθμό ελάχιστο, δεν υπάρχουν γύρω μας Ζωές.
Βιάζονται να πάνε σε μια σφαίρα, να φανούν και να τελειώσουν πια.
Η μεγαλύτερη μεγαλώνει αργά, ενώ η αργότερη κρεμιέται,
Μια που τα ωραία Καλοκαίρια Εσπερίδων είναι ακόμη μακριά.
V

Η φήμη είναι μια μη σταθερή τροφή,
Μέσα σε ένα μεγάλο πιάτο με υπεκφυγή.
Αυτού του Επισκέπτη,άπαξ, το τραπέζι
Δεν στρώνεται, για δεύτερη φορά, στη γη.

Αυτού που τα ψυχία επιθεωρούνε τα κοράκια,
Και μ’ ένα κρώξιμο άκρως ειρωνικό,
Ραπίζουν παρελθόν στου Γεωργού το στάρι,
Που οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν τρώνε αυτό!

VI

Το δίκαιο του παρελθόν μπορεί να είναι σκέψη,
Ενα, πραγματικά, αναμισβήτητο δικαίωμα.
Δοκίμασέ ο και το Σύμπαν πάνω σου, αντίπαλο,
Θα συσπειρώσει τους δικούς του αξιωματούχους.
Δε μπορείς, ακόμη, ούτε και να πεθάνεις,
Όμως, η Φύση και το Γένος του Ανθρώπου
Πρέπει πάντοτε να σε πληρώνει με αάκριση.

VII

Ο κίνδυνος είναι μια κτήση,
Και είναι προς το καλό σου να την έχεις.
Αλλά ο κίνδυνος δεν καλύπτει όλη την πείνα .
Υπάρχει μια Βάση εκεί,
Και, κάποτε, γίνεται αυγή,
Που ερευνά τη Φύση του Ανθρώπου,
Κι είναι σαν τη φωτιά, άλλο τόσο φίνα.

VIII

Όταν η Αίτνα σιωπά και γουργουρίζει.
Η Νάπολη φοτάται πιο πολύ,
Απ΄όσο όταν δείχνει τη Φωτιά της.
Τότε, η ασφάλειά μας είναι ηχηρή.

IX

Το να ‘σαι ζωντανός, είναι μια δύναμη.
Η Ύπαρξη, αυτή καθεαυτή,
Χάρη σε μια επιπλέον λειτουργία,
Παρούσα πανταχού είναι αυτή.

Το να ‘σαι ζωντανός και ‘ναι η Θέλησή σου,
Είναι μια δύναμη, όπως του Θεού!
Το Επέκεινα του εαυτού μας να ‘ναι, άραγε,
Η ίδια αυτή η ουσία του Πεπερασμένου;

X

Όποια πανουργία δεν έχει γενεαλογία,
Είναι πρώιμη όπως η αναπνοή μας,
Και οι πενθούντες η συναντούν να φεύγει.
Ακριβώς την ώρα της θανής μας.

XI

Αγαλίαση είναι η Αύρα,
Που μας σηκώνει από το χώμα,
Και μας εναποθέτει σ’ ένα άλλο μέρος
Αυτού που η δήλωση δε βρέθηκε ακόμα.

Δε γυρνάει σε μας, αλλά μετά από χρόνο,
Όταν εμείς ανεβαίνουμε με εγκράτεια.
Σε πιο μικρή και με καινούριο όρο,
Πολύ βελτιωμένη επικράτεια .

XII

Πόσες φορές αυτά ποδαράκια κλονιστήκαν
Μόνο τα σφραγισμένο στόμα μορεί να πει.
Προσπάθησε να κουνήσεις το φοβερό καρφί της!
Πάσχισε να σηκώσιες αυτή την ατσαλένια πόρπη!

Χτύτα το κρύο μέτωπο, το άλλοτε καυτό,
Σήκωσε, αν μπορείς, τα ακατάστατα μαλλιά ,
Πιάσε στο χέρι τα δάχτυλα τα διαμαντένια,
Που δε θα φορέσουν ξανά δαχτυλήθρα.

Βομβίζει η νωθρή μύγα στο παράθυρο,
Γενναία λάμπει ο ήλιος και εντός κινείται,
Ατρόμητη η αράχνη κρέμεται απ’ την οροφή
Νωχελικά η νοικοκυρά σε μαργαρίτες κείται!

XIII

Μ’ αρέσουν τα βιβλία αγωνίας.
Γιατί γνωρίζω ότι λεν αλήθεια.
Οι άνρωποι δεν υποκρίνονται πόνο.
Ούτε και προσποιούνται παραμύθια.

Τα μάτια λάμπουνε στο θάνατο,
Και δε μπορούν να εμποδίζουν μόνο
Τις πέρλες που στολίζουνε το μέτωπο,
Από τον τρομεροό του σπάγγου πόνο.

XIV

Αυτό το μικρό, το πιθανότατο κούνημα,
Που όλοι μπορούμε να φτάξουμε άπαξ,
Αυτή η ταραχή, η τόσο λαμπερή
Είναι σχεδόν συνέπεια, η άρπαξ.

Είναι η γνωστή μας λάμψη του θανάτου.
Ω, εσύ, ένας άγνωστος γνωστός αλήτης,
Που ούτε ο επαίτης δε μπορεί ν’ αποδεχθεί,
Έχεις τη δύναμη και ν’ απορρίπτεις!

XV

Πήγα να την ευχαριστήσω,
μα αυτή ήδη κοιμόταν.
Στρωσίδι είχε μιία πέτρα και, στη θέση
Του κεφαλιού και των ποδιών λουλούδια,
Που οι ταξιδιώτες είχαν αποθέσει,

Που πήγαιναν να την ευχαριστήσουν,
Ενώ αυτή ήδη κοιμόταν.
Ήτανε κοντή τη θάλασσα για να διασχίσει,
Να δει επάνω σα να ‘ταν ζωντανή, αλλά και
Να γυρίσει πίσω, δεν επέτρεπε η φύση.

XVI
Έχω δεί ματάκια που πεθαίναν,
Να ψάχνουνε γύρω το χώρο,
Σα να κοιτούσαν κάτι που φαινόταν,
Και μετά, να γίνονται συννεφιασμένα,
Και μετά, να σκοτεινιάζουν σαν αχλύ,
Και μετά, να προσκολλώνται χάμω,
Δίχως να συμπεραίνουνε τι ήταν
Αυτό που τα ευλόγησε να έχουν δεί.

XVII

Τα σύννεφα, ήταν πιασμένα πλάτη-πλάτη,
Ο βοριάς άρχισε να σπρώχνει, ο κακός,
Τα δάση ίππευαν μέχρι να πέσουν,
Κι η αστραπή πηδούσε σαν ένας ποντικός.

Ο κεραυνός ήταν σπασμένος σαν από ύλη.
Τι ευτυχία να ‘σαι ασφαλής στον τάφο,
Που οθυμός της φύσης δε μπορεί να φτάσει,
Ούτε ούτε η εκδίκηση έρχεται εδώ κάτω!

XVIII

Ο Θεός επιτρέπει στους φιλόπονους αγγέλους
να παίζουν τ’ απογεύματα.
Συνάντησα έναν και, για χάρη του αμέσως, όλους
τους συμμαθητές μου ξέχασα

Ο Θεός καλεί τους αγγέλους πάλι σπίτι,
Όταν ο ήλιος πάει να πέσει.
Χάνω το δικό μου. Πόσο θλιβερό μου φαίνονται
Τα μάρμαρα μετά τη Στέψη!

XIX

Για να μάθεις πόσο ακριβός ήταν ο πόνος,
Για να μάθεις αν κάποια μάτια ήτανε κοντά του,
Και που, μέχρι να εγκατασταθεί στον ουρανό,
Σε ποιον θα μπορούσε να εμπιστευθεί το ατένισμά του,

Για να μάθεις αν έκανε υπομονή κι αν ήταν μέλος,
Αν πέθαινε, όπως νόμιζε, ή διαφορετικά,
Ήταν ωραία η μέρα, αν και τιυ θανατά,
Και αν έλαμψε ο ήλιος στο πρόσωπό του.

Ποια να ‘τανε η τελευταία του σκέψη για το σπίτι;
Αν ο Θεός ή αυτό το απομακρυσμένο φως λέει
Στα νέα που αυτός με την ανθρώπινή του φύση,
Μια τέτοια μέρα, ένα έτοιο μεσημέρι;

Και άν είχε, άραγε, κι αυτός ευχές;
Ο στεναγμός του, μόλις τονισμένος,
Έγινε σε όλους μας γνωστός πολύ,
Και ήταν, ήδη, πεπεισμένος,
Μέχρι που πέταξε για την αιώνια πηγή;

Και αν μιλούσε, ποιο θα ήταν το όνομά του;
Ποιο θα ήταν το μεγάλο, το μικρό;
Με ποιο όνομα, άραγε, διορίστηκε
Στο τελετααίο, πριν τον ύπνο του, λεπτό;

Είχε φόβο, ήτανε ήρεμος και για
Τη συνείδηση, μπορούσε, άραγε, να ξέρει ότι
Κι αυτή αναπτύσσεται, μέχρι, που η αγάπη που
Υπάρχει κι αυτή που ευλογείται, να σμίξουνε
Και η ένωσή τους να γίνει Αιωνιότης;

XX

Η τελευταία νύχτα που έζησε,
Ήτανε μια κοινή νύχτα στη ζήση.
Εκτός από το θάνατο, αυτό για μας,
Έκανε διαφορετική τη φύση.

Σημειώσαμε μικρούλια πργγματάκια,
Πράγματα που τα ξεπερνάμε ευτυχώς.
Μ’ αυτό το μέγα φως μες στο μυαλό μας
Τυπώθηκε έτσι όπως ήταν ακριβώς.

Τα άλλα μπορούσαν και να περιμένουν,
Ενώ αυτή έπρεπε να τελειώσει εντελώς.
Τότε, μια ζήλεια νιώσαμε για τούτο
Τον κόσμο που είναι τόσο κοντινός.

Είμαστε εμείς εκεί, ενώ αυτή περνούσε,
Και ήταν μια πολύ στενάχωρη στιγμή,
Πολύ στριμωγμένη η ψυχή για να μιλήσει,
Στο μέτρο που μας ήρθε αυτή η είδηση.

Αυτή, απλώς, ανέφερε κι αμέσως ξέχασε.
Ύστερα, ελαφριά κι άνετη σαν αυλός,
Έσκυψε στο νερό, συντεριμμένη σπανιότης,
Και, συναινώντας, έφυγε προς το φως.

Κι όμως, εμείς φτιάξαμε τα μαλλιά μας,
Και στήσαμε πάλι όρθιο το κορμί,
Κι ύστερα, κάναμε μια απλή «ανάπαυση»,
Για να ρυθμίσουμε την πίστη, απ’ την αρχή.

XΧI

Δεν ήτανε του κόσμου αυτού, να δει το πρόσωπό του.
Ηχούσε μακρινό, μέχρι που εγώ διέγνωσα το μέρος,
Όπου, όπως λέγονταν, διέμενε.
Μα αυτή ακριβώς η «άλφα-βήτα» στη ζωή,
Ανέγγικχτη, κλειστή και σπάνια, στο ράφι,
Αγκάλιασε κι αυτόν κι εμένανε.

Κι ακόμη, η «λφα-βήτα « μου μ’ ακολουθεί, έτσι
Που δε μπορώ να επιλέξω ένα βιβλίο για να μάθω
Ότι αυτό, θα ήταν η γλυκύτερη σοφία.
Μπορεί και να ήταν κάποιος άλλος να να το μάθει,
Και να μ’αφήσει μόνο με το Α και το Β,
Ενώ αυτός έχει τα ουράνια, τα θεία.

XXII

Η φασαρία μέσα σ’ ένα σπίτι,
Το πρωί, μετά από τη θανή,
Είναι πιο ιερή από την απασχόληση
που υποχρεώνει αυτή η γη.

Το σάρωμά μας στην καρδιά,
Και τη δωρεά αγάπης μας σπανίως,
Δε θα τα δοκιμάσουμε ξανά,
Και νυν και αεί και αιωνίως.

XXIII

Καταλαβαίνω που η γη είναι μικρή,
Και η οδύνη είναι απόλυτη,
Και πολλές οι πληγές.
Αλλά, τι μ’ αυτό;

Και τα δυο υπάρχουν στην αιωνιότητα,
Κι η ανώτερη ακόμη ζωτικότητα
Δε μπορεί να υπερνικήσει τη φθορά.
Αλλά, τι μ’ αυτό;

Καταλαβαίνω που και στον ουρανό,
Μπορεί κανείς να απάρχει ακόμη.
Κάποια νέα εξίσωση είναι εδώ.
Αλλά, τι μ’ αυτό;

XXIV

Ο ήλιος έδυε, έδυε ήρεμος.
Ούτε μια χροιά απογεύματος
Δεν αντιλήφθηκα πάνω στην πόλη,
Λες και ήταν η ώρα του γεύματος.

Το σούρουπο έπεφτε, έπεφτε ήρεμο.
Ούτε μια δροσοσταλίδα πάνω στο χόρτο,
Εκτός απ’ αυτή που στο μέτωπο μου στάλαξε
Και περιπλανήθηκε πάνω στο πρόσωπο.

Το πόδι μου νύσταζε, νύσταζε ήρεμο.
Τα δάχτυλά ξύπνια, ούτε που τα έφτανα.
Όμως, γιατί εγώ τόσο λίγο θόρυβο,
Στο δικό μου το φαινόμενο έκανα;

XXV
XXVI
XXVII
XXVIII
XXIX
XXX
XXXI
XXXII
XXXIII
XXXIV
XXXV
XXXVI
XXXVII
XXXVIII
XXXIX
XL

ΣΥΝΤΟΜΟ (ΟΥΤΩΣ Ή ΑΛΛΩΣ) ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Τάκης Μητσακάκης γεννήθηκε στα Χανιά από Σητειακό πατέρα και από μητέρα - το γένος Πετράκη - αγωνιστικής Κισσαμίτικης καταγωγής.
Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Αθήνα, marketing στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες και διάφορα άλλα σε αρκετά σεμινάρια.
Αν και ανέκαθεν ανέντακτος αριστερός, υπηρέτησε την πατρίδα ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός και, μάλιστα τώρα, είναι...κοντζάμ ταξίαρχος εν εφεδρεία.
Εργάστηκε ως βοηθός-ζαχαροπλάστης, βοηθός-μπεταντζής, δημοσιογράφος, κειμενογράφος, δημοσιοσχεσίτης και σύμβουλος Επικοινωνίας & marketing, καθώς και ως διευθυντικό στέλεχος μεγάλων εταιριών (Κήρυξ Χανίων, Βήμα, Οικονομικός Ταχυδρόμος, εταιρίες διαφήμισης, διάφορες διεθνείς επιχειρήσεις καλλυντικών, Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανίας Καλλυντικών).
Συντάκτης πολλών άρθρων και συγγραφέας ενός επαγγελματικού βιβλίου, υπήρξε και καθηγητής σε σχολές Επικοινωνίας του ΕΛΚΕΠΑ, της ΕΛΑΣ, σε μεταπτυχιακά σεμινάρια Άνεργων Κοσμητολόγων κ.λπ.
Γράφει (ή τουλάχιστον προσπαθεί) ποίηση από τα 17 του χρόνια. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1962 με την εκτός εμπορίου μικρή συλλογή «Μετάβαση». Ακολούθησαν οι «ιδίοις αναλώμασι» εκδόσεις των βιβλίων «Εκτός Εμπορίου», «Γονιμοποίηση» και «Ελληνική Ιστορία Νεοτέρων Χρόνων», καθώς και η κακότεχνα πολυτελής «Οι Θαλάσσιες Ανεμώνες, η Γοργόνα η Νεφέλη και ο Ιππόκαμπος» που (με διάφορα τεχνάσματα) πούλησε περίπου 4.500 αντίτυπα.
Ο τόμος αυτός περιέχει τα μέχρι τώρα άπαντά του, δηλαδή τις 5 «εκδοθείσες» ήδη, καθώς και τις 13 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων του.

KΡΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ, ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ, ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ
(Κατά αυστηρώς αλφαβητική σειρά επωνύμων και όχι «επωνύμων»)

Ανώνυμος (Ταχδρόμος)
 «Το νέο βιβλίο είναι πολύ όμορφο αισθητικά, με πολύ καλής ποιότητας χαρτί και - παρεμπιπτόντως - πολύ ωραία ποιήματα μέσα...Ο συγγραφέας του λέει ότι “θα βγει να το πουλάει έξω από τα θέατρα για να μπορέσει μα εισπράξει μέρος του κόστους”»
Χρήστος Αποστολίδης
 «Φίλε Τάκη, είσαι Ταλεντάρα. Θα μου πεις βγαίνει μ’ αυτό. Δε βαριέσαι. Ό,τι βγαίνει κι ό,τι μπαίνει καλό είναι. Σε χαίρομαι που το ζεις το πράμα…»
Γρηγόρης Γεωργουδάκης
 «Τελειώνοντας κανείς το διάβασμα της συλλογής αισθάνεται αυτό που χαρακτηρίζει την αληθινή ποίηση: μια καινούργια αίσθηση, μια καινούργια «γεύση» των πραγμάτων, μια μαγεία!»
Κωστής Γιούργος (Play Boy)
 «Ένας χειμαρρώδης ποιητικός λόγος, ένας ύμνος στη γυναίκα και σ' όλα τα υψηλά κι ωραία που μπορεί να εμπνεύσει. Διατυπωμένος σε ύφος πολύ προσωπικό, θυσιάζει ευσυνείδητα στο πνεύμα μια κατεστημένης πλέον παράδοσης που θέλει τους Έλληνες υπηρέτες της ποίησης. Και είμαστε βέβαιοι πως δεν είναι λίγοι οι αναγνώστες που θα βρουν μια ψυχική συγγένεια με τον Τ. Μ., μέσα από το στίχο του»
Γιάννης Γκίκας
 «Πού ήσουν τόσα χρόνια; Γιατί αυτή η μεγάλη σιωπή; Σ' έχω πάντα στη θύμησή μου, για την απλότητα και την ευγένειά σου - προτερήματα που απαντιούνται και στους στίχους σου - προσθέτοντας και την πικρία της ωριμότητας»
Χρυσούλα Γουδενάκη
 «Τελικά, είστε ποιητής. Με φωνή και συναίσθημα. Σαν κραυγή ακούγεται το “Στην επικράτεια του θεού Εμπορίου…έναντι ευτελούς ανταλλάγματος”. Το Curriculum Vitae επίσης ταλαντούχο. Για μένα (αν έγραφα) θα μου έφταναν μόνον αυτά…Απορώ και θαυμάζω το κουράγιο σας. Πώς τολμήσατε να γράψετε “κάποια σημασία πρέπει να ‘χει το να είσαι ποιητής”; Όσο το σκέφτομαι, τόσο και πιο μεγάλο μου φαίνεται»
 «Μερικά ποιήματα είναι πολύ ωραία. Πιο πολύ μου άρεσαν τα “Σήμα ελήφθη.Οver”, “Ομολογία” (έχει μια τόσο αληθινή παραδοχή και σα να κρύβει κάτω από τις λέξεις ένα αίσθημα ακόμη πιο αληθινό που συγκινεί), “Σελίδα ημερολογίου 2/3/80”, “Κάθε αγγειοπλάστης, ένας μικρός θεός - Η πρόκληση του χάους γονιμοποιεί τους θεούς”»
Νίκος Δήμου
 «Και βέβαια έχει σημασία να είσαι (ακόμα και το να θέλεις να είσαι) ποιητής. Και είναι μια πολύ ωραία έκπληξη ν' ανακαλύπτει κανείς, κάτω από το τυπικό προσωπείο του Διευθυντού Marketing, έναν άνθρωπο. Γιατί τίποτα άλλο δεν είναι σήμερα πια ο ποιητής από ένας άνθρωπος γυμνός που έχει το θάρρος να κυκλοφορεί το φθαρτό και όχι πάντα όμορφο κορμί του στο δρόμο, ακάλυπτο… Και πέρα από την αξία του ενός ή του άλλου ποιήματος, είναι συναρπαστικό το αντίστροφο ξετύλιγμα…Όπου η ωριμότητα και η σύγκρουση (τραγική πια) με τα ντουβάρια, σου χαρίζει τους πιο ωραίους τόνους»
 «Άφησε όλες τις ανεμώνες ν’ ανθίζουν. Τρυφερές, ρομαντικές, μεταφυσικές…»
 «Η ίδια πάντα ευαισθησία και μοναξιά…»
 (Και σ’ όλα τα βιβλία του με αφιερώσεις: «Στο φίλο ποιητή Τάκη Μητσακάκη»)
Βασίλης Καζαντζής-Intex (Εικόνες)
 «Αληθινή έκπληξη το βιβλίο του κ. Τάκη Μητσακάκη!... Πέρα από την αδιαμφισβήτητη ποιητική του αξία, αποδεικνύει πως εμείς, που υπηρετούμε το πιο «Εγωφάγο» επάγγελμα, έχουμε την ανάγκη να μιλάμε, κάπου-κάπου και για τον εαυτό μας»
Δημήτρης Κακαβελάκης
 «Ένας ακόμη από τους “δυνάμει” στην πυκνούμενη γραμμή της Ελπίδας, που
διακηρύσσει με μια πικρή όσο κι αποφασιστική φωνή την ποιητική του απόφαση ν'
αντισταθεί στον “άτεγκτο νόμο της αγοράς" και της εξουθένωσης. Είναι μια αλήθεια που
τόσο εύστοχα διατυπώνει ο Τ. Μ. με γνήσια φωνή αγωνίας»
 «Συγχαρητήρια που είσαι πλημμυρισμένος από διαρκές ποιητικό όραμα. Τούτη τη φορά, πιο κατακτημένο, πιο βαθύ, πιο ποιητικό. Η συνεχής παρουσία της ουσίας της ζωής, του αιώνιου έρωτα, απελευθερώνει το Λόγο από το όποιο βάρος και τον εξακτινώνει, μέσα από μια άρτια τεχνική, στα ύψη της λυρικής δημιουργίας.»
Γ. Δ. Καψωμένος (Χανιώτικα Νέα)
 «Αν πούμε ότι ο Π. Μητσακάκης διαθέτει όλες τις αισθητικές προϋποθέσεις για την άνετη προσανάβαση στα σκαλοπάτια της υπέρτατης καταξίωσης του έρωτα – γράφε της ζωής – θα κομίζαμε “γλαύκα εις Αθήνας”. Ναι, η ευαισθησία του Π. Μ. έχει τέτοια διεισδυτικότητα ώστε να μην αφήνει καμιά ίνα της ψυχής ασυγκλόνιστη»
Ι. Κουμής (Κήρυξ Χανίων)
 «Το τελευταίο βιβλίο του είναι ένα πανόραμα των πνευματικών και ποιητικών του αναζητήσεων. Μέσα στους στίχους του παρακολουθούμε τη διεισδυτική σκέψη, τη φιλοσοφική ενατένιση, την υπαρξιακή αγωνία. Τα ποιήματά του είναι μια πλημμύρα φωτός, θριάμβου, κόλασης και αντινομίας, που άλλοτε φθάνουν στο αίσιο αισθητικό αποτέλεσμα κι άλλοτε παραμένουν κραυγές ανεπιτήδευτες, πάντοτε όμως ειλικρινείς»
Γιώργης Μανουσάκης
 «Λεπτή κι ευαίσθητη η γραφή σας, συνδυάζει το ρεαλισμό με το λυρισμό. Όση ώρα διάβαζα τους στίχους σας, ένιωθα να με διαποτίζει το κλίμα τους, να γίνομαι τόσο εύθραυστος και συνάμα τόσο δυνατός, τόσο ανοιχτός σε μια μυστική επικοινωνία, που ίσως να ‘ταν κι ο αντίλαλος του δικού μου παραμιλητού»
 «Η “Γονιμοποίηση” με συγκίνησε ξέχωρα. Τα ποιήματα - πιο ανεβασμένα κι από την πλευρά της τεχνικής, σε σύγκριση με τα παλιότερά σου - έχουν μέσα τους τη ζεστή ανθρώπινη παρουσία, μιλούν απροκάλυπτα, φανερώνουν μπροστά στα μάτια μας όλη τη μοναξιά και την οδύνη, τη λαχτάρα επικοινωνίας και το βαθύ ερωτικό αίσθημα ενός πολύ ευαίσθητου ανθρώπου, που κρατιέται μακριά από την “οργανωμένη” κοινωνία και ζωή, γιατί θέλει να προστατέψει την τόσο τρωτή ευαισθησία του και ό,τι ευγενικό κι ωραίο νιώθει μέσα του»
Γιάννης Μαρίνος (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
 «Δεν διεκδικώ δάφνες κριτικού της ποίησης, όμως οφείλω να ομολογήσω ότι το βιβλίο «Εκτός Εμπορίου» με συγκίνησε βαθύτατα. Παρόλο που ο συγγραφέας του, παλιός καλός συνεργάτης του Ο. Τ. Τάκης Μητσακάκης είναι σήμερα «κάποιος», τολμά να δηλώνει με εύστοχο και συναρπαστικό ποιητικό λόγο τη μοναξιά του, κάνοντας μας να νιώθουμε κι εμείς «λιγότερο μόνοι!»
Claude Meyer
 «J’ ai ete tres touche par l’ommage de votre livre…Si j’ai, d’apres vous, compris le labeur relativement rapidement, je pense qu’ il me prendra 25 ans pour gouter le tel que, sans doute, est contenu dans votre livre, apres l avoir traduit moi-même…Vous avez de l’avance sur moi: le miens ne seront aucun envie…et vous lisez le Francais»
Σ. Α. Μοτάκης
 «Εμείς ανήκομε στη γενιά που πέρασε. Τα σύγχρονα δεν μας τραβούν. Το δικό σας πόνημα μου άρεσε πολύ. Δεν είναι παραδοσιακή ποίηση ούτε στη μορφή ούτε στο περιεχόμενο, όμως έχει ανθρωπιά και πολύ αίσθημα. Έχει πρόσωπο και χαρακτήρα – δεν απηχεί τη μάζα και την ψυχολογία της. Καλά την ονομάζετε εκτός εμπορίου…»
Πηνελόπη Ντουντουλάκη
 «Οι "Θαλάσσιες Ανεμώνες" συνθέτουν την εικόνα, το γεγονός, τη ίδια στιγμή με την ποίηση. Τίποτα δεν είναι τυχαίο σ' αυτή την εξαίσια ακριβολογία όπου υπάρχουν μύριες όσες αποχρώσεις μιας έκφρασης κι εσύ διαλέγεις την απόλυτα κατάλληλη. Θερμά συγχαρητήρια για την ομορφιά της ποίησης και για τη γνώση του Λόγου»
Πέννυ Οιχαλιώτου (Kosmopolitan)
 «Ποίηση καρδιάς και στοχασμού, η δουλειά του Τ. Μ. και σαν τέτοια, είναι και
αξιοπρόσεκτη και αξιοσέβαστη. Τα ποιήματα συναγωνίζονται το ένα το άλλο σε ρεαλισμό, αμεσότητα, χιούμορ και φιλοσοφία»
Χρήστος Παπαγεωργίου (Διαβάζω)
 «Τα ποιήματα του Τ. Μ. ενεργοποιούν δυνάμεις που είναι κρυμμένες βαθιά μέσα μας, με ευγένεια και ειλικρίνεια, στοιχεία που τα κάνουν βιώσιμα και ζωογόνα. Έχουν μια καλλίγραμμη και εξουθενωτική διαύγεια που τα κάνει καθημερινά και οικεία, σε σημείο που διαβάζονται απνευστί. Η συλλογή είναι πολύ ενδιαφέρουσα και γονιμοποιεί με τρόπο άμεσο και ρεαλιστικό το σπέρμα της ζωής»
Αλίκη Πινότση
 «Τα μάζεψα όλα τούτα, όπως τα ταπεινά πανέμορφα κυκλάμινα που φυτρώνουν στα βράχια της Ύδρας μου, μετά τη βροχή. Ούτε που ξέρω γιατί στα γράφω όλα τούτα. Ίσως γιατί η φωνή σου με ζέστανε μέσα στην παγωνιά του θανάτου που πέρασε πλάι μου. Με τη δική σου φωνή μιλάει ο Θεός μέσα μου. Μπορεί; Ναι, μπορεί! Και πίστεψέ με, ο ήχος σου φτάνει πιο μακριά απ’ όσο φαντάζεσαι»
Ανδρέας Ριζόπουλος
 «Το βιβλίο σου το θεώρησα σα διπλό δώρο, μια που το διάβασα - μονορούφι - στη γιορτή μου. Να που ο “τεχνοκράτης” κρατάει τις ευαισθησίες του. Ελπίζω ότι ο ποιητής δε θα “πεθάνει μέσα σου” και ότι η γόνιμη περίοδός σου θα συνεχιστεί.»
 «Την ίδια μέρα που έλαβα το βιβλίο σου, το "ρούφηξα" κυριολεκτικά σε μερικές ώρες και, στη συνέχεια, το ξαναδιάβασα. Όπως έλεγε ένας φίλος αμερικανός συγγραφέας: “don' t let the bastards run you down!”»
Διονύσης Σέρρας
 «Τα βιβλία σας μου άρεσαν και μπορώ να πω ότι τα ξεχώρισα ανάμεσα σε διάφορα άλλα που έτυχε να διαβάσω τελευταία. Η γραμμή σας διαθέτει λυρισμό, ευαισθησία και φιλοσοφική σκέψη, χωρίς εγκεφαλισμούς. Το ερωτικό στοιχείο κυριαρχεί μ' έναν τρόπο προσωπικό και γνήσιο»
Β. Γ. Χαρωνίτης (Χανιώτικα Νέα)
 «Τελειώνοντας το διάβασμα, έχεις την αίσθηση πως ακούς μια ζεστή ανθρώπινη φωνή που σε καλεί να μην αποκάμεις, να μη σταματήσεις, μα να βοηθήσεις κι εσύ όσο μπορείς. Να μείνεις "Εκτός Εμπορίου", ώσπου να φτάσουμε όλοι μαζί να κοιτάμε τον ήλιο κατάματα. <small><span class="autosigned">— Preceding [[Wikipedia:Signatures|unsigned]] comment added by [[User:Takis Mitsakakis|Takis Mitsakakis]] ([[User talk:Takis Mitsakakis|talk]] • [[Special:Contributions/Takis Mitsakakis|contribs]]) 06:24, 13 March 2011 (UTC)</span></small><!-- Template:Unsigned --> <!--Autosigned by SineBot-->

Revision as of 06:25, 13 March 2011

WikiProject iconWikipedia Help NA‑class
WikiProject iconThis page is within the scope of the Wikipedia Help Project, a collaborative effort to improve Wikipedia's help documentation for readers and contributors. If you would like to participate, please visit the project page, where you can join the discussion and see a list of open tasks. To browse help related resources see the Help Menu or Help Directory. Or ask for help on your talk page and a volunteer will visit you there.
NAThis page does not require a rating on the project's quality scale.

what is my own hpme page URL

'Home Page URL' —Preceding unsigned comment added by 119.152.111.186 (talk) 13:11, 8 September 2010 (UTC)[reply]

Edit summaries should be one of the available options to tick under namespaces

Edit summaries should be one of the available options to tick under "namespaces". This may sound stupid on the surface, but think of all the conversations that have taken place in edit summaries and all of the ideas that have been expressed there. Although plenty of it has ended up in the talk namespaces, plenty more of it has not. Food for thought. This idea may also be rather easy to implement (wrt technical ease), too (although I am not enough of an IT geek to know for sure). — ¾-10 19:13, 11 September 2010 (UTC)[reply]

Searching only searches the current revision of articles. edit summaries are mostly attached to past revisions. what you really want is a bot or somesuch which searches page histories wikiblame may do it, or if not you might put in a request with them. --Ludwigs2 20:38, 11 September 2010 (UTC)[reply]
I was also looking for this option. Palosirkka (talk) 13:07, 25 February 2011 (UTC)[reply]

How to do lazy searches?

How can I configure the search to do lazy searches like Google, i.e. where it searches for term #1 or term #2 instead of term #1 and term #2? Thanks! SharkD  Talk  05:32, 18 September 2010 (UTC)[reply]

Wildcard search

The article speaks of wildcards (plural), but the only one which seems to work is the symbol *. Am I wrong? -- Tomdo08 (talk) 12:30, 6 October 2010 (UTC)[reply]

The article that I posted yesterday

Dear wikipedia,

Hello, yesterday I submitted an article about Ms. Shokufeh Kavani and was wondering how long does it take for you to approve it and put it in your site.

Thanks for your kind consideration.

Regards.

Sanaz Alavi — Preceding unsigned comment added by Sanaz Alavi (talk • contribs) 09:12, 5 January 2011 (UTC)[reply]

stirling engines

where to find directory of manufacturers of Stirling engines ? — Preceding unsigned comment added by Anilagbm (talk • contribs) 11:48, 19 January 2011 (UTC)[reply]

Sachin Sagar

Sachin Sagar (സച്ചിന്‍ സാഗര്‍ ; born 08th December 1990)is an Indian politician who has been the youngest CPI(M) party member of Kerala state.

Text "search" in Search Box

I've noticed that Wikipedia seems to have added the text 'search' in the search boxes in the upper-right corner of pages. If you are logged in, it's in gray text and disappears as soon as you type in the box. If you are NOT logged in, it's in black text and has to be manually highlighted and deleted to remove, before typing one's search text. I don't know if this was intentional or not; but I think if the purpose is to further alert users to the function of the box (beyond the magnifying glass symbol), I think it should disappear for everyone when they position their cursor in the box; logged in or not. Thanks.PVarjak (talk) 21:34, 27 February 2011 (UTC)[reply]

This is mediazilla:25683 and its multiple duplicates; I don't think there are any differences between logged in and not logged in users except some option in your preferences. — AlexSm 21:48, 27 February 2011 (UTC)[reply]

Searching for special page items

How would one use these powerful search features for searching and displaying items from special pages like "recent changes" and "new pages"? For example, I want to see all the recent changes or new pages that either fall under the category "mathematics" or have "mathematics" inside its contents. The search boxes in the special pages themselves do not have such search features (they only have a "tag filter"). Is it at all possible? If yes, how? If no, how difficult will it be to implement it? Subh83 (talk) 22:24, 8 March 2011 (UTC)[reply]

Here's a link that gives you the recent changes for pages in the Mathematics category: Special:RecentChangesLinked/Category:Mathematics.
There's no built-in way to find new pages for a particulr subject, but the page Wikipedia:WikiProject Mathematics/Current activity has a list of new mathematics-related articles found by a bot. -- John of Reading (talk) 08:16, 9 March 2011 (UTC)[reply]
Great! Thanks. Subh83 (talk) 22:55, 10 March 2011 (UTC)[reply]

Needs updating

Help:Searching#Search_results_page reads:

When searching for articles, a box on the right of the search results page shows the most relevant results from our sister projects, such as Wiktionary, Wikisource and Wikibooks.

This is no longer the case. Why? I don't know, it was darned useful. There's a few other lines in this section that need updating as well. -- œ 09:10, 11 March 2011 (UTC)[reply]

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 600 ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ

«Το νερό μαθαίνεται από τη δίψα»

EMILY DICKINSON 600 ΠΟΙΗΜΑΤΑ Μετάφραση Τάκη Μητσακάκη

ΕΚΔΟΣΗ ΠάΝ-ΘΕοΝ με ΠαΝ-ΘέΑ ΑΘΗΝΑ 2011

________________________________________ Copyright: Τάκης Μητσακάκης, Λεπενιώτου 6, 105.54 Αθήνα. Τηλ. 211/1832885 Η αναδημοσίευση ολόκληρου ή μέρους των κειμένων επιτρέπεται με το μοναδικό όρο αναφοράς στο συγγραφέα και στον εκδότη. ________________________________________ Η μετάφραση των ποιημάτων έγινε από την έκδοση του 1993 «THE COLLECTED POEMS OF EMILY DICKINSON BOOKS» του οίκου Barnes and Noble, που είχε βασιστεί στην έκδοση του 1924 «THE COMPLETE POEMS OF EMILY DICKINSON” ________________________________________

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ

Α. ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ

1. ΜΕΤΑΒΑΣΗ (1962) 2. ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ (1976) 3. ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ (1980) 4. ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΑΝΕΜΩΝΕΣ, Η ΓΟΡΓΟΝΑ, Η ΝΕΦΕΛΗ ΚΑΙ Ο ΙΠΠΟΚΑΜΠΟΣ (1988)

5. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1988)

Β. ΔΙΑΦΟΡΑ

1. ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΣΗΤΕΙΑΣ (1966) . 2. ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΚΑΙ Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥΣ (RILKEN 1995)

Γ. ΥΠΟ ΕΚΔΟΣΗ

1. Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝ

Δ. ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ & FACEBOOK

1. MITSAKAKIS. GR

2. ΠΟΙΗΣΗ ΕΝ ΕΥΡΕΊΑ ΕΝΟΙΑ

3. ΑΠΛΗ ΠΟΙΗΣΗ

4. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ: ΤΑΚΗΣ ΜΗΤΣΑΚΑΚΗΣ

5. FACEBOOK ΤΑΚΗΣ ΜΗΤΣΑΚΑΚΗΣ

Στον αγαπημένο φίλο μου Βαγγέλη Ανδρεαδάκη και στις τρεις Πηνελόπες: την κόρη μου, την ανεψιά μου και τη φίλη μου γιατρό, ποιήτρια, ζωγράφο και έντιμη πολιτικό Πηνελόπη Ντουντουλάκη ________________________________________

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΝΕΨΙΑ

    ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ MARTHA DICKINSON BIANCHI

2. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΖΩΗ 3. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΦΥΣΗ 4. ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΑΓΑΠΗ 5. ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ 6. ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ: Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ 7. ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΝΕΨΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ MARTHA DICKINSON BIANCHI Ζητώντας την επιείκεια του αναγνώστη, εξομολογούμαι ότι, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ήρθα σε επαφή με την ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον, μόλις πέρυσι, μέσω μιας έκδοσης του οίκου ΚΡΩΠΙΑ, σε μετάφραση Κώστα Ιωάννου. Η επόμενη επαφή με την ίδια ποίηση ήταν ένα βιβλίο που αγόρασα από ένα βιβλιοπωλείο «δεύτερο χέρι» στο Τορόντο και, καθώς ξυπνούσα πολύ πρωί και όλοι γύρω μου κοιμόντουσαν (ακόμη και οι χαριτωμένοι σκίουροι), άρχισα να αποτολμώ μια ελεύθερη απόδοση κάποιων στίχων της, όχι τόσο για να επιδείξω, στον εαυτό μου έστω, τη μεταφραστική μου δεινότητα, αλλά για να αντιπαραβάλλω τη γεμάτη αντιφάσεις ποίηση της Ντίκινσον με την, επίσης γεμάτη αντιφάσεις ποίηση της συντρόφου μου Ελένης Ανδριανού. Ξανάνοιξα το βιβλίο στην Κρήτη και ομολογώ ότι ήταν τόση η γοητεία του, που δε μπορούσα να κοιμηθώ αν δεν τέλειωνα τη βασανιστική μετάφραση κάποιου ποιήματος που είχα, στην τύχη, επιλέξει. Και λέω «βασανιστική, για τρείς κυρίως λόγους: Πρώτο, γιατί τα Αγγλικά μου είναι μάλλον μέτρια και ανεπαρκή για ένα τόσο τολμηρό εγχείρημα. Δεύτερο, γιατί η γλώσσα της πολύ μορφωμένης Ντίκινσον είναι κάτι σαν την ξεχασμένη και υποτιμημένη δική μας καθαρεύουσα. Τρίτο και ίσως κυριότερο, γιατί ο τρόπος που η ποιήτρια «πλέκει» τους στίχους της, είναι πολύπλοκος και, συχνά, εκνευριστικά «ανάποδος». Ωστόσο, τόλμησα. Και όχι μόνο προσπαθώντας να αποδώσω, όσο γινόταν πιο πιστά, το πνεύμα κάθε ποιήματος, αλλά φιλοδοξώντας να κρατήσω, ή ακόμη και να «βελτιώσω», τη μουσικότητά του. Και τώρα, λίγα λόγια για την ποίηση της Ντίκινσον από την ανεψιάς της ποιήτριας Martha Dickinson: «..Πολλά από τα ποιήματά της έχουν δημοσευθεί σε ανθολογίες, επιλογές, σχολικά βιβλία για απαγγελία, και ολονένα βρίσκουν τους εκλεκτούς και έχουν θαυμάσια ερμηνευθεί από την επέκταση εκείνων των ζωών που έχουν συλλάβει, πάνω από την ισχύ της φυσικής, βαθιάς προαισθησής τους των θαυμάτων της καθημερινής Ζωής, Αγάπης και Θανάτου. Η ίδια ήταν με το μέρος της ζωής που είναι πάγια νεανική και πάντα μαγική. Έγραψε γι΄αυτήν καθώς μεγάλωνε για να τη γνωρίσει, βήμα-βήμα, ανακάλυψη με ανακάλυψη, αλήθεια με αλήθεια, μέχρι τη στιγμή που, απλώς, έγινε αιωνιότητα. ήταν υπέροχα ανακαλύπτουσα, καθώς κυνηγούσε πρόθυμα το νόημα των πάντων, αυτού του παράξενου κόσμου, στον οποίο, με έκπληξη, έβρισκε τον εαυτό της.... Έζησε με το Θεό, στον οποίο δεν πιστεύουμε πια, και εμπιστεύθηκε μιαν αθανασία που εμείς δε συντηρούμε πια σ’ αυτόν τον γεμάτο εμπιστοσύνη αιώνα, όπου το καθήκον ήταν πάνω από την Απόλαυση, πριν ο Πουριτανισμός γίνει Υποκρισία....Ποτέ δεν εμπιστεύθηκε σοβαρά με ψέμα, και ποτέ δε χρησιμοποίησε κάποιο δόλο στη σκέψη ή στην αντίληψή της γ’ αυτήν την ίδια. Αυτή η αλύπητη ειλικρίνεια υπαγόρευσε: Μου αρέσει ένα βιβλίο αγωνίας Γιατί ξέρω ότι είναι αλήθεια Οι άνδρες δεν προσποιούνται απασμό Ούτε διεγείρουν μια οδύνη Όπως το φως ακολουθεί το σκοτάδι, το Καλοκαίρι ακολουθεί το Χειμώνα, είναι αναπόφυκτα σαφής. Υπεκφυγή του γεγονότος δεν εγνώριζε, αν και το σώμα της μπορεί να πετούσε μακριά από τη διακοπή, αφήνοντας έναν εισβολέα να σκεφθεί ότι μια ηλιακτίδα άφησε την πόρτα μισάνοιχτη. Οι οντότητές της ήταν τόσο τεράστιες, όσο οι λέξεις της ήταν ελάχιστες. Αυτές οι λέξεις ήταν η αιχμή της ξηρασίας που χαράσσεται ή παγώνει στα τζάμια. Διπλά ειδωμένο, κάθε γεγονός και κάθε αντικείμενο φαίνεται να κρατά γι’ αυτήν τόσο την πραγματική όσο και την φανταστική διάστασή του. Μ’ αυτή τη δύναμη μεταφέρει τον αναγνώστη της πίσω από το πέπλο που σκιάζει τη λιγότερο δωρεούχα αντίληψη. Ακόμη, κατεβαίνει πάνω στο χείλος του τάφου για να παίξει με το εξωτερικό ένδυμα του πνεύματος, να ξανασυλλάβει το νεκρό χαμόγελο στα χείλη που παραδόθηκαν για πάντα. Ύστερα, όπως στις φτερούγες του Θανάτου, φέρνει τον εαυτό της και τον αναγνώστη στην κατεύθυνση της δραπέτισσας ψυχής, σε νέαν απίστευτα ύψη. Έτσι, με τη ζωή να φέρεται διπλά, σε δυο κόσμους, στα καστανά μάτια της με τα οποία ντύνεται το Αθέατο, εξομολογείται: Προσαρμόζομαι γι’ αυτούς, Ψάχνω στο σκοτάδι μέχρι να προσαρμοστώ πλήρως. Το έργο είναι ιερό Και με ικανοιποιητική γλύκα. Αυτή η εγκράτεια ως δική μου, παράγει Ένα πιο καθαρό αγαθό γι’ αυτούς, Αν επιτύχω. Αν όχι, είχα Τη μεταφορά του Σκοπού. Αυτή η μεταφορά του σκοπού την απερρόφησε, κι αυτή ακριβώς η απορρόφηση είναι η σαφέστερη απέκτασή της – η απορρόφηση μέσα σ’ Αυτόν, που αποκλείει την παρατήρηση του. Πάνω απ’ όλα ήταν πολυάσχολη. Παίρνει χρόνο, ακόμη και σε ιδιοφυϊες να κρυσταλλώσουν τη σκέψη με την οποία τα ποιήματά της είναι στοιβαγμένα. Η μοναξιά την δεν ήταν ποτέ άεργη. Το δέος γι’ αυτό το άγνωστο μυστήριο της αγάπης διαπερνά όλα της τα γραπτά και, μπροστά στη Φύση, στο Θεό και στο Θάνατο, είναι πιο άφοβη και απ’ αυτόν τον αρχάγγελο της δυσοίωνης σκιάς που ενστικτωδώς ονειρεύεται....Η φιλοσοφία της είχε από καιρό διδάξει ότι το Όλον ήταν μέσα της στο Όλον: δεν υπήρχαν βαθμοί σε τίποτα. Ανάλογα, τίποτα δεν ήταν μηδαμινό και ο λιποθυμισμένος πετρίτης της έγινε συνώνυμο του σύμπαντος. Είδε μέσα σε απόλυτους όρους, γεγονός που της έδωσε μια ακρίβεια όπως αυτήν που αποκτάται κάτω από το μικροσκόπιο της σύγχρονης επιστήμης. Όμως, η ψυχή της κυριάρχησε και, όταν τα βήματά της έθεταν σε αμφιβολία τους όρους, ακόμη κα τότε, υπαγορεύονταν από το αταλάνευτο πνεύμα της....Ήταν αυτή η κραυγή της κοινοτοπίας που, ερεθισμένη από την αυστηρότητα μιας επιφυλακτικής ατομικότητας, προκάλεσε την αθάνατη αναφώνησή της: Η πιο θεία αίσθηση είναι η μεγάλη τρέλα, Για ένα μάτι που καλά τα βλέπει, Μα η μεγάλη αίσθηση είναι η τέλεια τρέλα. Αυτή είναι η πλειονότητα. Σ’ αυτήν, καθώς υπερισχύει, Ντύσου και θα είσαι η σωφροσύνη. Δισταγμέ, είσαι μακρόθεν επικίνδυνος Και δεμένος μ’ ένα κομποσκοίνι. Η ερμηνεία της απαιτεί ύψος και βάθος εφαρμογής των αναγνωστών της γιατί, μολονότι η γκάμα της είναι για κάθε ψυχή που δε δεσμεύεται από τις αισθήσεις, δεν την κάνει πάντοτε και αμέσως σαφή, όταν μιλάει έξω από το δικό της όραμα και στη δική της γλώσσα. Αντιθετα μ’ αυτό, πέρα από εκείνους που την αποδέχτηκαν σχεδόν με λατρεία, αυτή πρωταρχικά είναι η ποιήτρια εκείνων που ποτέ δε διαβάζουν ποίηση.... Κάποτε ένας ιεροκήρυκας βρήκε τη γραμμή της στην καρδιά του υλικού του και έκανε το στίχο της να πετάξει με το συμπέρασμά του. Ήταν ο Very Reverend που έγραψε: Δοξάζω το Θεό για την Έμιλυ.Μερικά από τα γραπτά της είχαν βαθύτερη επιρροή στη ζωή μου από οτιδήποτε άλλο έχει οποιοσδήποτε άλλος γράψει. Μυστικό με μυστικό, σκέψη με σκέψη, πνεύμα με πνεύμα, σκόνη με σκόνη, ήταν στην πηγή των πραγμάτων και, εκτός από τα πολύ πηγαία της ζωής της, ακόμη κι αυτά τα βαθιά πηγάδια απ’ όπου άντλησε, ήταν με την πλευρά της, αν και τα νερά τους ήταν αιώνιες αλήθειες και η δική της μια από τις συναρπαστικές βεβαιότητες κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Εδώ, στα ποιήματά της, η αναστημένη Έμιλυ, ανεπαίσχυντη από τους θνητούς δεσμούς, μιλάει στη θεϊκή της Πλειονότητα: Χώρισε το γλέντι και θα βρεις τη μουσική, Βολβό με βολβό, τυλιγμένη σε ασήμι. Μοιρασμένη ανεπαρκώς στο καλοκαιριό πρωί, Σωσμένη, όταν το λαούτο άηχο μείνει. Αλλά σε ό,τι η ιδιωματική γώσσα εξηγεί ως ουράνιο γλέντι του τυφλοπόντικα, ακόμη κι αυτό ήταν μια απώλεια για να τη διηηθεί. Για τους πραγματικούς εραστές της πρόζας και της ποίησης της Έμιλυ Ντίκινσον, κάθε άλλη εξήγηση θα ήταν τόσο αυθάδης όσο και περιττή.»

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΖΩΗ

Αυτό το γράμμα μου είναι για τον κόσμο, Που ποτέ δε θα μου έχει γράψει, Τα απλά νέα που μου είπε η Φύση, Γεμάτα τρυφερότητα και λάμψη.

Το μήνυμα της είναι δεδομένο Σε χέρια που δεν πρόκειται να δω. Για την αγάπη της γλυκοί συμπατριώτες, Ζητώ την επιείκειά σας με αιδώ.

I

Η ευτυχία μοιάζει πιο γλυκιά Σ αυτούς που ποτέ δεν ευτύχησαν. Για να νιώσεις πιο βαθιά την γλύκα, Πρέπει να νιώσεις και την πιο μεγάλη πίκρα.

Κανένας απ’ τον πορφυρένιο εσμό Που πήρε σήμερα το μπαϊράκι Δε μπορεί να δώσει της νίκης ορισμό Τόσο διαυγή σαν το νεράκι.

Καθώς το απαγορευμένο αυτί Αυτού που, νικημένος, θα πεθάνει, Το σπάει του θριάμβου η ιαχή Μακρινή, καθαρή και αγχωμένη.

II

Το μερίδιό μας στης νύχτα βοηθάει Να υποφέρουμε τη μέρα μας με φρόνηση. Το κενό μας στη μακαριότητα μετράει Να γεμίζουμε το κενό στην περιφρόνηση. Εδώ ένας πλανήτης, εκεί ένας απλανής, Κάποιοι το δρόμο έχουνε χάσει. Εδώ μια ομίχλη, εκεί μια αχλύς, Και ύστερα, πάλι αργοχαράσσει.


IIΙ

Ψυχή μου θα αφεθείς για άλλη μια φορά Στου τυχαίου τον κίνδυνο να σε πείσει. Εκατοντάδες έχουν χαθεί οριστικά, Μα και δεκάδες το παν έχουν κερδίσει.

Των αγγέλων η ετυμηγορία Αργοπορεί πολύ να πέσει, Ενώ του διαβόλου η ομοφωνία Είναι έτοιμη να σε διακυβεύσει.

IV

Υπάρχει τόση, μα τόση χαρά! Ακόμη κι αν ήθελα να χάσω, τι μαύρη τύχη! Και όμως, είμαι χαμένη σα να Τα έχω όλα ρισκάρει σε μια ζαριά. Έχω κερδίσει; Ναι! Άρα αμφίβολη Αυτή η πλευρά, η εύκολη νίκη!

Η ζωή είναι ζωή, η φθορά είναι φθορά! Η μακαριότης, μακαριότης και η πράξη, πράξη! Αν νικηθώ, τουλάχισον θα μάθω μια φορά Ότι το χείριστο είναι κι αυτό μια χαρά. Η ήττα δεν είναι παρά μια ήττα Και τίποτα πιο ζοφερό δε γίνεται να υπάρξει!

Και αν κερδίσω - ω, κανόνι στ’ ανοιχτά, Ω, καμπάνες στα καμπαναριά, Σε πρώτη επανάληψη, θ’ αργήσει! Για τον ουρανό, είναι διαφορετικά. Πιθανολογούμενο κι αφυπνισμένο ξαφνικά Και, ίσως, να με κατακλύσει!

V

Ωραία! Πέρασε η μεγάλη μπόρα! Τέσσερις έχουν σκεπάσει τη γη. Σαράντα κατεβαίνουν μαζί Να δροσίσουν την καμένη χώρα.

Κουδούνι για τη λιγοστή χαρά! Καμπάνα για τις όμορφες ψυχές, Το γείτονα, το φίλο, το γαμπρό, Που στροβιλίζουν πάνω στα νερά!

Πώς θα αφηγηθούν το ναυάγιο, Όταν ο χειμώνας την πόρτα θα χτυπά, Όταν τα παιδιά θα ρωτούν «Μα Οι σαράντα δε θα γυρίσουν πίσω πια;»

Μετά, μία σιωπή την ιστορία θα χρήσει Και μια απαλότητα στου αφηγητή το μάτι. Τα παιδιά δε θα ρωτούν πια κάτι Και μόνο το κύμα θα απαντήσει.

VI

Αν μπορούσα να εμποδίσω μια καρδιά να σπάει, Δε θα ζούσα πια επί ματαίω. Αν μπορούσα να εμποδίσω μια ζωή να πονάει, Ή τον πόνο της ν’ ανακουφίσω, Ή ένα λιπόθυμο πουλί να βοηθήσω Να φωλιάσει στη φωλιά του εκ νέου, Δε θα ζούσα επί ματαίω.

VII

Μέσα στην δική μου την προσέγγιση, Μπορούσα να έχω προσεγγίσει πιο πολύ! Μπορούσα να πετύχω με πολύ απλό τρόπο: Απαλά περιπλανώμενη στην πόλη αυτή. Περιπλανώμενη με ανάλαφρο έναν τρόπο, Στις τόσο ανυποψίαστες βιολέτες που Μέσα στους αγρούς κείτονται χαμηλά, Μα για τα δαχτυλάκια που πασχίζουν Και που περάσαν ώρα πριν, είναι αργά.

VIII

Του πληγωμένου ελαφιού, ψηλά το πήδημά του, Άκουσα τον κυνηγό να λέει. Δεν είναι παρά η αγωνία του θανάτου, Αλλά μετά, το κάταγμα του μένει.

Ο τρύπιος βράχος που νερό αναβλύζει, Το πιεσμένο ατσάλι που αναπηδάει, Ένα μάγουλο πάντα κοκκινίζει Εκεί που ο φθισικός κεντάει!

Ευθυμία, το ταχυδρομείο της οδύνης Και όπλο που την προφυλάει. Ο καθένας μας το αίμα εποπτεύει Και «είσαι πληγωμένος» θα φωνάζει!

IX

Η καρδιά πρώτη ζητάει την ευτυχία Και μετά, από τον πόνο της, συγγνώμη Και μετά, αυτή τη μικρή αναλγησία Που τον πόνο της απονεκρώνει. Και μετά, πηγαίνει για ύπνο Και μετά, αν θέλει να το επιλέξει, Ο παντοδύναμος Κριτής της Το θάνατό της θα της επιτρέψει.

X

Είναι πολύτιμη η απόλαυση Να συναντάς ένα βιβλίο αρχαίο, Με φόρεμα του αιώνα του. Προνόμιο, πραγματικά, ωραίο.

Στο χέρι σου ευλαβικά το παίρνεις Και ζεσταίνεις το σεβάσμιο δικό του. Δυο περάσματα στο παρελθόν του κάνεις, Στον πρώτο, το νεανικό καιρό του. Τις παραξενιές του τις χαζεύεις, Ξετυλίγοντας αργά τη γνώση, Ό,τι αφορά την αμοιβαία γνώμη Η φιλολογία του παλιού θα δώσει.

Τι ανταγωνισμός, στην αρχαιότητα, Τι ενδιέφερε τους λόγιους πιο πολύ, Πότε ο Πλάτων ήταν βεβαιότητα, Πότε η οντότητα του Σοφοκλή.

Πότε υπήρξε η φιγούρα της Σαπφώς, Πότε η Βεατρίκη φόραγε χιτώνες, Πότε ο Ντάντε έντυσε με θείο φως Γεγονότα πριν αιώνες και αιώνες.

Το βιβλίο γίνεται δικό σου, Σαν να όφειλες να ‘ρθεις στην πόλη τώρα Και επαληθεύει κάθε όνειρό σου, Γιατί έζησε της γέννας του την ώρα.

Η παρουσία του είναι τόσο μαγική, Που το ικετεύεις να μη φύγει όσο Οι παλιές του στήλες από απλή περγαμηνή Σ’ ερεθίζουν και σε γοητεύουν τόσο.

XI

Η πιο θεία αίσθηση είναι η μεγάλη τρέλα, Για ένα μάτι που καλά τα βλέπει, Μα η μεγάλη αίσθηση είναι η τέλεια τρέλα. Αυτή είναι η πλειονότητα. Σ’ αυτήν, καθώς υπερισχύει, Ντύσου και θα είσαι η σωφροσύνη. Δισταγμέ, είσαι μακρόθεν επικίνδυνος Και δεμένος μ’ ένα κομποσκοίνι.

XII

Δε ζήτησα τίποτε άλλο, στην τιμή μου. Τίποτα άλλο δε με γέλασε. Πρόσφερα και αυτήν την ύπαρξή μου Και ο πιθανός αγοραστής μου χαμογέλασε. Βραζιλία; Έστριψε ένα κουμπάκι μάλλον, Χωρίς ούτε μια ματιά να ρίξω: «Μα κυρία, δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο Που μπορώ αυτή τη μέρα να σας δείξω»

XIII

Η ψυχή επιλέγει την κοινότητά της, Μετά, κλείνει πίσω της τη θύρα, Σ’ αυτή τη θεία πλειονότητά της, Τίποτα άλλο από μια όχληση, δεν πήρα.

Ακίνητη, το στοπ του κάρου σημειώνει Στην πύλη της τη χαμηλή. Ακίνητος, ένας κυρίαρχος κλίνει το γόνυ, Πάνω στης εισόδου το χαλί.

Την ήξερα από την αφθονία της γης της. Διάλεξε τώρα ένα μύθο Κι ύστερα, σφράγισε την προσοχή της, Μ’ ένα βαρύ κι ασήκωτο λίθο.

XIV

Μερικά πράγματα που περνούν, μπορεί να είναι Πουλιά, ώρες, μέλισσα πού βουίζει. Γι’ αυτά δεν υπάρχουν ελεγεία

Μερικά πράγματα που μένουν, μπορεί να είναι Θλίψη, λάμψη ή ζωή αιωνία. Μα ούτε αυτή μου πάει η χρεία. Υπάρχουν αυτή την ήρεμη ανατολή. Μπορώ να δώσω στους ουρανούς ερμηνεία; Σε πόση ο γρίφος ακουμπά ηρεμία!

XVI

Να μάχεται κανείς γερνώντας είναι ήθος, Αλλά και άλλο τόσο ευγενικό, Να κατατροπώνει στήθος-στήθος, Της συμφοράς το ιππικό.

Να νικά, όταν κανείς δε βλέπει τώρα, Να πέφτει και κανείς να τον παρατηρεί, Να πεθαίνει και κανείς μες στη χώρα Να τον βλέπει με στοργή πατριωτική.

Εμπιστευόμαστε, σε πομπή στολισμένη, Αυτούς που ο άγγελος σηκώνει, Σε σειρά απόλυτα συντονισμένη Και με ομοιόμορφες στολές από χιόνι.

ΧVII

Όταν η νύχτα είναι σε όλα τα μέρη Και το χάραμα είναι τόσο κοντά μας, Που μπορεί να το πιάσει το χέρι, Είναι ώρα να ισιώσουμε τα μαλλιά μας.

Να τα ετοιμάσουμε για το ωραίο δίκτυ, Ν’ αναρωτηθούμε τι κάναμε ως τώρα,\ Γι’ αυτό το ξεθωριασμένο μεσονύχτι, Που μας τρόμαξε, αλλά πριν ώρα.

XVIII

Διαβάστε φίλοι πώς κάποιοι αγωνίστηκαν Έως ότου εμείς ανδρωθούμε. Τι αυτοί απαρνήθηκαν Έως ότου εμείς ξεφοβηθούμε. Πόσες φορές αυτοί υπέφεραν Της πίστης τους τη μαρτυρία Έως ότου εμείς βοηθηθούμε Σα μια φροντισμένη βασιλεία.

Διαβάστε πάλι για την πίστη, Που έλαμψε πάνω στη δέηση. Ξεκάθαρες εντάσεις ύμνων, Που ούτε ποτάμι δεν παρέσυρε. Ονόματα γενναίων ανδρών Και γυναικών με φρόνηση, Που ξεπέρασαν την αναφορά Και κέρδισαν την αναγνώριση.

XIX

Ο πόνος έχει ένα στοιχείο κενού. Δεν μπορεί ποτέ ν’ ανακληθεί. Όταν αρχίζει ή αν υπήρξε Κάποια μέρα που δεν ήταν εκεί.

Δεν υπάρχει μέλλον του πόνου. Τα άπειρα βασίλειά του περιέχουν Μόνο παρελθόν, που όταν φωτίζεται, Έρχονται περίοδοι που μόνο πόνο έχουν.

XX

Ήπια ένα λικέρ ποτέ δεν έγινε, Από μαργαριταρένιες κανάτες κενές. Τέτοιο οινόπνευμα δε θα παρήγαγαν Ούτε όλες του Ρήνου οι δεξαμενές.

Είμαι μεθυσμένη από τον αέρα Και διεφθαρμένη από τη δρόσο, Τρικλίζω μες σε ατελείωτη θερινή μέρα, Μπαίνοντας σε χάνια από γαλάζιο τόσο.

Όταν οι αγρότες γυρίζουν τη μεθυσμένη Μέλισσα από της αλεπούς τη στράτα, Όταν οι πεταλούδες αρνούνται τα τύμπανά τους, Εγώ δε θέλω, παρά κι άλλη μια κανάτα.

Μέχρι τα σεραφείμ να κουνήσουν τα καπέλα Και οι άγιοι στα παράθυρα γερμένοι, Για να δουν τη μικρούλα πότρια Πάνω στον ήλιο να ‘ναι ακουμπισμένη.

XXI

Έφαγε κι ήπιε τα πολύτιμα λόγια. Το πνεύμα του μεγάλωσε με τόλμη. Δεν ήξερε παρά πως ήταν πένης, Και πως το κάδρο του ήταν η σκόνη.

Χόρευε τις σκοτεινές ημέρες Κι αυτή η κληρονομία φτερουγών Δεν ήταν παρά ένα βιβλίο. Τι ελευθερία Που φέρνει ένα πνεύμα χαλαρό!

XXII

Δεν είχα χρόνο να μισήσω, διότι ο τάφος Θα με εμπόδιζε, με πάσα βεβαιότητα. Και η ζωή δεν ήταν τόσο ευρεία, ώστε Να μπορούσα να τελειώσω την εχθρότητα.

Μα ούτε χρόνο είχα ν’ αγαπήσω, διότι Από τότε που μια φάμπρικα έπρεπε να ‘μαι, Νόμιζα πως ο μικρός κόπος αγάπης, Ήταν αρκετός ευτυχισμένη να ‘μαι.

XXIII

Ήταν ένα τόσο δα μικρό καράβι, Που αρμένιζε κάτω στον όρμο! Ήταν τόσο, μα τόσο ευγενής η θάλασσα, Που του ένευσε από μακριά και μόνο!

Ήταν τόσο, μα τόσο άπληστο το κύμα, Που το παρέσυρε από την ακτή. Δεν το μάντεψαν τα μεγαλοπρεπή ιστία, Και το μικρό μου σκάφος είχε χαθεί!

XXIV

Είτε το πλοίο κατέβηκε στη θάλασσα. Είτε έσμιξε με μαύρη καταιγίδα, Είτε μαγεύτηκε από νησάκια όμορφα Και μάζεψε πειθήνια τα ιστία.

Ποιο αραξοβόλι άραγε το κράτησε; Ποιο μυστηριώδες πάλι κόλπο; Αυτή είναι η αυταπάτη του ματιού, Έξω και πάνω από τον κόλπο.

XXV

Η Μπελσαζάρ πήρε ένα γράμμα. Ποτέ άλλοτε δεν είχε πάρει. Σ’ αυτή την αθάνατη κόπια, Ο μέγας επιστολογράφος Κατέγραφε σε απλό στίχο Τη συνείδηση όλων μας, Που και αόμματος διαβάζει, Στης αποκάλυψης τον τοίχο.

XXVI

Το μυαλό μέσα στο δικό του δάσος, Τρέχει ομαλά και γνήσιο, αληθινό. Όμως, άφησε ένα κύτταρο να παρεκκλίνει Και είναι ευκολότερο να φέρεις πίσω το νερό, Όταν οι πλημμύρες τρέχουν χωρίς στάσεις Και ανοίγουν κολοσσιαίες λεωφόρους, Εκμηδενίζοντας, με μιας, τις αποστάσεις.

XXVII

Είμαι ο Κανένας! Ποιος είστε εσείς; Μήπως κι εσείς είστε ο Κανείς; Τότε είμαστε ζεύγος – τι τέλεια μωρία! – Λες και μας έχουν τιμωρήσει με εξορία.

Πόσο ζοφερό είναι να είσαι κάποιος! Πόσο κοινότοπο, σαν ένας βατράχος, Που λέει το όνομά του στον έκπληκτο βάλτο, Κι αυτός χειροκροτεί τον όσο μονάχο! XXVIII

Φέρνω ένα ασυνήθιστο κρασί Σε χείλη που ξηραίνονται, μετά από μένα, Και τα καλώ απλώς να πιουν. Σκάζοντας από πυρετό, αυτό πασχίζουν. Στρέφω τα δακρυσμένα μάτια μου μακριά, Για να ‘ρθουν την επόμενη ώρα να δουν.

Τα χέρια ακόμη κρεμάνε τα γυαλιά. Τα χείλη που θα είχα πριν δροσίσει, φευ, Είναι τόσο αχρείαστα ψυχρά! Θα ‘θελα το ταχύτερο να θερμάνω Το στήθος όπου ο πάγος έχει στρωθεί, Αιώνες κάτω από το καλούπι, ωχρά.

Μπορεί να υπάρχει άλλος διψασμένος, Που αυτό θα μου είχε υποδείξει Και που απέμεινε να του μιλήσω. Κι έτσι, πάντα υπομένω το ποτήριο τούτο. Αν, ευτυχώς, το δικό μου έχει σταγόνα, Τον προσκυνητή μου να δροσίσω. Αν δηλαδή, ευτυχώς, κάποιος μου πει: «Έστω και ελάχιστα, έλα σε μένα» Όταν, επιτέλους, τύχει και ξυπνήσω.

XXX

Πλάθουμε, παίζοντας, μια ζύμη, Μέχρι να φτιάξουμε πέρλες. Μετά, τα πετάμε στην άκρη όλα Και κρίνουμε τον εαυτό μας τρελό. Όμως, τα σχήματα είναι παρόμοια, Ενώ τα καινούρια μας, άξια χέρια Μαθαίνουν πολύτιμες τέχνες Για να πλάθουν, τώρα, τον πηλό.

XXXΙ

Βρήκα τη φράση για κάθε σκέψη. Άλλωστε, δεν είχα παρά μόνο τη βάση. Κι αυτή με προκαλούσε σα χέρι Να ζωγραφίσω τον ήλιο με βιάση.

Στις γενιές που τράφηκαν στο σκότος, Πώς θα μπορούσε η δική σας ν’ αρχίσει; Μπορεί η φωτιά με βαφή να γίνει, Ή το μεσημέρι στη μαζαρίνη;

XXXIΙ

Ελπίδα είναι αυτό το πράγμα με φτερά, Που μέσα στην καρδιά φτεροκοπάει Και τραγουδάει δίχως λόγια περιττά, Χωρίς ποτέ, μα ποτέ να σταματάει. Και στη θύελα ακούγεται γλυκύτατη. Και η καταιγίδα πρέπει να πονάει τόσο, Που να ντρέπεται το πουλί, αφού κρατάει Μεσα στη θαλπωρή τόσα και πόσο!

Το έχω ακούσει στην πιο παγωμένη γη Και στου πιο παράξενου πελάγου τα μήκη Μα ποτέ, ούτε σε μεγάλη ακρότητα, Δε μου ζήτησε ούτε ένα τόσο δα σκουλήκι.

XXXIIΙ

Τολμάς να δεις ψυχή σε κατάλευκο πυρ; Τότε, ζάρωσε μέσα στη θύρα. Το κόκκινο είναι το χρώμα της φωτιάς, Αλλά, όταν η ζωηρή πορφύρα...

Έχει χορτάσει τις συνθήκες της πυράς, Παίζει την τρεμουλιαστή ουσία, Δίχως χρώμα, παρά μόνο με το φως, Μιας ασπρίλας δίχως πεμπτουσία.

Το χωριό καμαρώνει το σιδηρουργό, Που ο χτύπος από το δικό του αμόνι Είναι σύμβολο για το άριστο χαλκειό, Που δίχως θόρυβο, σέρνετ’ ακόμη...

Φωτίζοντας αυτό το ανυπόμονο ορυκτό, Με το σφυρί και της φωτιάς την κάψα, Μέχρι που το προσχεδιασμένο φως Το απογυμνώνει τέλεια απ’ τη μάσκα.


XXXIV

Αυτή μπορεί και να υδροβατεί Σε ολόκληρες λίμνες από θλίψη, Είναι ήδη πολύ εθισμένη. Όμως, μια ελάχιστη δόση χαράς Σκάει στα πόδια της και τότε, Γέρνει στο πλάι, μεθυσμένη.

XXXV

Χαλί κι ας μη χαμογελάσει, Ήταν το νέο της ηδύποτο, Πριν όλα να τα έχει χάσει! Ο πόνος είναι η δύναμή της, Που την κεντά με πειθαρχία, Μέχρι α κρεμαστελι η βαρύτης.

Δώσετε βάλσαμο στούς γίγαντες Κι αυτοί θα μαραθούνε σα χωριάτες. Δώστε τους μετά, τα Ιμαλάια Και θα τα κουβαλήσουνε στις πλάτες.

XXXVI

Ποτέ μου δεν ακούω «δραπετεύω», Χωρίς το αίμα να γοργοπετάει, Σα μια αιφνίδιά μου προσδοκία Και σα μια στάση που αργοπετάει.

Ποτέ μου δεν ακούω «φυλακές μεγάλες». Από στρατιώτη πολύ συντριμμένο, Μα εγώ τις σέρνω παιδαριωδώς τις μπάρες, Μόνο και μόνο για ν’ αποτυχαίνω!

Και γλυκύτατο ακούγεται στη θύελα. Κι οδυνηρή πρέπει να είναι η καταιγίδα, Που θα καταίσχυνε αυτό το θείο πουλί, Που χάρισε σε τόσους μιαν αιγίδα.

Το άκουσα σ’ αγριεμένη θάλασσα Και μες σε παγωμένη αστροφεγγιά, Αλλά ποτέ, ούτε σε έσχατη ανάγκη, Μου ζήτησε ούτε μια μικρή μπουκιά.

XXXVII

Την κάθε εκστατική στιγμούλα, Πρέπει να την πληρώνουμε με αγωνία, Σε πλήρη και ακριβή ισοτιμία, Με την κατάσταση.

Την κάθε αγαπημένη ώρα, Πρέπει να την πληρώνουμε ως την άκρη, Με κάδους πικραμένο δάκρυ Και στην κατάθεση.

XXXVIII

Μεσα από την διάβαση του πόνου, Οι μάρτυρες πάτησαν ακόμη Και τα πόδια τους στον πειρασμό, Με πρόσωπα στραμμένα στο Θεό.

Μεγαλόπρεπη, εξομολογημένη η παρέα, Παίζοντας γύρω-γύρω το σπασμό, Αβλαβής σαν την ουρά κομήτη, Πάνω από το άλμα ενός πλανήτη.

Με πίστη στην αιώνια αλήθεια, Με την ωραία της αναμονή, Με την πυξίδα τους να δείχνει ως πέρα, Αστροβατούν μέσα στον πολικό αστέρα.

XXXIX

Δεν εννοώ, παρά ταπεινές ανάγκες να έχω, Όπως περιεχόμενο και ουρανό. Μπορούν να είναι στη ζωή, σ’ ό,τι κατέχω, Κι εγώ θα τα κρατάω, όσο ζω.

Μα αν η ζωή μου έχει και τα δύο, πάλι, Τότε, η προσευχή μου θα αρκούσε, Για ένα μονάχα να συμβάλλει, Και ο Θεός και τα δυο θα ευλογούσε.

Έτσι, προσεύχομαι μ’ αυτή τη γνώση: «Άγιο Πνεύμα, δώσε μου, παρακαλώ, Ένα παράδεισο, κάτι σαν τη Φύση, Μεγάλο ακούντως να χωράω εγώ».

Ενα χαμόγελο σκάει στου Θεού τα χείλη, Που οι άγγελοι το έχουν σχεδιάσει. Σοβαροί άγιοι με βλέπουν, δίχως πετραχήλι, Αφήνοντας κι αυτοί χαμόγελο να σκάσει.

Άφησα το μέρος μ’ όλη τη δύναμή μου. Η προσευχή μου έφθασε μακριά. Οι ήρεμοι αιώνες σήκωσαν τη δική μου, Και η Κρίση μου έριξε μία ματιά.

Όποιος είναι τόσο τίμιος, θα σωθεί, Ιδίως αν τον πείσει η μαρτυρία: «Αν πολύ έντονα από κάποιον ζητηθεί, Θα του δοθεΊ, σίγουρα, η σωτηρία».

Όμως, εγώ θα ερευνήσω, όντας πονηρή Και με, τώρα πια, έντονη καχυποψία, Σαν τα παιδιά που έχουν εξαπατηθεί, Και θεωρούν τα πάντα σκευωρία.

XL

Η απόκρυφη σκέψη, λεπτή σα μενβράνη, Είναι πιο διακριτή στου ματιού την κόρη, Όπως οι κορδέλεςαναδεικνύουν τον όγκο, Ή όπως οι ομίχλες τα Απέννινα Όρη.

XLI

Η ψυχή, χαμένη εντός της, Είναι ένας φίλος βασιλικός, Ή ο πιο βασανιστ’ης προδ’ότης, Που μπορεί να σου στε’ιλει ο εχθρός.

Ασφαλίσου καλά απ’ αυτήν, Και μη φοβάσαι καμιά προδοσία. Η ψυχή πρέπει να μένει πιστή, Διατηρώντας αυτοκυριαρχία.

XLII

Οι χειρουργοί πρέπει να είναι προσεκτικοί, Λοταν κρατούν στο χέρι νυστέρι! Κάτω από της σάρκας την εγκοπή, Η ζωή, ένα σφύζον αστέρι!

XLIII

Μ’ αρέσει να το βλέπω τα μίλια ν’ αφανίζει Και να γλύφει τις κοιλάδες έως πάνω, Να σταματά στα πρατήρια και να γεμίζει Και μετά, να ορμά μπροστά και προς τα πάνω.

Γύρω-γύρω μια σειρά βουναλάκια, Που φαίνονται να καμαρώνουν, Ανάμεσα από ταπεινά σπιτάκια, Που στέκουνε στις άκρες των δρόμων. Και μετά, ένα λατομείο με εκσκαφές Να λειαίνει τις πλευρές ή να τις πνίγει, Με φρικτές παραπόνων στροφές, Και μετά, πάλι και πάλι κυνήγι.

Και χλιμίντρισμα σαν του Μποανέγκερς, Και μετά, τυπικό κι ακριβές σαν αστέρι, Ισχυρό και γλυκύτατο και αύταρκες, Σταματά στα δικά μας τα μέρη.

XLIV

Το θέαμα δεν είναι το θέαμα, Αλλά αυτοί στο απέναντι πέρασμα, Οι γείτονές μου στο γραφείο, Ένα γνήσιο θηριοτροφείο, Παιχνίδι δίκαιο εις διπλούν, Που πήγαν και οι δύο να δουν.

XLV

Η χαρά γίνεται πίνακας ζωγραφικής, Οταν μέσα από πόνο τη δεις. Πιο τίμια, γιατί τη νίκη δε μπορεί Να τη βάλει ο νους κανενός. Το βουνό, σ’ ένα μήκος απλώς δεδομένο. Μοιάζει να είναι σε κεχριμπάρι απλωμένο, Πάνω, αν το φτάσεις, πετάει για λίγο, Κι αυτό είναι,τότε, ο ουρανός.


XLVI

Αν και ανέβηκε σήμερα ο νους μου Ψηλότερα, σε σχέση με πριν, Δεν τέλειωσα. Κάμποσο δρόμο πιο πίσω, Δε μπόρεσα να σταθεροποιήσω. Κι ούτε τι ήταν κι ούτε γιατί επανήλθε Για δεύτερη στη ζωή μου φορά, Ούτε από πού ήλθε πάλι πίσω, Μπορώ, σίγουρα, να ομολογήσω.

Όμως, κάπου στην ψυχή μου, το ξέρω, Έχω συναντήσει το πράγμα ξανά. Απλώς με θημήθηκε και αυτό είναι όλο, Και δεν ήλθε ξανά να μου κλείσει το δρόμο

XLVII

Είναι άραγε ο Ουρανός ιατρός; Λέγεται ότι μπορεί να μας γειάνει. Ναι αλλά, μετά θάνατον Δεν υπάρχει πια γιατριά.

Είναι μήπως ο Ουρανός ταμίας; Μιλούν γι’ αυτά που του οφείλουμε. Όμως σ’ αυτό το καζίνο, Εγώ δε ρίχνω ούτε ζαριά,

XLVIII

Εντούτοις, γυρίζω στο σπίτι αργά, πολύ αργά! Έτσι, επιστρέφοντας, αντισταθμίζω Την έκσταση αυτών που εμένα περιμένουν, Όταν , τη νύχτα κατεβαίνοντας, άραχλη και σκοτεινή, Ακούν τον απροσδόκητό μου χτύπο στη γωνία. Μεταβατική πρέπει να είναι η στιγμή, Που φτιάχτηκε από δεκάδων χρόνων αγωνία...

Να σκέφτομαι πώς θ’ ανάψει η φωτιά Και πώς τα χιλιοαπατημένα μάτια θα γυρίσει, Διερωτώμενη τι πρόκειται εγώ να πω Και πώς αυτή σε μένα θα μιλήσει, Διασκεδάζοντας αιώνες και αιώνες δρόμου!

XLIΧ

Μια φτωχή, σχισμένη καρδιά, καρδιά κουρέλι, Που κάθισε δίπλα στους άλλους, Δεν παρατήρησε την αναρρέουσα ημέρα, Που κυλούσε ασήμι προς τη δύση, Ούτε τη νύχτα που κατέβαινε γλυκά, Ούτε τον αστερισμό που είχε ανάψει, Μια πρόθεση πάνω στο όραμα, Με τελείως άγνωστη ευρύτητα.

Ενώ συνέβαινε αυτό, οι άγγελοι Την πήραν τρυφερά απ’ την πλεκτάνη Και την πήγαν κατευθείαν στο Θεό. Εκεί, προστατευμένη από τους αγγέλους, Παίρνει τους μπλάβους ουρανούς από το χέρι Και καθοδηγεί τους θαλασοδαρμένους.

L

Έπρεπε να ‘μαι μες στη χαρά, το βλέπω. Πολύ ανεβασμένη για το λιγοστό βαθμό Της πενιχρής ζωής μου, πριν την αφήσω. Η μικρή τροχιά μου έπρεπε να ντρέπεται Το νέο κύκλο, και τώρα εγκαλείται Για τον άσχημο χρόνο πιο πίσω.

Έπρεπε να ‘μαι μες στη σωτηρία, το βλέπω. Τέλεια σωσμένη. Φόβος πολύ αμυδρός Αν μπορούσα να συλλαβήσω την προσευχή, Που τόσο τέλεια ήξερα έως εχθές Και που θα ήταν μια εύγλωττη απαγγελία Αν πρόφερα ένα απλό «Λαμάν σαβαχθανί».

Η γη θα ήταν πάρα πολλή, το βλέπω. Και ο ουρανός για μένα ανεπαρκής. Θα έπρεπε να είχα τη χαρά, ωστόσο, Χωρίς το φόβο που αιτιολογεί Την παλάμη δίχως Γολγοθά. Και τι να κάνεις Λυτρωτή; Σταυρώσου!

Η ήττα ακονίζει τη νίκη, έχουν να λένε. Και οι ύφαλοι στην αρχαία Γεθσημανή Κάνουν την πιο πέρα ακτή αγαπητή. Είναι το συμπόσιο των επαιτών που ορίζει. Είναι η δίψα που δίνει στο κρασί ζωή Και η πίστη που την κατανόηση εξασθενίζει.

LI

Ήξερα ένα μικρό καράβι Που τινάζονταν και τινάζονταν Για να προλάβει την καταστροφή. Που στροβιλίζονταν, στροβιλίζονταν, Ενώ καρτερούσε τη χαραυγή.

Γλιστρούσε και γλιστρούσε, Σαν το περπάτημα ενός μπεκρή. Η λευκή του καρίνα ταξίδεψε λίγο Και μετά χάθηκε στο μπλέ, το βαρύ.

Αχ, καραβάκι, καλή σου νύχτα. Στο πλήρωμα όλο και σε σένα ατυχή. Η καρδιά του πελάγους σκούρα μπλε και πολύ λεία Για να σπάσει λιγάκι, να σε λυπηθεί.

LII

Η δόξα έρχεται πολύ αργά και παραμένει στα χείλη που παγώνουν, Πολύ εκστασιασμένη με την παγωνιά Για να την ξεπαγώνουν. Πόσο γλυκιά θα τους φαινόταν Έστω και μια σταλιά! Μα, ο Θεός είναι τόσο οικονομών; Το τραπέζι του απλώνεται πολύ ψηλά για μας, Εκτός αν γευματίζουμε στις μύτες των ποδιών. Τα ψίχουλα ταιριάζουν σε στόματα τόσο μικρά, Τα κεράσια ταιριάζουν στους πετρίτες, Και το χρυσό πρόγευμα του αητού τους παραπλανά. Ο Θεός κρατάει τον όρκο στους σπουργίτες, Που, για την αγάπη του μπορούν και να λιμοκτονούν!

LIII

Ο Θεός έδωσε ένα καρβέλι σε κάθε πουλί, Αλλα, σε μένα, ένα ψιχουλάκι μόνο. Που αν και πεινάω, δε τολμάω να φάω. Η ατυχής μου πολυτέλεια είναι Να το έχω, να τ΄αγγίζω, απαληθεύοντας τον άθλο, Που έκανε το ζάρι δικό μου με τη μία, Πολύ ευτυχής για την τύχη ενός σπουργίτη, Με ακόμη πιο πολλή επιθυμία.

Αν υπήρχε ένας λιμός γύρω-τριγύρω, Δε θα μπορούσα να χάσω ούτε στάχυ, Τόσο πολλά χαμόγελα στη φάρμα μου, Και η σιταποθήκη μου δείχνει γεμάτη. Διερωτώμαι πώς μπορεί να νιώθει ο πλούσιος, Ή ένας Ινδιάνος, ή ένας αητός. Νομίζω ότι εγώ, με ένα ψιχουλάκι, Είμαι κυρίαρχος, όπως αυτός.

LIV

Καθένας που τυχαία μπορεί να συναντώ, Είναι μια εμπειρία. Και ιδού: Αν αυτή περιέχει ένα πυρήνα, Θα είναι η μορφή ενός φουντουκιού. Δώρα πάνω σε ένα δέντρο, Ευλογοφανώς αξισωμένα, Αλλά η σάρκας τους μέσα είναι αναγκαία, Όσο στους σκίουρους, τόσο και σε μένα.

LV

Η χώρα μου δεν έχει ανάγκη ν’ αλλαζει ρούχα. Η τριπλή στολή της είναι εφαρμοστή, Σα να ήταν ραμμένη στο Λέξινκτον. Και πρώτα απ’ όλα, είναι ταιριαστή.

Η Μεγάλη Βρετανία αποδοκιμάζει τα αστέρια. Υποτίμηση; Και ναι και όχι. Υπάρχει κάτι στην άποψή της, Σα να χλευάζει την ξιφολόγχη.

LVI

Η πίστη είναι μια ωραία επινόηση Για τους κυρίους που βλάπουνε σωστά, Μα σε μια έκτακτη περίσταση, Τα μικροσκόπια είναι πιο συνετά!

LVII

Εκτός από τον ουρανό που είχε έλθει, Και έμοιαζε να επιλέγει την δική μου πόρτα, Η απόσταση δε θα σύχναζε τόσο σε μένα. Και δεν το είχα ελπίσει πιο μπροστά. Αλλά μόνο για ν’ ακούσω τη χάρη της, Ποτέ δεν την είδα εσκεμμένα να φεύγει, Και με θλίβει με μια διπλή απώλεια. Είναι χαμένη, είναι χαμένη για μένα.

LVΙΙΙ

Τα πορτραίτα καθημερινών προσώπων Είναι σαν ένα σούρουπο βραδινό, δυτικό, Όπως ένα ωραίο σχολαστικό ηλοβασίλεμα. Πάνω σε φόρεμα μεταξωτό.

LIX

Πήρα τη δύνμη στα χέρια μου Και πήγα κόντρα στον καθένα. Όχι τόσο πολύ όπως ο Δαβίδ, Αλλά ήμουν δυο φορές πιο γενναία.

Σκόπευσα με τη σφεντόνα μου, αλλά Ο μόνος που έπεσε ήμουν εγώ η φτωχή. Ήταν άραγε ο Γολιάθ πολύ μεγάλος, Ή εγώ ήμουν ακόμη πολύ μικρή;

LX

Ένας σκοτεινός φίλος από τις καυτές ημέρες Είναι πολύ πιο εύκολο να βρεθεί, Παρά κάποιον από υψηλές θερμοκρασίες Για μια παγωμένη του μυαλού στγμή.

Ο ανεμοδείκτης, λίγο προς ανατολάς, Τρομάζει τους καημένους μουσουλμάνους, Αν οι μάλλινοι θώρακες είναι πιο σφιχτοί, Απο αυτούς από βαμβακερό πλεγμένους.

Ποιος είναι τώρα για μομφή; Ο υφαντής; Α, τι ζαλιστικό αυτό το νήμα! Οι ταπετσαρίες του παράδεισου Είναι υφασμένες με τόση μαεστρία!

LXI

Όλες οι ζωές συγκλίνουν σε ένα κέντρο, Εκφρασμένο ή όχι. Για κάθε ανθρώπινη φύση υπάρχουν, Κάποιοι στόχοι.

Μπορεί να είναι σπάνια αποδεκτοί, Μεγίστης εντιμότητας Για το θάρρος και την τόλμη Της πιστότητας.

Λατρεμένοι, σαν να ήτανε να φτάσουν Έναν εύθραυστο ουρανό, Ήταν απέλπιδες σαν να ήτανε ν’ αγγίξουν Το τόξο το ουράνιο.

Καρτερικοί προς τον υπέρτατο για την απόσταση. Πόσο ψηλά, Πάνω στην αργή των αγίων άμαξα είναι, Τα επουράνια!

Νικημένοι, μπορεί, από μια μικρή διακύβευση, Αλλά μετά, Η αιωνιότητα κάνει πάλι αφικτή Την προσπάθεια.

LXII

Πριν αποστρέψω τα δικά μου μάτια, Θα ήθελα να δω κι εγώ, Όπως τα άλλα πλάσματα με μάτια, Αφού δεν έχω άλλη οδό.

Όμως, σήμερα μου ειπώθηκε, πως Θα μπορούσα να έχω τον ουρανό δικό Μου, σου λέω ότι η καρδιά μου, λοιπόν, Θα σπάσει, για το μέγεθός μου.

Τα λιβάδια δικά μου, τα βουνά δικά μου, Όλα τα δάση και τα απέραντα άστρα, Τόσο μεσημέρι, όσο μπορώ να πάρω Μέσα στα πεπερασμένα μου μάτια.

Τα αισθήματα των πουλιών που βουτούν, Η στραπή που προσαρμόζει την οδό. Για να βλέπω, όποτε θέλω εγώ, Τα νέα θα μου σήμαιναν το θάνατο!

Έτσι ξένη, είμαι πιο ασφαλής με την ψυχή Πάνω στο τζάμι του παραθυρόφυλλου, Όπου άλλα πλάσματα ρίχνουν τα μάτια, Πολύ ανήσυχα για την τύχη του ήλιου.

LXIII

Μίλα με σύνεση σε έναν επαίτη, Για «πότοση» και τα λοιπά, Τα σχετικά με τη δική σου πείνα Για τα δικά κρέατά και τα ποτά.

Προσοχή, τσιμουδιά για όποιο δόκανο, Έχεις περάσει, ελευθερώνοντας τα πόδια, Τα ανέκδοτα του αέρα σε φυλακισμένους, Έχουν συχνά αποδειχθεί θανατηφόρα.

LXΙV

Μίλησε για «ευρύτητα», μέχρι που αυτή τον χαρακτήρισε

«πολύ στενό».

Τελικά, το ευρύ είναι πολύ ευρύ για ορισμό. Μίλησε για «αλήθεια», μέχρι που αυτή τον χαρακτήρισε

«μεγάλο ψεύτη».

Η αλήθεια ποτέ δεν κολακεύτηκε με ένα θεσμό.

Η απλότητα ξεφεύγει από την κίβδηλη παρουσία της, Όπως ο χρυσός θα απέφευγε το μετάλλευμα το απλό. Ποια σύγχυση, τάχα, θα κατέκλυζε τον αθώο Ιησού, Για να συναντήσει, έτοιμος πια, έναν άνθρωπο!

LXV

Καληνύχτα! Τι έσβησε το λύχνο; Ένας ζηλιάρης ζέφυρος, χωρίς αμφιβολία. Α, φίλε μου, δεν ήξερες το ένα: Πόσο φιλόπονα οι άγγελοι Δουλεύουν τα ουράνια φυτήλια, Που είναι πια σβηστά για σένα!

Μπορεί το φως αυτό του φάρου, Μες στο σκοτάδι κάποιοι ναυτικοί Να ψάχνουν να το δουν! Μπορεί να ήταν μια χλωμόφωτη λυχνία, Που θέλει ο μικρός ο σαλπιγκτής, Για το σάλπισμα του πρωινού!

LXVI

Όταν ήλπισα, φοβήθηκα. Από τότε που ελπίζω, η τόλμη μου μένει. Παντού μονάχη, Σα μια εκκλησία που περιμένει.

Το φάντασμα πια να βλάψει δε μπορεί. Η οχιά πια να δαγκώσει αδυνατεί. Σταματά κάθε απόφαση καταδικαστική, Απ’ την οποία πολύ υπέφερε κι αυτή.

LXVII

Ένα κατόρθωμα χτυπά πρώτα τη σκέψη, Και μετά, χτυπά πια τη θέληση. Είναι το σημείο που παρασκευάζεται, Τόσο στο σπίτι, όσο και στην πηγή.

Μετά, η θέληση ή γίνεται πράξη, Ή ενταφιάζεται, εντελώς ακίνητη, Που μόνο απ’ του Θεούλη το αυτί, Η καταδίκη της μπορεί να ακουστεί.

LXVIII

Ο δικός μου εχθρός έχει γεράσει πια, Και, επιτέλους, πήρα την εκδίκησή μου. Η γεύση του μίσους έχει φύγει μακριά, Αν η εκδίκηση ήταν η θέλησή μου.

Ασε την να βιαστεί. Η τροφή της ήδη βρωμά, Γιατί είναι σαν τα μπαγιάτικα κρεατικά. Η οργή μας όσο τρέφεται, τόσο πεθαίνει, Ενώ, αντίθετα, η πείνα την κάνει να παχαίνει.


LXΙX

Τύψη είναι μία μνήμη άγρυπνη, Που η συντροφιά της, το λαμπρό αστέρι, Μια παρουσία πράξεων του χθες, Στέκει στην πόρτα που τη φέρει.

Το χθές της έδυσε πριν της ψυχής τη δίνη, Και, φωτισμένο μ’ ένα σπίρτο μοναχό, Είναι ανάγνωση που διευκολύνει Το μήνυμά της το καταδεκτικό.

Η τύψη είναι ανίατη. Είναι νόσος, Που ούτε ο Θεός μπορεί να γειάνει, Γιατί είναι η ίδια στέρεο καθεστώς, Συμπλήρωμα της κόλασης του Δάντη.

LXX

Το κορμί μεγαλώνει απ’ έξω, Με τόσο έξυπνο τρόπο, Που κι αν θέλει να κρύψει το ναό του, Το πνεύμα μένει ολόρθιο.

Μια ασφαλής φυλακή που προσκαλεί Και ποτέ της δεν προδίδει. Σην ψυχή που ζητά το θώρακά της, Με σεμνότητα τον δίδει.

LXXI

Άδικη η σημασία για ένα πεινασμένο άνθρωπο, Που βρίσκει την τροφή και τρέφεται. Είναι μακριά, αναστενάζει, άρα είναι άπελπις, Και άρα είναι καλός, αυτό να λέγεται.

Η συμμετοχή ανακουφίζει, μα και μας δείχνει Πως μυρωδιά είναι και ταξιδεύει «Άμα τη λήψει». Και είναι η απόσταση υπεύθυνη Που κι εμάς μας νοστιμεύει.

LXXIIΙ

Πολλές φορές νόμισα. η γαλήνη είχε ρθει, Οταν αυτή βρίσκονταν ακόμη μακριά, Όπως οι ναυαγοί νομίζουν ότι βλέπουν γη Στο κέντρο και μακριά στη θάλασσα.

Και παλεύουν μέχρι ν’αποδεχθούν Τόσο απελπισμένα, όπως κι εμένα, Πόσες φαντασικές ακτές περνούν Μέχρι να βρω ένα σίγουρο λιμένα.

LXXIV

Είναι ωραίο να γυρίζω στα βιβλία μου, Μετά από ένα ανιαρό οκτάωρο. Έχοντας μσοτελειώσει, η εγκράτεια Κι ο πόνος ήδη χάνονται στα «μπράβο».

Όπως οι γεύσεις κάνουν καλεσμένους, Με τους συμπόπτες τους να παραμένουν, Τα αρώματα συντομεύουνε το χρόνο, Μέχρι τη βιβλιοθήκη μου, όπου μένουν.

Μπορεί να υπήρχε αγριότητα χωρίς Τα μακρινά πόδια αυτών που χάνουν, Όμως, η γιορτή επιτρέπει το ξανύχτι Και είναι σα μια καμπάνα μέσα του.

Ευγνωμονώ αυτούς τους συγγενείς Του ραφιού, που το ήπιο ειπωμένο Με καταγοητεύει ως αναμενόμενο Και με ικανοποιεί, ως κεκτημένο.

LXXV

Αυτή η αξία είναι ό,τι το χειρότερο. Δε μπορώ εγώ να είμαι πάλι τέτοια. Όταν στην πόρνη που έχει χλευαστεί, Πετάξει και την τελευταία πέτρα,

Η κολοβή ίσως πάψει ν’ αναπνέει, Και να κοιτάξει πια τον εαυτό της. Η δορκάδα δεν προσκαλάει πιο μακριά, Απ’ όσο διαφεύγοντάς τον κυνηγό της.

LXXVI

Όλα μου τα χρόνια ήμουν νηστική. Είχε έλθει, μεσημέρι, να δειπνήσουμε μαζί. Αναριγώντας, τράβηξα κοντά μου το τραπέζι Και τότε άγγιξα το περίεργο κρασί.

Ήταν στα τραπέζια που είχα δει παντού, Όταν, πεινασμένη και μονάχη πίσω Από βιτρίνες κοίταζα για πλούτη, που Δεν είχα ελπίσει ποτέ μου ν’ αποκτήσω.

Δε γνώριζα ότι το το επαρκές ψωμί Ήταν τόσο διαφρετικό απ’ τα ψυχία, Που συχνά μοιραζόμουν με πουλιά, Στη Φύση, αλλά και στην τραπεζαρία.

Η αφθονία με πλήγωσε. Ήταν κάτι νέο. Κι εγώ ένιωσα άρρωστη και περιττή, Σαν ένα βατόμουρο από θάμνο των ορέων, Μεταφυτευμένο σ’ ενός δρόμου γη.

Δεν ήμουν πεινασμένη κι έτσι βρήκα Ότι η πείνα αυτή ήταν ένας τρόπος Των ανθρώπων έξω από τα σπίτια, Είσοδος για να μπεις σε άλλους τόπους.

LXXVII

Λοιπόν, το νίκησα, Σκαρφαλώνοντας αργά-αργά, Απ’ τα κλωνάρια που φυτρώνουν, Μεταξύ μακαριότητας και μένα. Το κρέμασα τόσο ψηλά, Όσο και ο ουρανός το κάνει οργανωμένα.

Είπα ότι το νίκησα, Κι αυτό ήταν όλο κι όλο. Κοιτάξτε πώς το άρπαξα, Απ’ το φόβο μου μην πέσει. Κι εγώ, ένας πένητας, ξεφύγω, Ανίκανη, από τη χάρη αυτή του τώρα, Το ευτυχισμένο προσωπείο του ζητιάνου, που φόρεσα πριν ώρα.

LXXVIII

Για μάθω τη μεταφορά μέσω του πόνου, Όπως οι τυφλοί τον ήλιο μαθαίνουν. Για να πεθαίνω από δίψα, ενώ μαντεύω Ότι ρυάκια στον κάμπο κάτω ρέουν.

Για να μείνω νοσταλγός, βαδίζω μόνη, Πάνω σε μια παραλία ξένη, Στοιχειωμένη από γαλάζιο ουρανό Και γενέθλια γη, αγαπημένη.

Είναι κυρίαρχος αυτός ο πόνος Και η συμφορά το σύνθημά του, Είναι οι ποιητές της υπομονής, Που ασκούν τις φωνές τους λίγο κάτω.

Ανεβαίνουν σε αδάκοπο τραγούδι, Που δεν ακούγεται, έστω από κάποιους, Από μάς, τους ανιαρούς μελετητές Και του μυστηρίου τους βάρδους.

LXXΙX

Χρόνια μακριά απ’ την πατρίδα, Και τώρα εδώ, μπροστά στη θύρα, Δεν τολμώ να την ανοίξω, μήπως Δω ένα πρόσωπο που ποτέ δεν είδα,

Να με κοιτάζει απορημένο κι αδειανό, Και να ρωτά τι δουλειά έχω εγώ εκεί. Η δουλειά μου: μόνο μια ζωή που άφησα, Και που ακόμη εδώ πέρα κατοικεί.

Ψηλάφησα προσεκτικά τα νεύρα μου, Εξέτασα όλα τα παράθυρα κοντά μου. Η σιωπή σαν τον ωκεανό ξαχείλισε Κι έσκασε ίσια και πάνω στα αυτιά μου.

Τότε, γέλασα κι εγώ με γέλιο ξύλινο, Γιατί δε μπόρεσα να φοβίσω μία πόρτα, Που ο κίνδυνος και ο νεκρός ατένισαν, Αλλά που ποτέ δεν είχαν κρούσει πρώτα.

Έβαλα πάλι το μάνταλο στη θέση, Με τρεμάμενα χέρια και με προσοχή, Μήπως η τρομερή πόρτα μεταθέσει, Και με αφήσει να στέκω πάντα εκεί.

Πήρα πάλι τα δάχτυλά μου πίσω, Σαν να ‘ταν γυάλινα, με τόση προσοχή, Έπιασα τ’ αυτιά μου και, σαν κλέφτης, Πήρα το δρόμο για την επιστροφή.

LXXX

Η προσευχή είναι ένα μικρό εργαλείο, Με το οποίο οι άνθρωποι πιάνουν Αυτό που η παρουσία τους αρνείται. Εκτοξεύουν το λόγο τους και φτάνουν,

Μέσω αυτού, στου Θεούλη το αυτί - Αν βέβαια αυτός πιάσει τη φωνή τους - και τότε αυτό συνοψίζειται στη συσκευή, Που περιέχεται στην προσευχή τους.

LXXXI

Ξέρω ότι αυτός σίγουρα υπάρχει Κάπου μέσα στη σιωπή μας. Έχει κρύψει τη σπάνια ζωή του Από τη βάρβαρη την όρασή μας.

Είναι μία τρυφερή παγίδα, Είναι ένα παιγνίδι της στιγμής, Ίσα για να κάνει τη μακαριότητα Να κερδίσει την κατάπληξή της!

Όμως, το παιγνίδι αυτό θα πρέπει Να αποδεικνύει ότι κερδίζει τη χαρά, Και η χαρά αυτή οφείλει να γυαλίζει Στου θανάτου την άκαμπτη θωριά.

Δε νομίζεις ότι και η ευθυμία Φαίνεται πολύ δαπανηρή; Δε νομίζεις ότι και τ’ αστείο Έχει πολύ μακριά συρθεί;

LXXXII

Οι μουσικοί παλεύουν πέρα ως πέρα, Ολημερής, μέσα σ’ έναν πυκνό αέρα. Ακοώ την ασημένια τους ωδή Και - ξυπνώντας, πολύ πριν την αυγή – Τόση κίνηση ξεσπά πάνω στην πόλη, Που τη νομίζω σα «μια νέα ζωή».

Δεν είναι ένα πουλάκι και δεν έχει φωλεά, Ούτε μπάντα χαλκοκόκκινα ντυμένη, Ούτε ταμπούρλο, ούτε ανθρώπινη φωνή, Ούτε ύμνος από τον άμβωνα του δρόμου. Τα πρωινά αστέρια είναι που οδηγούν Στο πρώτο απομεσήμερο του χρόνου.

Κάποιοι λένε πως η γη είναι παιγνίδι! Κάποιοι λένε, είναι λαμπρή η πλειονότητα Εκλιπόντων γυναικών μα και ανδρών! Κάποιοι τη θεωρούν υπηρεσία σ’ ένα μέρος, Όπου, με εκ των υστέρων ουρανία όψη, Παρακαλούμε το Θεό για αιωνιότητα.

LXXXIΙΙ

Μόλις είχα χαθεί, όταν εσώθηκα! Μόλις ένιωσα τον κόσμο μου να φεύγει! Ντροπιασμένη για την έφοδό μου στην αιωνιότητα, Όταν η αναπνοή μου γύρισε πίσω, και από την άλλη πλευρά, Άκουσα την απογοητευμένη παλίρροια να γίνεται αμπώτιδα.

Έτσι, ένιωσα σαν να επέστρεφα, Για να διηγηθώ τα μυστικά τ’ αλλόκοτα! Σαν κάποιο ναυτικό που τριγυρνούσε στην ακτή. Σαν κάτωχρος ρεπόρτερ από θύρες άγριου τρόμου, Πριν από μια μεγάλη θαλασσοταραχή!

Την επόμενη φορά, θα μείνω! Την επόμενη φορά, θα δω τα πράγματα με αυτιά Ανήκουστα, σε μέρη που δε βλέπει ο οφθαλμός. Την επόμενη φορά, θ’ αργοπορήσω, ενώ τα χρόνια θα περνούν. Αργή πορεία στούς αιώνες και στους γύρους που κάνει ο τροχός..

LXXXΙV

Αυτό το λίγο μπόρεσα να κάνω για τις πέρλες. Ποιός κατέχει την ευρύτητα της θάλασσας, Ή τις πόρπες, όταν ο Παντοκράτορας πυροβολεί Με ρουμπίνια εμένα και εσάς;

Ή ο χρυσός που είμαι εγώ, πριγκήπισσα στο μεταλλείο, Ή τα αστραφτερά διαμάντια που βλέπω στο άγιο φως, Όταν ένα διάδημα που ταιριάζει σε ναού μεγαλείο, Στεφανώνει και εμένα συνεχώς.

LXXXV

Την ανωτερότητα στην ειμαρμένη Είναι δύσκολο να την κερδίσεις. Δεν διανέμεται απ’ τον καθένα, Κι όμως είναι δυνατόν να αποκτήσες...

Ένα επίδομα την κάθε μια στιγμή, Μέχρι, προς κακοφανισμό της, Η ψυχή, με αυστηρή οικονομία, Να υπάρχει μέχρι τον παράδεισό της.

LXXXVI

Η ελπίδα είναι ένας αδηφάγος, Που τρέφεται από εντιμότητα. Κι ακόμη, αν τη δεις από κοντά, Τι εγκράτεια και ταπεινή σεμνότητα!

Δικό της, το γαλήνιο τραπέζι, Που πάντα μόνο ένας παραμένει, Και που οτιδήποτε καταναλώνεται, Γεμάτο και ολόιδιο πάντα μένει.

LXXXVII

Το απαγορευμένο φρούτο έχει μία γεύση, Που το νόμιμο περβόλι κοροϊδεύει. Πόσο νόστιμος είναι ο καρπός, Που στη φλούδα του καθένα παγιδεύει!

LXXXVΙΙΙ

Ο ουρανός είναι απρόσιτος εντός μου! Το μηλαράκι πάνω στη μηλιά, Το προμήθευσε μια απέλπιδη θηλιά, Που είναι και ο «ουρανός» μου.

Το χρώμα στο σύννεφο που πλέει, Στην απαγορευμένη περιοχή, Πίσω απ’ το λόφο, πίσω απ’ το σπίτι, Εκεί ο Παράδεισος με περιμένει.

LXXXΙΧ

Κάποιοι λένε πως η λέξη έχει πεθάνει, Ευθύς ως ειπωθεί! Κι εγώ τους απαντώ ότι αρχίζει η ζωή της Ετούτη την αυγή.

XC

Για να σεβαστείς τις απλές ημέρες, Που προπορεύονται των εποχών, Αρκεί μονάχα να σημειώσεις Ότι από σένα ή από εμένα, Μπορούν να πάρουν αυτό το κάτι, Που ονομάζεται «θνητότης»!

Για να επενδύσεις ύπαρξη Με μεγαλόπρεπο αέρα, Αρκεί μονάχα να θυμάσαι Πως το βελανίδι εκεί πέρα, Είναι το κίνητρο των δασών Για τον ουράνιο αέρα!

XCI

Είναι τόσο λίγο το να θρηνούμε, Τόσο μικρό το να στενάζουμε! Κι όμως, εμπορευόμενοι κι αυτό το μέγεθος, Γυναίκες κι άνδρες πάμε να πεθάνουμε!

XCII

Ο πνιγμός δεν είναι τόσο αξιοθρήνητος, Όσο η προσπάθεια να σηκωθούμε. Λέγεται πως τρεις φορές ένας πνιγμένος Ανεβαίνει για να δει τους ουρανούς Και μετά, γέρνει μια για πάντα, Σ’ αυτή την κατοικία του, ο καημένος,

Όπου η ελπίδα και αυτός παρέα, Τελικά, αρπάζονται απ’ το Θεό. Όμως του Δημιουργού η εγκάρδια όψη, Που έχει τόση καλοσύνη να τη δούμε, Έχει παρεκλίνει, ας το παραδεχθούμε, Σαν μία ακριβοδίκαιη αναγκαιότης,

XCIII

Πόσο σταθερές είναι οι καμπάνες, χωρίς καμπαναριό, Μέχρι που, φουσκωμένες από ουρανό, Χοροπηδήσουν στο ασημένιο πόδι τους, Σε έναν έξαλο, αρμονικό χορό!

XCIV

Αν ο ανόητος το αποκαλέσει «άνθος», Χρειάζεται ο σοφός να το ‘χει πει; Αν ο γνώστης το «ταξινομήσει», Είναι το ίδιο και εξίσου εύστοχο.

Αυτός που διαβάζει Αποκάλυψη, Δεν έχει το δικαίωμα να πει «σταμάτα» Σε αυτύς που διαβάζουν ίδια έκδοση Με υγρά, συννεφιασμένα μάτια!

Μπορούμε να σταθούμε με το γέρο Μωυσή, Που απαρνήθηκε τη Γη τη Χαναάν του, Και να εξετάσουμε, όπως εκείνος, Απόδραση προς μια διαφορετική πλευρά του.

Αναμφίβολα, πρέπει να κρίνουμε Επιπόλαιες πολλές απ΄τις σκηνές, Που δεν πείστηκαν από αγγέλους Απόφοιτους απ’ τις ουράνιες σχολές! Λίγο μέσα σ’αυτές τις Ωραίες Επιστολές, Τις μεγάλες που μπορούμε σαν αστέρια Να σταθούμε ανάμεσα σε Γαλαξίες βαθείς Σ’ αυτά τα μεγαλειώδη του Κυρίου χέρια!

XCV

Θα μπορούσαν τα θνητά μας χείλη να μαντέψουν Ποιος είναι ο υποβόσκων ναύλος Μιας εκφωνημένης ήδη συλλαβής, Κι αυτός θα ζάρωνε από το βάρος.

XCVI

Η ζωή μου έκλεισε δύο φορές πριν κλείσει Δε μένει πια παρά να δω, Αν η αιωνιότητα μου επιφυλάσσει Ένα τρίτο ακόμη γεγονός,

Τόσο μεγάλο, τόσο δύσκολο να συλληφθεί, Όπως αυτά που δυο φορές μου έτυχαν. Ο χωρισμός είναι ό,τι χρεαζόμαστε από κόλαση Κι η γνώση που μας δίνει ο ουρανός.

XCVII

Ποτέ δεν ξέρουμε πόσο ψηλά φτάνουμε, Μέχρι να έλθει η ώρα να πεθάνουμε. Και τότε, αν έχουμε καλό σχεδιασμό, Το ανάστημά μας φτάνει ως τον ουρανό.

Αυτό που διηγούμαστε, ο ηρωισμός Θα ήτανε συνηθισμένο γεγονός. Δε θα κοντέναμε μόνοι μας τον πήχυ, Μη κι έχουμε του βασιλιά την τύχη.

XCVIII

Ενώ το φοβόμουνα, αυτό ήρθε, Όμως, ήρθε με λιγότερο φόβο, Γιατί φοβούμενή το επί πολύ καιρό, Μου είχε γίνει πια αγαπητό. Υπάρχει μια προσαρμογή, μία δειλία, Μια εναρμόνιση, μια απελπισιά. Είναι πιο σκληρό να ξέρεις ότι πρέπει, Από το ξέρεις ότι είναι εδώ. Η προσπάθεια στο απώτερό της άκρο, Το πρωί είναι πιο καινούρια και πιο Φοβερό από το να τη φορά μια μέρα, Μια ολόκληρη ύπαρξη πέρα ως πέρα.

XCIX

Δεν υπάρχει φρεγάτα σαν ένα βιβλίο, Για να μας παίρνει μακριά, μαζί της, Ούτε άλλη πορεία όπως μια σελίδα, Περήφανης και σαν το άτι ποίησης.

Αυτή διασχίζει τα πιο δύσκολα μέρη, Χωρίς να πληρώνει διόδια επί τόπου. Πόσο οικονομική είναι η άμαξα Που φέρει μια ψυχή ανθρώπου!

C

Όποιος δε βρίσκεται στον ουρανό από κάτω, Θα φέρει σίγουρα το πάνω, κάτω. Η κατοικία του Θεού, μετά την εδική μου, Και η επίπλωσή της είναι η επιλογή μου.

CI

Ένα άτομο δίχως χάρη ή αγάπη, Σκληρό, επιτυχημένο, με κακία, Δίπλα του ακόμη και μια πέτρα Θ ένιωθε μεγάλη ευτυχία, Καθώς, φιλαράκια από παλιά, Πετάχτηκαν μαζί πρώτη φορά.

CII

Είχα μια επίχρυση δραχμή, Που, κακώς, την έχασα στην άμμο, Και μ’ όλο που ο ήλιος ήταν αφελής Και λίρες είχε στρώσει χάμω, Για μένα η δραχμούλα μου αυτή Είχε αξία πιο πολλή, Που αν δεν την έβρισκα, σας λέω, Θα καθόμουνα εκεί, να κλαίω.

Είχα ένα κατακόκκινο πετρίτη, Που μου κελαηδούσε όλη μέρα, Αλλά όταν τα δέντρα μας ανθίσαν, Έφυγε κι αυτός, πέταξε πέρα. Μετά, απέκτησα κι άλλα πουλιά, Που κι αυτοί ωραία τραγουδούσαν, Όμως, για το δικό μου τροβαδούρο, Την πόρτα μου ανοιχτή κρατούσα.

Είχα και στον ουρανό έν’ άστρο. Πλειάδα ήτανε το όνομά του, Κι όταν έτυχε να μην προσέχω, Αυτό έφυγε απ’ τη σειρά του. Μολονότι ο ουρανός είναι γεμάτος Από μύρια αστέρια αναμμένα, Εμένα καθόλου δε με νοιάζει, Αφού δικό μου δεν είναι κανένα.

Και να τώρα το δίδαγμά μου: Έχω ένα φίλο που χάθηκε. Τ’ όνειρό του είναι Πλειάδα Και πετρίτης και δραχμούλα. Κι όταν το θλιμένο τραγουδάκι Παρέα μ’ ένα δάκρυ αληθινό, Συναντήσει του προδότη το ματάκι, Σε κάποιο τόπο μακρινό, Ίσως στο μυαλό του θεωρήσει Σα μια σοβαρή μετάνοια, Το ότι καμιά παρηγοριά υπό τον ήλιο, Δε μπορεί μάλλον να ζήσει.

CIII

Από όλα τα δεσμά που, εκστατικά, Τα αγόρια και κορίτσια αποδρούν, Μόνο τα αγαπημένα απογεύματα Αυτές οι φυλακές δεν τα κρατούν.

Αιφνίδιαάζουνε τη γη, εκπλήσσουν τον αέρα, Ένα πλήθος μακαριότητα σκληρή. Αλίμονο! Συνοφρυώσεις που είναι ίσως ψέμμα Για εχθρούς δεδηλωμένους σαν αυτή!

CIV

Το λίγο γίνεται αρκετό – το επαρκές είν ‘ενα. Σε τούτο τον αιθέριο λαό, Δεν έχει το δικαίωμα καθείς Ν’ ανήκει και κρυφά μα και λαθραία;

CV

Στην αγχόνη κρέμασαν ένα δυστυχισμένο. Πολύ κλειδωμένη για την κόλαση, Στην οποία τον καταδίκασε ο νόμος. Κθώς η αυλάια της φύσης έπεσε, Αυτός που τον βαριότανε, κλονίστηκε, Γιατί ήταν κι εκείνος μάνας γιος και μόνος. Ηταν όλα όσα είχα, ψυθίρισε ο κρεμασμένος. Ω, τι θησαυρός μαυροκακαριασμένος!

CVΙ

Ένιωσα στο μυαλό μου ένα χάσμα, Σα να ‘χε το κρανίο μου σχιστεί στα δυο. Προσπάθησα μα το συρράψω ράμμα-ράμμα, Αλλά δε μπόρεσα ενωμένο να το δω. Την πίσω σκέψη πάσχισα να ενώσω Στην άλλη σκέψη πριν, αλλά και σ’ άλλες, Μα η ακολουθία ξετυλίχτηκε σα μπάλες, Που κυλάνε στο πάτωμά μου τόσο.

CVΙΙ

Το σιωπηλό ηφαίστειο κρατά Το πότε-πότε κοιμισμένο σχέδιό του, Περιορισμένα είναι τα ροζ πλάνα του Στην αβεβαιότητα του ανθρώπου.

Μπορεί η φύση να μην πει την ιστορία. Που ο Ιεχωβάς της έχει ήδη πει; Μπορεί η ανθρώπινη φύση να επιβιώσει, Χωρίς κανένα μα κανένα θεατή;

Ας υπακούει τώρα κάθε φλύαρος Των σφραγισμένων χειλιών τη νουθεσία, Το μόνο μυστικό που ο άνθρωπος κρατά, Είναι της μοίρας του η Αθανασία.

CVIΙΙ

Αν η αναπόληση ξεχνιόταν, Τοτε δε θυμάμαι ίσως εγώ. Κι αν η λησμονιά αναπαυόταν, Τότε μάλλον ξέχασα κι εγώ! Κι αν η αστοχία ήταν φαιδρότης, Κι αν το πένθος ήτανε χαρά, Πόσο χαρούμενα θα ‘ταν τα χέρια, Που τα μάζεψαν σήμερα αυτά!

CIX

Η πιο μακρινή βροντή που άκουσα, Ήταν πιο μακριά απ’ τον ουράνιο θόλο. Έστω και υπόκωφη ή ακόμη και το μεσημέρι, Τον πύραυλο είχε στα δικά του μέρη. Η αστραπή που είχε προηγηθεί, Δε χτύπησε παρά εμένανε μονάχα, Όμως, εγώ δε θα ‘κλεινα την πόρτα, Όση υπόλοιπη ζωή και να ‘χα. Μπορεί ο χημικός μας να πληρώνει Το χρέος του στο οξυγόνο που κατέχει, Όμως, στον δωρεάν ηλεκτρισμό, Καμιά υποχρέωση δεν έχει. Αυτός ιδρύει και τα σπίτια και τα πλοία, Και κάθε θορυβώδης σπίθατου που νεύει, Είναι μια ανακόλουθη λαμπρή αστραπή Αυτού του φωτός που ενεδρεύει. Η σκέψη είναι αθόρυβη σα μια νιφάδα, Σα μια σύγκρουση χωρίς κανέναν ήχο. Και να πώς της ζωής η αντήχηση Βρίσκει, έτσι, τη δική της την εξήγηση!

CX

Μέσα στην έρημο της μοίρας μου, Μια βλάστηση προσπάθησα να φτιάξω. Αργά, μέσα στο από βράχους στρέμα μου, Καλύτερα, σταφύλια να παράξω.

Και χώμα από πορόλιθο, αν καλλιεργηθεί, Πλουσιοπάροχα θα σ’ ανταμείψει. Ένας φοίνικας στον ήλιο αν φυτευτεί, Ακόμη και στην άμμο θα βλαστήσει.

CXI

Μόλις άνοιξε στο δρόμο μια πορτούλα, Την πέρασα, την πέρασα και χάθηκα, Αποκαλύπτοντς σε εύρος τη στιγμούλα, Μιας συντροφιάς που μέσα της, ζεστάθηκα.

Και ξαφνικά, η ίδια πόρτα έκλεισε. Την πέρασα και πάλι χάθηκα διπλά, Μα πιο πολύ χαμένη απ’ την αντίθεση, Που φώτισε άπλετα την αθλιότητα.

CXII

Είναι οι φίλοι ηδονή ή πόνος; Μπορεί μια αμοιβή. Ωστόσο παραμένει Να είναι και τα πλούτη μας καλά.

Όμως, αν αυτά μονάχα μένουν, Είναι προτιμότερο να φεύγουν, Γιατί τότε, τα πλούτη είναι θλιβερά.

CXIIΙ

Η στάχτη υποδηλώνει ότι υπήρξε μια φωτιά.. Σεβάσου και το πιο γκρίζο της το ίχνος, Για χάρη αυτού που υπήρξε πριν να φύγει, Και που ακόμη υπερίπταται, ίσως.

Η φωτιά υπάρχει κατ’ αρχάς, ως φως, Και μετά, αργότερα, παγιώνεται. Μόνο ένας χημικός μπορεί ν’ ανακαλύψει Σε τι υλικό αυτή μετουσιώνεται.

CXIV

Η μοίρα του τον έλιωσε αλλά αυτός δεν έσταξε. Αυτή κατάρευσε, αλλά εκείνος έμειν’ όρθιος. Τον διαπέρασε με τ’ άγρια παλούκια της, Όμως, αυτός δε λύγισε σαν ψόφιος.

Τον δάγκωσε και υπονόμευσε τη σταθερή του πρόοδο, Μα όταν έκανε και το χειρότερό της πλέον, Εκείνος, ακίνητος, την κοίταξε. Τον παραδέχθηκα ως άνθρωπο γενναίον.

CXV

Πεπερασμένη για αποτυχία, αλλά απέραντη για περιπέτεια, Για το μόνο πλοίο που βρίσκεται στην παραλία επιπλέον. Πολλών η ευγενής και υπερελεγχόμενη ύπαρξη Νεύει σε στόλους που βούλιαξαν και δεν υπάρχουν πλέον.

CXVI

Μετρώ την κάθε θλίψη που απαντάω, Με οξεία κι αναλυτική ματιά. Διερωτώμαι αν βαραίνει όσο η δική μου Ή είναι ίσως λίγο πιο ελαφριά.

Άραγε, οι άλλοι είναι στην αρχή της, Ή υποφέρουν ολόκληρο το χρόνο; Δε μπορώ να πω για τη δική μου, Και για τον δικό μου τον παλιό τον πόνο!

Διερωτώμαι αν πληγώνει για ζωή, Και αν αυτοί πρέπει να προσπαθήσουν, Και αν μπορούσαν να διαλέξουν τελικά, Μήπως τη ζωή να προτιμήσουν.

Διερωτώμαι: όταν τα χρόνια σωρευτούν, Ας πούμε, χίλια χρόνια μιας πληγής, Αν τελικά, ένα πταίσμα σαν αυτό Μπορούσε να ‘ναι αιτία διακοπής,

Ή αν πρέπει αδιάκοπα να υποφέρουν, Επί αιώνες αιώνων και ακόμη κάτι, Φωτισμένοι για μεγαλύτερη οδύνη, Σε μεγάλη αντίθεση με την αγάπη;

Οι θλιμμένοι είναι πολλοί, μου λένε, Και η αιτία, βαθύτερη και μόνη. Θάνατος είν’ ένας και μονάχα μια φορά, Και μόνο τα ματάκια μας καρφώνει.

Υπάρχει θλίψη ένδειας και θλίψη παγερού. Ένα είδος της καλείται «απελπισία». Υπάρχει μια εξορία απ΄τα μάτια που γεννούν. Στην όψη του γενέθλιου Γαλαξία.

Μολονότι δε μπορώ να πω το είδος, Αυτό που εμένα μόνο αφορά, Είναι άραγε μια άνεση που επιτρέπει Να ανεβαίνω, μόνη μου, το Γολγοθά;

Και να σημειώνω τα μαρτύρια του σταυρού, Εκείνων που στέκουν όρθοι και μόνοι, Γοητευμένη απ’ το συμπέρασμά μου πως Μερικοί σαν τους δικούς μου είναι πόνοι. CXVII

Έχω ένα βασιλιά που δε μιλάει. Έτσι, διερωτώμαι ώρες-ώρες, Όταν διατρέχω τη μέρα μου που πάει, Μισοχαρούμενη όταν κοιμάμαι την εσπέρα, Αν είμαι ευτυχής ένα όνειρο να βλέπω, Σε σαλόνια κλειστά όλη τη μέρα.

Και αν το κάνω, όταν ξημερώνει, Είναι σαν εκατό, εκατό ταμπούρλα, Γύρω απ’ το μαξιλάρι μου να κάνουν στάση, Και κραυγές να γεμίζουν τον αέρα, Και σαν καμπάνες που φωνάζουν «νίκη», Απ’ της ψυχής μου το κωδωνοστάσι.

Κι αν δεν το κάνω, το μικρό πουλί μου Δεν ακούγεται μες στην Ορχήστρα, Και τότε, δε λέω πια την προσευχή μου, «Πατέρα το θέλημά σου ας γίνει», όπως Η δική μου θέληση τραβάει άλλο δρόμο, Κι αυτό θα ήταν ένας πολύ ψεύτης όρκος!

CXVIII

Έπεσε τόσο χαμηλά εις την υπόληψη μου, Που το άκουσα να χτυπάει κάτω, Και να θρυματίζεται πάνω στις πέτρες, Στου μυαλού μου το βαθύτερο πάτο.

Αλλά, ας όψεται η μοίρα του που θρυματίστηκε, Λιγότερο απ’ όσο εγώ ονείδησα τον εαυτό μου, Για φιλόξενα και επίχρυσα σκεύη, Πάνω στο ραφάκι το αργυρό μου.

CXIX

Το να χάσει κανείς την πίστη του, Ξεπερνά την απώλεια του βιος, Γιατί η περιουσία ξαναγίνεται, Η πίστη, όμως, πού και πώς;

Συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή, Η πίστη υπάρχει μόνο μια φορά. Εκμηδένισε μοναχά μια πρόποση Και να, της ύπαρξης η ζητιανιά.

CXX

Είχα μια καθημερινή μακαριότητα, Που την έβλεπα αδιάφορα και ήσυχα, Και ξάφνου, κατάλαβα ότι κινείται, Και μεγάλωσε, μόλις εγώ επείστηκα.

Μέχρι που γύρω από ένα βράχο, Ερημώθηκε απ’ τη δική μου τη ματιά, Απομακρυσμένη πέρα απ’ το σκοπό μου, Εγώ έμαθα τη γλυκύτητά της πιο σωστά.

CXXI

Εργάστηκα για άχυρο και βγάζοντας σιτάρι, Ένιωσα υπεροπτική και προδομένη. Ποιο δικαίωμα έχει ο αγρός να εκδικαζει Μια υπόθεση ήδη δεδικασμένη;

Γεύτηκα το στάρι, σιχάθηκα το άχυρο, Και ευχαρίστησα το επαρκές μου ταίρι. Η σοφία έρχεται όταν τη βλέπεις από μακριά, Και όχι όταν στη δίνουνε στο χέρι.

CXXII

Ζωή και Θάνατος και Γίγαντες Σαν κι αυτά υπάρχουνε ακόμη. Ελάσσων συσκευή, Χοάνη του μύλου, Σκαθάρι πάνω στο κερί, Ή φλογέρας φήμη μικρή, Κατά τύχη θα στηρίξουν Αυτά που διακηρύσσουν.

CXXIIΙ

Η ζωή μας είναι σα μια Ελβετία, Τόσο ακίνητη και τόσο κρύα, Μέχρι που μιαν αλόκοτη ημέρα, Οι Άλπεις αμελούνε τις κουρτίνες, Κι εμείς τότε βλέπουμε πιο πέρα. Η Ιταλία από την άλλη την πλευρά, Ενώ σα φύλακας ανάμεσά τους, Οι μεγαλόπρεπες οι Άλπεις, Οι όμορφες σειρήνες Άλπεις Μεσολαβούν παντοτινά.

CXXIV

Η ανάμνηση έχει και όπισθεν κι εμπρός, Είναι κάτι σαν το σπίτι. Έχει επίσης μια σοφίτα, Σαν καταφύγιο και για ποντίκι,

Παρά το βαθύτατο κελάρι, Που έφτιαξε ποτέ του χτίστης, Σε κοιτώ αλλά με τις οργιές Ανάμνησή μου δε με πείθεις.

CXXV

Για να κρεμάμε το κεφάλι φαινομενικά, Και για να βρούμε αυτό που ακολουθεί, Και που ποτέ τέτοιο δεν ήτανε η πόζα Του μυαλού μας που ποτέ δε θα χαθεί,

Ο ουρανός προσφέρει πιθανότητα, Σε πυκνότητα που ένα μόριο εσύ, Παίρνεις στάση ενός ιστού αράχνης, Σε μια πεδιάδα από γάζα περισσή!

CXXVI

Το μυαλό είναι ευρύτερο απ’ τον ουρανό. Γι’ αυτό, βάλε τα πλάι με πλάι, Το ένα θα περιέχει και το άλλο, Πολύ άνετα, κι εσύ στάσου στο πλάι.

Το μυαλό είναι βαθύτερο απ΄το πέλαγος. Γι’ αυτό, κράτησέ τα, γαλάζιο σε γαλάζιο. Το ένα θα απορροφήσει μέσα του το άλλο, Όπως ο σπόγγος φτιάχνει ένα καλάθι άδειο.

Το μυαλό είναι σαν το βάρος του Θεού. Γι’ αυτό, ανέβασέ το, λίτρο-λίτρο, Κι αυτά θα διαφέρουν, αν θελήσουν, Όπως η συλλαβή από το σκέτο ήχο.

CXXVII

Το οστό που δεν έχει μυελό, Τι το καλύτερο για δαύτο; Δεν είναι κατάλληλο για φαγητό, Παρά για ζητιάνο ή για γάτο.

Ένα οστό έχει υποχρεώσεις, Όπως μια ύπαρξη, το ίδιο και αυτή. Αλλιώς ένα άμυαλο σύνολο είναι, Που δεν έχει στόχο, ούτε ντροπή.

Όμως, πώς μια τελειωμένη δημιουργία, Μια νέα λειτουργία θ’ αποκτήσει; Το φάντασμα του γέρου Νικοδήμου, Εκ νέου θα μας αντικρύσει!

CXXIX

Το παρελθόν είναι μια περίεργη δημιουργία, Για να το δούμε, κατάματα, στη φάτσα, Πρέπει να μας επιβεβαιώσει με μια μεταφορά, Ή ίσως, με μια αισχρότατη γκριμάτσα.

Αν κάποιος το συναντήσει, χωρίς όπλο, Τον συμβουλεύω μακριά του να τραβήξει! Το δικό του, σκουριασμένο, παλιό όπλο Μπορεί ακόμη να εκπυρσοκροτήσει!

CXXX

Για να βοηθήσουν τα πιο γυμνά μας μέλη, Μας είχαν δώσει χρόνους υγιεινούς, Που αν δε σας ταιριάζουν για τη γη τούτη, Εξασκηθείτε, σιωπηλά, για ουρανούς.

CXXXI

Τι απαλές, χερουβικές δημιουργίες Είναι αυτές οι άγιες κυρίες! Μία θα μπορούσε να προσβάλει βελουδάκι Ή ακόμη, να βιάσει κι αστεράκι.

Τέτοιες δίμητες οι πεποιθήσεις Μίας φρίκης τόσο δα λεπτής Ανθρώπινης, φακιδωμένης φύσης, Η Θεότητας εντροπαλής.

Είναι τέτοια η κενή τους δόξα, Σαν τη μοίρα που έχει ο ψαράς! Η εξαργύρωσή σας, εύθραυστη κυρία, Θα είναι το ίδιο ντροπαλή για σας.

CXXXII

Η πιο τρελή χαρά σου θα σου μείνει, Αν δε σου έλειψε ποτέ, γιατί εσύ, Με το συμπόσιο της εγκράτειας, Ξεπερνάς κι εκείνη που χαρίζει το κρασί.

Μές στην αναμονή, ακόμη και απρόσιτος, Ο τέλειος στόχος της ευχής σου, Οχι εγγύτερος, μη κι η πραγματικότητα Γεμίσει απελπισία την ψυχή σου.

CXXXIIΙ

Θα ήταν ίσως ευκολότερο Ν’ αποτύχω με ξηρά εν όψει, Παρά να κερδίσω τη γαλάζια μου χερσόνησο, Κομένη στης χαράς την κόψη.

CXXXIV

Δε μπορείς να σβήσεις μια φωτιά. Ένα πράγμα που μπορεί ν’ ανάψει, Μπορεί και χωρίς καθόλου άνεμο, Αργά μέσα στη νύχτα να αρπάξει.

Δε μπορείς να διπλώσεις μια πλημμύρα, Και να τη βάλεις πίσω από φάτνωμα, Γιατί οι άνεμοι θα την ελευθερώσουν Και θα τη διηγηθούν στο δρύινο πάτωμα.

CXXXV

Μια σεμνότατη μοίρα, μια φημούλα μικρή, Μια συνοπτική καμπάνια από γλύκα και κεντρί, Είναι πολλή-πολλή, είναι και αρκετή! Δουλειά του ναυτικού μας είναι η ακτή, Του οπλίτη, οι σφαίρες. Όποιος ζητάει πιο πολύ, Πρέπει να το ψάξει στη γειτονική ζωή!

CXXXVI

Είναι η μακαριότητα μετά, μια τέτοια ύβρις, Που δεν πρέπει να πατήσω το πόδι απρεπής, Από φόβο μη λεκιάσω το παπούτσι μου;

Πρέπει μάλλον το πόδι να ταιριάξω, Παρά τη μπότα μου να μην πετάξω, Γιατί είναι ακόμη δυνατόν Ν’ αγοράσω ένα νέο ζευγάρι Σε ένα οποιδήποτε παζάρι.

Όμως, η μακαριότητα πωλείται άπαξ. Η πατέντα χάθηκε οριστικά, Και κανείς δεν αγοράζει πια.

CXXXVII

Εδώ είναι μια μέρα της σειράς, Που ονομάζεται Μέρα Ευχαριστήρια. Γιορτάζεται, εν μέρει, με φαί Και εν μέρει, στης μνήμης τα μυστήρια.

Εγώ το ανατέμνω το παιγνίδι, Αν και δεν είμαι ιερεύς ούτε γατί, Αυτό που στην κρυφή μου σκέψη, Φαίνεται ν’ αντανακλά γιορτή.

Ούτε μιας αναφοράς μικρό χαλίκι Κανένα όρμο πια δε ρυτιδώνει. Πάνω από τέτοιο, μία τέτοια σύναξη, Η Ευχαριστληρια Μέρα ξημερώνει.

CXXXVIII

Απαλυμένη απ’ του Χρόνου το βελούδο, Πόσο λεία νιώθω τώρα την οδύνη, Που απείλησε την παιδικότητά μου, Και τα χρόνια που ζωή μου δίνει! Διχασμένη τώρα από κρύες λύπες, Ζηλεύω, πώς ζηλεύω την απελπισία, Που ερήμωσε το παιδικό βασίλειο, Το τόσο εύκολο στην αναδημιουργία..


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΦΥΣΗ

Οι ανθοδέσμες είναι για τους αιχμαλώτους, Αμυδρά μάτια που επί χρόνια κοιτούν την άβυσσο Δάχτυλα που αρνούνται να τολμήσουν , Υπομονετικά μέχρι τον παράδεισο. Σε τέτοιους αν έπρεπε να ψιθυρίσουν, Απ’ το πρώί κι απ’ την εκκάθιση, Δεν υποφέρουν άλλα παραγγέλματα, Ούτε κι εγώ άλλη παράκληση.

I

Η φύση, η πιο τρυφερή μητέρα, Ανυπόμονη όσο ούτε τα νήπια, Πιο αδύναμη ή και πιο δύστροπη, Η νουθεσία της είναι πολύ ήπια.

Στα δάση και ψηλά στο λόφο, Θα την ακούσει και ο ταξιδιώτης, Να αναχαιτίζει τον άτακτο σκίουρο, Ή το ορμητικό πουλί της νιότης.

Πόσο ειλικρινής η συζήτηση μαζί της, Κάποιο καλοκαιρινό απόγευμα, Το νοικοκυριό και η συνοδός της. Κι όταν είναι πια κοντά το λιόγερμα,

Η φωνή της ανάμεσα στις αίθουσες, Διεγείρει τη δέηση απ’ τα βάθη Του πιο λιλιπούτειου απ’ τους γρύλλους Και του πιο ασήμαντου απ’ τ’ άνθη.

Όταν όλα τα παιδιά κοιμούνται, Στρέφεται σε τόσο μακριά μέρη, Όσο να επαρκεί τα φώτα της ν’ ανάψει, Που απ’ τα ουράνια πάει να φέρει.

Και με άπειρη στοργή κι αγάπη, Και με ακόμη πιο μεγάλη προσοχή, Βάζει το δάχτυλο στο στόμα Και λέει «Παντού θέλω σιωπή».

II

Θα υπάρξει άραγε ένα πρωί; Θα υπάρξει κάτι όμοιο με μέρα; Θα μπορούσα να το δω από τα βουνά, Αν έφθανα το ύψος τους ως πέρα;

Θα έχει το μέγεθος του νούφαρου; Θα έχει ενός πουλιού φτερά; Θα έχονται από διάσημες χώρες, Που δεν έχω καν ακουστά;

Ω, κάποιες λεύγες! Ω, κάποιε ναυτικέ! Ω, κάποιε σοφέ από τον ουρανό! Πείτε, παρακαλώ, σε ένα μικρό προσκυνητή, Πού βρίσκεται το μέρος που λέμε πρωινό.

III

Στις τρεις και μισή, ένα μοναχικό πουλί, Σ’ένα ουρανό της σιωπής, Δεν πρόβαλε παρά μόνο έναν όρο Μιας μελωδίας προσεκτικής.

Στις τέσσερις και μισή, ένα πείραμα Είχε υποτάξει τη δοκιμασία, Και να! Η ασημένια αρχή του Ξεπέρασε των άλλων την ουσία.

Στις επτά και μισή, ούτε ένα στοιχείο Δεν είχε ακόμη εγκατασταθεί. Στο σημείο ανάμεσα στην περιφέρεια Και εκεί όπου αυτό είχε συμβεί.

IV

Η μέρα έρχονταν αργά, ακόμη πέντε η ώρα. Μετά, αναπήδησε πριν τη λοφοσειρά εκείνη. Όπως η φλογισμένη σκάλα, ή σαν τη λάμψη, Που ξαφνικά, ένα τουφέκι αφήνει.

Η πορφύρα δε μπορούσε να κρατήσει την ανατολή, Η δύση κινιόταν από το δίπλωμά της, Σαν κολιέ από τοπάζι, τυλιγμένο κάποια νύχτα, Που η κυρία ξετυλίγει αργά μπροστά της.

Η χαρούμεν αύρα χτυπούσε τα ταμπούρλα της, Τα πουλάκια, σε πειθήνιους σχηματισμούς, Γύρω-γύρω από τον αρχηγό τους. (Τα πουλιά είχαν ανέμους γι’ αρχηγούς).

Το περιβόλι ακτινοβολούσε σαν Ιουδαίος. Πόσο δυνατό για να μείνει ως το πέρας, Φιλοξενούμενο σ’ αυτό το θαυμάσιο μέρος, Σ’ αυτή την πολυτελή αίθουσα της μέρας!

V

Ο ήλιος μόλις άγγιζε το πρωινό, Το πρωί, ένα πολύ ευτυχισμένο πράγμα, Που, υποτίθεται, είχε έλθει για να μείνει, Και η ζωή να είναι άνοιξη για πάντα.

Αυτή ένιωσε πως ήταν υπεράνω, Ένα ψηλό, αιθέριο πλάσμα μονομιάς. Άρα, πόσο γιορτή ήταν γι’ αυτήν! Στο μεταξύ, ο εποχούμενός της βασιλιάς...

Διασχίζοντας τα ωραία περιβόλια, Με το υπεροπτικό τιμόνι το στιλπνό του Ν’ αφήνει μία νέα αναγκαιότητα: Την ανάγκη ενός βασιλικού διαδήματος!

Το πρωινό που φτεροκόπαε ζαλισμένο, Ένιωθε ανίσχυρο για το στέμμα του τώρα Και συνεπώς, το ανενόχλητο το μέτωπό του Ήταν το μόνο που είχε για την ώρα.

VI

Ο πετρίτης είναι το μοναδικό πουλί, Που μπορεί να διακόπτει την αυγή, Με βιαστικές κι εκφραστικές αναφορές, Όταν το Μάρτη έρχεται, τις σπάνιες φορές.

Ο πετρίτης είναι το μοναδικό πτηνό, Που πετά πάνω απ’ το σούρουπο, Με την ιδιότητα του αγγελικού, Ένα Απρίλιο και, πάντως, όχι αργός.

Ο πετρίτης είναι ένας και μοναδικός, Ακόμη και αφήνοντας τη φωλεά, Που υποβάλλει πώς το σπίτι, η βεβαιότητα, Αλλά κι η ιερότητα είναι τα πιο καλά.

VIIΙ

Στο κουκούλι της μπροστά, μια πεταλούδα, Σαν μια κυρία που βγαίνει από την πόρτα, Αναδύεται ένα απόγευμα καλοκαιριού, Και πηγαίνει παντού, όπου δει φώτα.

Χωρίς σχέδιο που να μπορεί ν’ ακολουθεί, Εκτός του να πλανιέται απέξω στα Διάφορα μικρομάγαζα της γειτονιάς, Που μόνο τα τριφύλλια κατανοούν από κοντά.

Κάποιος είδε τη χαριτωμένη της ομπρέλα Να κοντράρει μ’ έναν ώριμο αγρό, Που οι αγρότες είχαν ήδη θυμωνιάσει Και μετά, να κάνει αντίθεση με σύννεφο.

Όπου παρέες, ένα φάντασμα όπως αυτή, Μοιάζει να πηγαίνει πουθενά μα και παντού. Σε κύκλους, γύρω-γύρω, άσκοπους, Σαν να ήταν ένα σόου του Τροπικού.

Και παρόλα ταύτα, μέλισσα που δούλεψε, Και λουλούδι που με ζήλο έχει ξοδέψει Αυτό το ακροατήριο των οκνηρών, Το περιφρονεί απ’ τον ουρανό που στέκει.

Μέχρι τη δύση σέρνεται μια σταθερή παλίρροια, Οι άνθρωποι που έφτιαξαν τις θυμωνιές του χόρτου, Και το απόγευμα, κι αυτή η πεταλούδα μας, Εξαφανίζονται μακριά στο πέλαγός του.

VIII

Πριν σκεφτείς την αναζήτηση, Εξαίρεσε, ως εικασία, Ο Θεός, βλέπεις, ευνοεί τον αιφνιδιασμό, Ένα φιλαράκο σου στον ουρανό Των ανεξάρτήτων αποχρώσεων, Μια μικρη, φθαρμένη απ’ τον καιρό, Αλλά πολύ εμψυχωτική φόρμα, Σε λουλακί και λιγοστό καφέ χρώμα.

Μ’ ένα είδος τραγουδιού, Σα να μπορούσες να διαλέξεις. Στο διάλειμμα, η δοκιμασία Προχωρεί με εύθυμες αναβολές, Σε κάποιο ανώτερο δέντρο, Χωρίς ούτ’ ένα φύλλο. Και πυροβολεί πτος χάριν κανενός, Παρά μόνο για τον αγγελικό της εαυτό!

IX

Να μια εναλλακτική όψη στούς λόφους: Ένα φως της Τύρου που γεμίζει το χωριό. Μια αυγή που είναι επέκταση από σούρουπο. Ένα λυκόφως που υποφώσκει στο λιβάδι. Έν’ αποτύπωμα ποδιού από κιννάβαρι. Ένα πορφυρό δάχτυλο στην κλιτύ. Ένα αυθάδες πέταγμα πάνω στο τζάμι. Μία αράχνη στην τέχνη της και πάλι. Ένα ακόμη κόρδωμα του πετεινού. Ένα λουλούδι που αναμένεται παντού. Ένα διαπεραστικό αξόνι κάποιου δάσους. Οσμή της φτέρης σε απάτητους δρόμους. Όλα αυτά κι άλλα που δε μπορώ να πω. Μια φευγαλέα όψη που την ξέρετε, Και το μυστήριο του Νικόδημου Παίρνει την ετήσια απάντησή του.

X

Ζωή είναι τα μικρά καράβια, Που στην κοιλάδα κοίτονται; η ερώτηση. Άλλα κουνήσαν το κεφάλι, άλλα, με μάτια γελαστά, Και άλλα, καμια, μα καμια, απάντηση. «Ίσως, δε μίλησα σιγά « είπα «και μάταια¨. «Τι είναι τα μικρούτσικα κρεβάτια, Τόσο πυκνά πάνω στην πεδιάδα;» «Το μικρότερο είναι για μαργαρίτα, Και λίγο πιο πέρα απ’ αυτό, Για να την ξυπνά, κοντά στην πόρτα, Είναι το μικρό leontonton.» «Είναι η ίρις, κύριε, και η αστερούλα, Η ανεμώνη και το καμπανέλι, Το batchia στην κόκκινή του κουβερτούλα, Και το κοντόχονδρο το ασφοδήλι». Ανάμεσά τους, σε πάρα πολλά λίκνα, Που διπλώνει με το βιαστικό της ποδαράκι, Εβούιζε το πιο παράξενο νανούρισμα, Που λίκνησε ποτέ παιδάκι. «Σιωπή! Το epirgeus θα ξυπνήσει! Η ζαφορά κουνάει το καπάκι της, Της rhodora το μαγουλάκι κοκκινίζει. Ονειρεύεται το όμορφο δασάκι της.» Μετά, φεύγοντας απ’ αυτά ως ευλαβής, «Είναι η ώρα τους για ύπνο» έφερε στα χείλη. Το βούισμα της μέλισσας θα τα ξυπνήσει, Όταν θα κοκκινίσουν τα δάση του Απρίλη.»

XI

Πυγμαία σεραφείμ που ξεστρατίζουν, Βελούδινοι άνθρωποι απ’ τη Βεβαή, Ομορφιές από χαμένη μέρα, θερινή, Μια κοινωνία μελισσών που βουίζουν. Το Παρίσι δε μπορεί να ξεδιπλώσει Τη σμαραγδένια ζώνη που το έχει ζώσει. Η Βενετία δε μπορεί να δείξει μια παρειά, Με μια τόσο λαμπερής πραότητας χροιά.. Ποτέ δεν επιδείχθηκε τέτοια παγίς θανάτου, Σαν από φύλλο κι από μούρο βάτου, Για τη μικρή μου, τη Δαμασκηνή βοηθό.

Είχα υιοθετήσει πιο πολύ τη χάρη της, ακόμη Κι απ’ το διακεκριμένο προσωπείο κάποιου κόμη. Είχα πιο πολύ ενδιατρίψει σαν κι αυτή, Παρά αν ήμουν μέγας δούκας του Πετύ. Για μένα, επίδομα ήταν υπεραρκετό, Για να νικήσω των μελισσών το βουητό!

XII

Το ν’ ακούς του φλώρου το κελαηδητό, Μπορεί να φαίνεται πολύ κοινό, Ή μόνο θείο. Δεν είναι τόσο του πουλιού αυτό Το ίδιο το τραγούδι, το ανήκουστο, Σαν σ’ ένα πλοίο.

Είναι ο τρόπος που τ’ αυτί Στολίζεται για ν’ ακουστεί, Σ’ απαίτηση της πίστης. Έτσι, ανεξαρτήτως ακοής, Ή κι αν δεν το ακούει κανείς, Αυτό είναι μέσα της.

«Ο ήχος είναι απ’ το κλαδί», Ο άπιστος μου δείχνει εκεί. Κι εγώ του απαντώ πως όχι. «Μέσα σου είναι το πουλί, Μέσα σου κύριε κελαηδεί. Δική σου η ψυχή που το ‘χει!»

XIII

Ένας απ’ αυτούς που άγγιξε ο Μίδας, Που όμως, απέτυχε ν’ αγγίξει την ολότητα, Ήταν αυτός ο έμπιστος κι άσωτος φίλος, Το πουλί φλώρος με τη μακαριότητα.

Ήταν τόσο μεθυσμένος που τον αποκήρυξε, Μ’ ένα θείο, αθώο πείραγμα σα νεύμα. Ήταν τόσο εκθαμβωτικός που τον μπερδέψαμε Μ’ ένα πυρωμένο κομμάτι από μετάλλευμα.

Ήταν ένας συνήγορος και ένας κλέφτης, Ένας καλοφαγάς επίκουρος, προδότης. Κάτι, από νωρίς-νωρίς, σαν ορατόριο, Μία έκσταση μιας κλάσεως πρώτης.

Ένας Ιησουίτης των περιβολιών, Που μας απατά, καθώς μας θέλγει, Με μια ολόκληρη φιάλη από ροδέλαιο, Για ανάγκες που ο μπαγάσας αποφεύγει.

Ολόκληρο είναι βασίλειο της Μπούρμα, Το μετέωρο αυτό βήμα των πουλιών, Αναχωρώντας σα σε μια παρέλαση Επικών ασμάτων κι επικών ραψωδιών. Ποτέ δεν πίστεψα ότι ο Ιάσων έψαχνε Για κάποιο δέρας, αλλά βλέπετε εκείνη Την εποχή, είχα γίνει μια αγρότισσα, Με τη σκέψη μου μονάχα στην ειρήνη.

Όμως, δεν υπήρξε ποτέ του ο Ιάσων. (Παράδοση, συγχώρησέ με και μιλιά!). Βλέπω τώρα τη χαμένη ανταμοιβή του, Πάνω σε χρυσή, ολόχρυση μηλιά.

XIV

Φοβήθηκα πολύ τον πρώτο μου πετρίτη, Αλλά τώρα, είναι πια πειθαρχημένος, Και τον παρακολουθώ να μεγαλώνει, Αν κι ακόμη με πληγώνει ο καημένος.

Σκέφτηκα πως αν γινότανε να ζήσω, Μέχρι να περάσει αυτό που θα χτυπήσει, Κανένα από τα πουλιά του δάσους, Δε θα μπορούσε πια να με συντρίψει.

Δεν τόλμησα ν’ απαντήσω τα σφοδίλια, Από φόβο μη το κίτρινό τους πανωφόρι, Μ’ άγγιζε κι άθελα με τρυπούσε, Μ’ ένα τρόπο ξένο σε μια κόρη.

Ευχήθηκα να μεγαλώσει γρήγορα η χλόη, Έτσι ώστε να έχω το χρόνο να τη δω. Θα ‘πρεπε να είναι όσο γίνεται ψηλή, Που να μπορούσε να στραφεί και προς τα ‘δω.

Δε μπορούσα να υποφέρω τα μελίσσια, Κι ευχόμουν να ‘μεναν μακριά από εμένα. Σ’ αυτές τιςσκοτεινές χώρες που πηγαίνουν, Ποια λέξη θα ‘χαν άραγε αυτές για μένα;

Κι όμως, είναι όλα εδώ. Κανένα δεν απέτυχε, Κανένα μουμπούκι δεν έμεινε μακριά. Όλα με πολύ ευγενική υπακοή σε μένα, Τη μεγάλη βασίλισσα του Γολγοθά.

Όλα χαιρετούν, καθώς περνάνε, Κι εγώ, με τα παιδιακίσια μου φτερά, Σηκωμένα, λόγω στερημένης γνώσης, Για τα δικά τους ασυλόγιστα ταμ-τάκια.

XV

Στο δρόμο της εξαφάνισης. Μ’ ένα περιστρεφόμνο τσέρκι, Μια αντήχηση σμαραγδιού, Ένας χείμαρρος κόκκινης βαφής, Και κάθε μπουμπούκι στο θαμνόκλαδο Το γερμένο του κεφάλι διευθετεί. Το ταχυδρομείο από την Τύνιδα, προφανώς, Μια εύκολη πρωινή πρωινή παλίρροια.

XVI

Οι ουρανοί δε μπορούν να κρατήσουν μυστικό! Το αποκαλύπτουν στα λοφάκια, Οι λόφοι το λένε στα περβόλια, Κι αυτά, μετά, στ’ ασφοδιλάκια!

Επ’ ευκαρία, ένα πουλί που πετά σ’ αυτό το δρόμο, Τρυφερός του σμήνους επικεφαλής, Αν μπορούσα να δωροδοκήσω το πουλάκι. Όποιος ξέρει τι θα μου ‘λεγε, να μου το πεί.

Όμως, τελικά, νομίζω ότι όχι. Είναι προτιμότερο να μην το ξέρω μόνη, Αν το καλοκαίρι ήταν αξίωμα, Τότε, ποια μαγεία θα ‘χε το χιόνι;

Έτσι λοιπόν, κράτα το μυστικό Πατέρα! Αν μπορούσα, δε ήθελα να ξέρω, Φως μου, Τι τα ζαφειρένια συννεφάκια θε να κάνουν Στο διαμορφωμένο σου, το νέο κόσμο!

XVII

Ποιος να λήστεψε τα δάση, Τα έμπιστα μας τα δασάκια; Τα ανυποψίαστα μας δέντρα; Έβγαλαν κολιτσίδες μα και βρύα, Τη φαντασία τους για ευχαρίστηση. Αυτός, περίεργος, εσάρωσε τα μπιχλιμπιδια . Αυτός τ’ άρπαξε και τα ‘φερε μακριά τους. Ποιο θα είναι το επίσημο του κώνειο, Κα τι θα πει το δέντρο της ελάτης;

Δυο πεταλούδες βγήκανε το μεσημέρι., Και βαλσάρισαν πάνω στον ποταμό, Μετά, πετάξαν κατ’ ευθείαν στο στερέωμα, Και παρέμειναν σε μια ηλιακτίδα πάνω.

Και μετά, έφυγαν ακόμη πιο μακριά, Πάνω σε μια θάλασσα σαν αστραπή. Αν και ποτέ και σε κανένα λιμάνι, Ο ερχομός τους δε θα νακοινωθεί.

Αν μιλούσε από απόσταση ένα πουλί, Αν συναντιόντουσαν σε θάλασσα αιθέρια, Από μια ταξιαρχία ή έμπορο η αναφορά, Ποτέ δε θα ‘φτανε στα δικά μου χέρια.

XVIII

Ξεκίνησα νωρίς, πήρα και το σκυλί μου, Και επισκέφθηκα τη θάλασσά μου. Οι νεράιδες μέσα στο υπόγειο μας Βγήκανε έξω και ήρθανε κοντά μου.

Οι ταξιαρχίες στο πάνω-πάνω πάτωμα, Άπλωσαν τα καναβνια χέρια τους απάνω, Νομίζοντας ότι εγώ ήμουνα ποντίκι, Ένα μόλις όροφο πάνω στην άμμο.

Όμως, κανείς δε με πλησίασε, μέχρι Που η παλίρροια έφτασε στο πόδι μου, Πέρασε και τη ζώνη των ποδιών μου, Και, τελικά, έφτασε στο στήθος μου.

Κι έκανε σα να με είχε φάει, Ολόκληρη, όπως μια πάχνη εδώ, Πάνω σ’ ενός μανιταριού μανίκι. Ύστερα πάλι, ξανάρχισα κι εγώ.

Κι αυτή, αυτή με ακολούθησε από κοντά. Ένιωθα την ασημένια φτέρνα της Πάνω στον αστράγαλο και στο παπούτσι μου, Θα ξαχείλιζε μ’ αυτή την πέρλα της.

Μέχρι που φτάσμε στης πόλης τη στεριά, Όπου κενένας δεν άδειχνε να είχε μάθει, Υποκλινόμενη, με μια όψη καθώς Σε μένα, η θάλασσα ίχε αποσυρθεί.

XX

«Άρκτος» είναι το επίσημ’ όνομά του. -Όμως, εγώ τον ονομάζω «αστέρια»! Είναι τόσο, για την επιστήμη, ασεβές Να επεμβαίνει στα δικά μου τα τεφτέρια!

Πήρα ένα λουλούδι από το δάσος, Κι ένα τέρας μ’ ένα μάτι από γυαλί, Μετράει του στήμονα το μήκος Και το κατατάσσει σε μια μόνο γραμμή.

Μετά, πήρα μία πεταλούδα, Και την έβαλα στο καπελάκι μου. Η επιστήμη αυτή τη βάζει σε βιτρίνα, Και ξεχνάω και τριφύλλι κι εντομάκι μου.

Αυτό που ονομάζουνε ζενίθ, κάποτε ήταν Ο παράδεισος που ‘μαθα ν’ αγαπάω. Όταν η σύνοψη του χρόνου μασκαρεύτηκε, Έγινε σχέδιο και χάρτης. Πού να πάω;

Τι κι αν αυτοί εκεί χοροπηδάνε Και στέκουν ανάποδα και περιπαίζουν, Ελπίζω να ‘μαι εέτοιμη και για χειρότερα, Όποιο παιγνίδι κι αν αυτοί μου παίζουν!

Μπορεί η βασιλεία των Ουρανών να έχει αλλάξει! Ελπίζω όμως ότι τα παιδάκια εκεί πάνω, Να παραμένουν της παλιάς καλής σχολής Και να μη δουλεύουν εμένα όταν φτάνω!

Ελπίζω ακόμη ότι ο πατέρας τ’ ουρανού Θα πάρει μαζί του το μικρό βλαστάρι, Παλιάς σχολής, άτακτο ή οτιδήποτε, Πάνω στη σκάλα του από μαργαριτάρι!

XΧI

Μια τρομερή θύελα συμφύρθηκε με τον αέρα, Τα σύννεφα έγιναν ισχνά, μικρά κομμάτια,. Μια μαυρίλα σα μανδύας ουράνιου φάσματος, Έκρυψε ουρανό και γη από τα μάτια.

Πλάσματα καγχάζαν στις στέγες των σπιτιών, Και σφυρίζαν στον αέρα μανιασμένα, Έτριζανν τα δόντια και κουνούσαν τις γροθιές, Κι ανεμίζαν τα μαλλιά τους τρελαμένα..

Ήρθε, όμως, η αυγή, ξυπνήσαν τα πουλιά,. Και του τέρατος τα μάτια, τα ξεθωριασμένα Γύρισαν αργά προς τη γενέθλια γη, Κι έγινε πάλι ησυχία Παραδεισένια.

XXII

Ένα σύμπαν από άργυρο, Με σκοινιά από σκέτη άμμο, Για να το κρατήσει άσβηστο Από την τροχιά στη γη απάνω.

XXIII

Ένα πουλί ήρθε εκεί που περπατούς. Δεν πρόσεξε ότι το είχα δει. Έκοψε μια σκουλήκα στα μισά, Και έφαγε τη φίλη μου ωμή.

Ύστερα, ήπιε μια δροσοσταλίδα, Από ένα βολικό βλαστάρι, Μετά, πήδηξε λοξά τον τοίχο, για Ν’ αφήσει να περάσει ένα σκαθάρι.

Το κοίταξε αστραπιαία με μάτια, Γεμάτα τρόμο κι ύστερα, πάλι, Βιάστηκε να πετάξει μακριά, Κουνώντας το βαλούδινο κεφάλι.

Όπως κάποιος εν κινδύνω, συνετά, Του πρόσφερα ένα ψιχουλάκι, Κι αυτό άνοιξε πάλι τα φτερά, Και πέταξε σε πιο γλυκό σπιτάκι. Πιο ασημένιο από όσο τα κουπιά σχίζουν τη θάλασσα σε μια γραμμή, Ή οι πεταλούδες στις όχθες του μεσημεριού, Πηδούν, χωρίς πιτσίλισμα, σαν κύκνοι. XXIV

Ένας μικρός φιλαράκος στο γρασίδι Καλπάζει περιστασιακά. Μπορεί να τον έχετε συναντήσει ή όχι. Η παρουσία του συμβαίνει ξαφνικά.

Διασχίζει το χορτάρι σα μια χτένα, Και φαίνεται σαν διάστικτος βλαστός. Ύστερα, κλείνεται μπροστά στα πόδια, Και προχωράει εμπρός ολοταχώς.

Του αρέσει ο αγρός των γουρουνιών, Έδαφος πολύ ψυχρό να καλλιεργηθεί. Και σαν παιδάκι ξεπαπούτσωτο, Πολύ συχνα τον συναντούσα την αυγή.

Τότε νόμιζα, περνούσε σα μαστίγιο, Ατύλιχτο, τον ήλιο ν’ απολαύσει, Όταν, ζαρώνοντας για ασφάλεια, Έπαιρνε πάλι τυλιγμένη στάση.

Πολλά από τα πλάσματα της φύσης Τα ξέρω, και με ξέρουν ως μεγάλη. Αισθάνομαι γι’ αυτά εγκαρδιότητα Σα να τα είχα π΄ρει στην αγκάλη.

Όμως, ποτέ δεν είδα αυτό το φίλο, Με συντροφιά ή κι ολομάναχο, Χωρίς να μου κόβεται η αναπνοή Και δίχως ένα ρίγος ως το κόκαλο.

XXV

Το μανητάρι είναι το δαομόνιο των φυτών. Κάθε δράδυ, εξαφανίζεται. Το πρωί, βάζει το καπελάκι του, Και σε κόκκινο ύφος, μόνο του, ζυγίζεται... Σα να ‘ναι πάντοτε πισαρισμένο. Ακόμη και σε του τη καλημέρα, Ειναι κοντύτερο από αναβολή ενός φιδιού, Και πιο σύντομο από μια αίρα.

Είναι ο ζογκλέρ των λουλουδιών, Είναι του άλλοθι το σπερματάκι. Σα μία σαπυνόφουσκα καθυστερεί, Και σα μια φούσκα βιάζεται να σκάσει.

Νιώθει σαν τη χλόη, ευχαριστημένο, Που μπορούν να το διακόπτουν, Αυτό το μυσικό λάθρο γόνο, Από του θέρους το προφυλακτικό.

Αν η φύση είχε ένα πρόσωπο, Αν είχε γιο περιφρονημένο κι άχρηστο, Αν είχε η φύση έναν Ίωνα κοκοφιότη, Το μανιτάρι θα ‘ταν το παιδί αυτό.

XXVI

Ήρθε ένας άνεμος σα σάλπιγγα, Και τρεμούλιασε ανάμεσα στη χλόη, Και ένα πράσινο ρίγος πάνω στον καύσωνα. Το π’ερασμά του ήταν τόσο δυσοίωνο, Που αμπαρώσαμε παράθυρα και πόρτες, Σαν ένα σμαραγδένιο στοιχειό. Το ηλεκτρικό φίδι της θείας καταδίκης, Αυτό το πολύ στιγμιαίο πέρασε Πάνω από το παράξενο πλήθος των λαχανιασμένων Δέντρων και φρακτών και μακριά μας έφυγε.

Και τότε, τα ποτάμια που διέσχιζαν τα σπίτια, Φανήκανε να ζουν ξανά. Η καμπάνα στο καμπαναριό ήχησε άγρια, Και οι ειδήσεις πέταξαν στροβιλίζοντας. Άραγε, πόσο πολύ γρήγορα μπορεί να έρθει πάλι, Και πόσο γρήγορα να φύγει μακριά, Κι ακόμη, πόσο απ’ αυτό το ίδιο Θα κατοικήσει μόνιμα εδώ;

XXVII

Μια αραχνούλα ύφαινε το βράδυ, Χωρίς φως και μέσα στο σκοτάδι, Πάνω σε μια αψίδα από λευκό. Αν μιας κυρίας ήτανε μετάξι, Ή ένα σάβανο φαντάσματος, Το ξέρει μόνο αυτή. Αιώνιας αθανασίας Η στρατηγική της Είναι μία αυθεντία.

XXVIII

Ξέρω ένα μέρος που, το καλοκαίρι, Με πολύ συνηθισμένη παγωνιά, Κάθε χρόνο οδηγεί τις μαργαρίτες πίσω, Αναφέροντας «χαμένες», πολύ λακωνικά.

Μα όταν ο νοτιάς κουνά τις λίμνες, Και στριγγλίζει στα δρομάκια, Η καρδιά του το εμπνέει γι’ αυτόν τώρα, Ν’ απαγγέλλει τ’ απαλά του τραγουδάκια.

Μέσα στην αγκαλιά του αδάμαντα, Και των πιπεριών και της δροσιάς, Αυτός σκληραίνει ήσυχα σε χαλαζία, Πάνω στο κεχριμπαρένιο μια ροδιάς.

XXIX

Αυτός που θα μπορούσε ν’ αναπλάσσει μια ημέρα, Θα ήταν μεγαλύτερος κι από αυτήν, αν και Ο μικρότερος ίσως των ανθρώπων. Κι αυτός που θα μπορούσε να παράγει ήλιο, Σε μια περίοδο που εκείνος φεύγει, Την αστραπή και τις κηλίδες, εννοώ, Όταν η Ανατολή θα έχει παραμεγαλώσει, Και η Δύση θα έχει γίνει αγνώριστη, Το όνομά του θα μείνει στον άπαντα αιώνα.

XXX

Ο άνεμος μου χτύπησε σαν κουρασμένος άνθρωπος, Και εγώ, ως οικοδεσπότης, είπα «έλα». Τολμηρά απάντησα και τον έβαλα μετά Στην κατοικία μου πιο μέσα.

Ένας βασιλιάς, ξυπόλυτος μυσαφιραίος, Που ήταν τόσο αδύνατο μία καρέκλα Να του προσφέρω όσο το χέρι , Ένα ανάκλιντρο ήταν στον αέρα.

Δεν είχε σκελετό να κάμψει, Η μιλιά του ήτανε σαν ώθηση, Πολυάριθμων πουλιών που βούηζαν Από έναν θάμνο πιο ψηλά απ’ τα δάση. Ο λογαριαμός ήταν ένα μαξιλάρι. Σαν να είχε τα δάχτυλά περάσει, Άφησε μια μουσική σαν από τόνους Κι έκανε το τζάμι μου να τρεμοιυλιάσει

Με επισκέφθηκε, ακόμη φτερουγίζοντας, Μετά, σαν ένας κύριος μετά από μάχη, Χτύπησε πάλι κι έφυγε φυσώντας, Και εγώ απέμεινα πάλι μονάχη.

XXXI

Tο κίτρινο είναι το πιο σπάνιο Από τ’ άλλα χρώματα της φύσης. Το φυλάει όλο γι’ αυτό το άσωτο, Το μπλέ βαθή της δύσης.

Ξοδεύει άλικο σε μια γυναίκα, Μα το κίτρινο το παρέχει Φειδωλά σαν έναν εραστή, Που λίγα λόγια έχει.

XXXII

Τα φύλλα υποχρεώνουν, σα γυναίκες, Σε ιδιοφυή εχεμύθεια, Κάτι σα νεύματα και κάτι ποιυ ομοιάζει Με δυσοίωνα επιμύθια.

Τα μέρη και στις δύο περιπτώσεις, Απολαύουν μυστικής εμπιστοσύνης, Συμπαγούς κι απαραβίαστης, Σαν αυτή μιας κακής, ανίερης φήμης.

XΧXΙΙΙ

Πόσο ευτυχής είναι η πετρούλα, Που πλανάται στο δρόμο, μοναχούλα, Και δεν ενδιαφέρεται για σταδιοδρομία, Ούτε φοβάται απαίτηση καμία. Αυτής, το παλιό καφέ της φόρεμα, Της το φόρεσε του σύμπαντος το πέρασμα, Κι ανεξάρτητη το ίδιο σαν τον ήλιο, Λάμπει μοναχή ή με κάποιο φίλο, Θεσπίζοντας διατάγματα με απολυτότητα, Μέσα σε μιαν ανέμελη απλότητα.

XΧΧΙV

Ακούστηκε σαν ο δρόμος να έτρεχε Και μετά, έμεινε ακίνητος ο χρόνος. Το στο παράθυρο, ήταν η έκλειψη, Και το μόνο που νιώθαμε, ο τρόμος.

Σε λίγο, ο πιο γενναίος στόλος βγήκε έξω, Να δει αν ο χρόνος ήταν εδώ πέρα. Η φύση φόρεσε τη βηρύλινη ποδιά της, Και ανέμιξε νέο, πιο φρέσκο αέρα.

XXXV

O ποντικός είναι ο πιο σύντομος ένοικος. Δεν πληρώνει, ούτε ενοικιάζει, Δεν αποδέχεται καμιά υποχρέωση, Κι ούτε προθέσεις σχεδιάζει.

Αρνούμενο την ευφυία μας, Να ηχούμε ή να καταστρατηγούμε, Το μίσος δε μπορεί να βλάψει πια Έναν εχθρό που δεν ακούμε.

Κανένα, μα κανένα διάταγμα Δεν τον απαγορεέυι, στην ουσία. Καθένας είναι ένας νόμος μόνος του, Σα μια ενδελεχής ισορροπία.

XXXVI

Συχνά, το δάσος είναι ροζ. Συχνά, γίνεται και καφετί. Συχνά, πίσω απ’ την πόλη μου, Οι λόφοι παραμένουνε γυμνοί.

Συχνά, ένα κεφάλι στεφανώνεται. Είχα τη συνήθεια να πάω να το δω, Όσο συχνά μια, λεστω, χαραμάδα Υπήρχε, φυσικά, εδώ.

Κι η γη, στον άξονά της περιστέφεται, Όπως μου λένε όλοι τώρα. Τι υπέροχη αυτή η περιστροφή, Μα μόνο κάθε δωδεκάτη ώρα!

XXXVII

O αέρας άρχισε να κυλάει στο γρασίδι, Απειλώντας τους ήχους και το νόμο, Και εκτοξεύοντας στη γη μια φοβέρα Κι άλλη μια στον ουράνιο κόσμο.

Τα φύλλα ξεμαάκρυναν από τα δέντρα, Και άρχισαν να φεύγουν εκτός. Η σκόνη αυτοσαρώθηκε, σαν με τα χέρια Και έφυγε μακριά, κουρνιαχτός.

Τα καμιόνια βιάστηκαν στους δρόμους, Η καταιγίδα έσπευσε στην τύχη, Ηαστραπή έδειξε ένα κλιτρινο ράμφος, Και μετά, ένα μαυροκίτρινο νύχι.

Τα πουλιά σηκώσαν τις μπάρες στις φωλιές, Τα βόδια σπεύσανε στους σταύλους, Ήρθε σταγόνα μιας γιγάντιας βροχής, Και μετά, έβρεξε όγκους μεγάλους.

Σα να είχαν ανοίξει ένα φράγμα, Τα νερά εξαφάνισαν τον ουρανό, Που όμως, προστάτευε το πατρικό μου σπίτι, Και που μόνο έσχισε ένα δέντρο στα δυο.

XXXVIII

Οι νότιοι άνεμοι τις παραγκώνισαν. Όμως, οι μέλισσες έρχονται, Πετούν, διστάζουν, πίνουν, Φεύγουν και ξαναέρχονται. Στο ταξίδι τους για το Κασμίρ, Οι πεταλούδες κάνουνε στάση, Κι εγώ τις μαδάω όσο γίνεται απαλά, Και τις βάζω στο εικονοστάσι.

XXXXIX

Φέρτε μου τη δύση σε μια κούπα, Γεμίστε μου τις κανάτες της αυγής, Και κάντε μου μετά λογαριασμό. Πείτε μου μακριά πηδάει το πρωί, Πείτε μου: πότε κοιμάται ο υφαντής, Που ύφανε το μπλε ουρανό;

Γράψτε μου πόσες νότες υπάρχουν Στην καινούρια έκσταση του πετρίτη, Ανάμεσα στα έκπληκτα κλαδιά. Πόσα ταξίδια κάνει η χελώνα, και Σε πόσα φλιτζάνια η μέλισσα μετέχει, Η αχόρταγη αυτή της δροσιάς;

Ποιος βάζει του ουράνιου τόξου τους πυλώνες; Ποιος οδηγεί τις ευλαβέστατες σφαίρες, Με βεργούλες από απαλότατο μπλε; Τίνος τα δάχτυλα στρίβουν το σταλακτίτη; Ποιος μετρά τα νομίσματα, τη νύχτα, Για να δούμε πως κανείς δεν έχει οφειλές;

XL

Σκουπίζει με ένα πολύχρωμο σάρωθρο, Αφήνοντας πίσω της μόνο τα ράκη. Ω, νοικοκυρά μέσα στο σούρουπο, Γύρισε πίσω και ξεσκόνισε μονάχα το λιμνάκι!

Εστάλαξες μέσα του ένα πορφυρό, Ένα κεχριμπαρένιο εκτυλισσόμενο υφάδι, Και τώρα, έντυσες όλη την Ανατολή Με ρούχα από αστραφτερό σμαράγδι. Κι ακόμη διπλώνει το διάστικτο σάρωθρο, Κι ακόμη η ποδιά της πετάει, Μέχρι που το σάρωθρο ξεθώριασε στα άστρα, Και μόνο τότε φεύγει, λέει, και πάει.

XLI

Σαν έντονα κόκκινα φώτα της σκηνής, Στις βάσεις των δέντρων, στα φυτά, Τα θεατρικά έργα της μέρας Άρχισαν την παράσταση σ’ αυτά.

Και τότε, το σύμπαν χειροκρότησε, Ενώ επικεφαλής του πλήθους, εδώ, Με τη δύναμη του βασιλικού τους ρούχου, Το σύμπαν διέκρινε εμένα ωα Θεό.

XLII

Σε θάλασσες ασφοδελιών, Όπου τα πορφυρένια πλοία αγκυροβολούν, Ανακατώνονται της φαντασίας οι ναύτες, Και τότε, την αποβάθρα σταθεροποιούν.

XLIIΙ

Φλέγεται σε χρυσαφί και σβήνεται σε πορφυρό, Πηδάει σα λεοπάρδαλη στον ουρανό και μάνι, Μετά, στα πόδια του γέρου μου ορίζοντα, Γέρνει το διάστικτο κεφάλι, να πεθάνει.

Σκύβει χαμηλά ως της κουζινας το παράθυρο, Αγγίζει τη στέγη του σπιτιού, το στάβλο χρωματίζει, Το καπέλο του φιλάει το λιβάδι ως την άκρη, Κι ο ζογκλέρ της μέρας, πάει και δε γυρίζει!

XLIV

Το καλοκαίρι είναι πιο μακρύ απ’ τα πουλιά, Πιο παθητικο από όσο η ίδια η χλόη, Ένας ελάχιστος λαός πανηγυρίζει Τότε το ανεμπόδιστό του μπόι.

Καμία διάταξη στη θέασή του, Και τόσο βαθμιαία η ευλογία του, Γίνεται μία λογική συνήθεια, Που κάνει πιο πλατιά την ερημία του.

Κατά της έρευνας είναι το μεσημέρι, Όταν ο Αύγουστος, στη φλογερή του διάσταση, Καλεί αυτό το φασματικό τραγούδι Να απεικονίσει την ανάπαυση.

Μετριασμένη μετά, και δίχως ευλογία, Χωρίς ούτε ρυτίδα στη λάμψη της, στη δύση, Μια ακόμη διαφορά Δρυίδη Προάγει πςερισσότερο τη φύση.

XLV

Το καλοκαίρι γλίστρισε μακριά, Ανεπαίσθητα, όπως η θλίψη, Ανεπαισθήτως ήρθε κι έφυγε πάλι, Δείχνοντας την κακή του πίστη.

Μια αποσταγμένη ησυχία, Σαν το μακρύ λυκόφωτο άρχισε,, Ή σαν τη Φύση που ξοδεύει τον εαυτό της, Το απόγευμα αυτό ξεχώρισε.

Του σούρουπου η δροσιά ήρθε πιο νωρίς, Το ξένο πρωινό μας έλαμψε σαν ξένος, Μια χάρη ευγενής μα βασανιστική, Σα φιλοξενούμενος, έφυγς εσπευσμένως

Και έτσι, χωρίς καν μια φτερούγα, Χωρίς καν την καρίνα του πλοίου, Το καλοκαίρι μας άφησε να δραπετεύει Το φώς του σ’ όλο του το μεγαλείο.

XLVΙ

Δε μπορεί να είναι καλοκαίρι - αυτό έφυγε ήδη. Και για άνοιξη, είναι ακόμη ενωρίς. Πρέπει να διασχίσει αυτή την κατάλευκη πόλη, Πριν έρθει πάλι ο τραγουδιστής.

Και δε μπορεί να πεθάνει – είναι ακόμη κόκκινο. Το πεθαμένο θα φύγει μέσα σε λευκό. Έτσι, η δύση κλείνει την ερώτησ’η μου Με πόρπες από ολοκάθαρο χρυσό.

XLVΙΙ

Η γεντιανή κυματίζει τα μαλλιά της, Ο αργαλιός του σφενδαμιού, κόκινη παρλάτα, Τα μπουμπούκια μου που αναχωρούνε, Ίσα-ίσα προλαβαίνουν την παράτα.

Μια σύντομη, μα υπομονετική αρρώστεια, Απαιτεί μία ώρα προετοιμασία, Και μία πριν απ’ το πρωί ετούτο, Των αγγέλων είναι εκεί η παρουσία.

Ήταν μια σύΝτομη διαδικασία. Το μπόμπολικ ήτανε κιόλας εκεί, Μια ηλικιωμένη μέλισσα μας μίλησε, Και μετά, γονάτισε για προσευχή.

Πιστέψαμε πως ήταν πρόθυμη. Τη ρωτήσαμε αν μπορούσε, ίσως «Καλοκα’ιρι, αδελφούλα, άγγελέ μας, Άφησέ μας να ‘ρθουμε μαζί σου!»

Στο όνομα της μελισσοκομίας Συν της πεταλουδίτσας, συν Της αύρας που μας δρόσιζε, Κι αυτήν κι εμάς, Αμήν!

XLVΙΙΙ

Ο Θεούλης έπλασε μια μικρούλα ελιά, Αυτή προσπάθησε να γίνει τριανταφυλλιά, Μα απέτυχε και το καλοκαίρι γέλασε μαζί της. Όμως, λίγο πριν έρθει ο χειμώνας, Ήρθε ένας κατακόκκινος λιμώνας, Που κατοίκησε ολόκληρο το λόφο. Το καλοκαίρι το έκρυψε κι αυτό, Και να πάλι, ο γέλωτας κι ο χλευασμός. Το δικό του κλίμα είναι ο παγετός. Και η Τυριανή ακόμη δε θα ‘ρχόταν, Αν δε της το επέτρεπε ο ψυχρός Βοριάς: «Δημιουργέ, ν’ ανθίσω μονομιάς;»

XLΙΧ

Εκτός απ’ το φθινόπωρο, οι ποιητές υμνούν Ελάχιστες μέρες πεζές, Όπως εκείνες με το χιόνι, Η της ομίχλης τις μελαγχολικές.

Ελάχιστα χαρούμενα πρωινά, Κι ελάχιστα ασκητικά βραδάκια Οδήγησαν του Μίστερ Μπράιαν το ραβδί, Και του Μίστερ Τόμσον τα δεματάκια.

Ακίνητη είναι η ταραχή του ποταμού, και Σφραγισμένες οι βαλβίδες των χρωμάτων. Υπνωτισμένα τα δάχτυλα αγγίζουν Τα μάτια άπειρων διαβολάκων.

Ίσως, ένας σκίουρος μπορεί να περιμένει Να μοιραστεί το αίσθημα που μένει. Αξίωσέ με Κύριε, με ηλιόλουστό σου νεύμα, Να αντέξω των θορύβων σου το πνεύμα!

L

Κοσκινίζει με τα μολυβένια κόσκινά του, Και πουδράρει του δάσους.μας τον κόσμο, Ύστερα γεμίζει με αλαβάστρινο μαλλί Τις ρυτίδες που θα βρει στο δρόμο.

Δημιουργεί ένα πρόσωπο ομοιόμορφο, Από βουνά και πεδιάδα πάλι, Αδιάσπαστο απ’ τη μιαν ανατολή Έως την ανατολή την άλλη.

Φθάνει μέχρι και το φράχτη μας, Και τυλίγει ένα-ένα καγκελάκια, Ώσπου αυτός να χαθεί μες στο μαλλί, Και να εκτοξεύσει κρυστάλλινα βελάκια.

Σε σωρούς και θυμωνίτσες και κλαδιά, Στόν άδειο-άδειο χώρο του καλοκαιριού, Στρέματα από ραφές εκεί που ήταν άλλοτε Ακατάγραπτες σοδειές, αλλά για χάρη τους.

Τσαλακώνει και των στύλων τα χεράκια, Σαν τους αστραγάλους μίας βασιλίσσης, Μετά, ακινητοποιεί τους τεχνίτες σα στοιχειά, Που αρνούνται ότι ήταν έτσι πριν, επίσης.

LI

Κανένας στρατηγός όλο το χρόνο, Σαν τον Κούκο δεν είναι τόσο αστός, Γείτονας και πολεμιστής συγχρόνως Και τόσο, μα τόσο-τόσο χαρωπός!

Όταν οι άνεμοι μας καταδιώκουν, Μία του Φεβρουαρίου μέρα, Ο αδελφός αυτός του κόσμου Δεν πάει ούτε ρούπι παραπέρα.

Είναι άριστος φίλος με το χιόνι. Τους έχω δει να παίζουν συντροφιά, Όταν ο ουράνιος θόλος μας πλακώνει Με τόσο μαύρη, τόσο μαύρη συννεφιά.

Νομίζω ότι πρέπει ν’ απολογηθεί Αυτός πους με τον ουρανό μαλώνει, Γιατί αυτή του η συνοφρύωση Τρέφει του κούκου μας την τόλμη.

Το μαξιλάρι αυτού του κεφαλιού Είναι και παραμένει αειθαλές, Ενώ το ετοιμοπόλεμο κελάρι του Είναι γεμάτο με άγνωστες τροφές.

Ο τύπος του, τονωτικό είναι για μένα, Το μέλλον του, δεν το το συζητάω. Είναι κρίμα που ο γείτονας δε μπαίνει Στον κατάλογο των αθανάτων.

LII

Νέα ποδαράκια στον κήπο μας βαδίζουν. Νέα δάχτυλα το χώμα μας σκαλίζουν. Ένας τροβαδούρος πάνω στη φτελιά μας . Και να η διακοπή στη μοναξιά μας.

Νέα παιδάκια πάζουν στον κηπάκο. Νέοι κουραμένοι κοιμούνται εκεί, πιο κάτω. Κι ακόμη εμένα άνοιξη μου μυρίζει. Κι ακόμη θα μπορούσε να χιονίζει!

LIII

Ροζ, μικρή και τυπική, Προσιτή κι ευωδιαστή, Κκεπασμένη Απρίλη μήνα, Και κρυμμένη απ’ τη ρουτίνα.

Ακριβούτσικη στο βρύο. Γνωστότατη απ’ το λοφίο, Ύστερα έρχεται επί τόπου, Στην ψυχούλα του ανθρώπου. Τολμηρή και παινεμένη, Και με σένα στολισμένη, Δροσερή σαν το κεράσι, Η Φύση αρνείται να γεράσει.

LΙV

Της μελισσούλας το βουνό, Μια μαγεία μου αποφέρει. Αν με ρωτήσετε, δε μ’ ενδιαφέρει, Κι ούτε μπορώ να σας το πω.

Το κόκκινο επάνω στο βουνό, Που υπάρχει χωρίς να μας ρωτήσει, Αν κάποιος χλευασμό θελήσει, Προσοχή, γιατί ο Θεός είναι εδώ,

Το σπάσιμο της μέρας μας στα δυό Προστέθηκε στη μοίρα μας επίσης, Κι αν έχεις απορία και με ρωτήσεις, Αυτός που μας σχεδίασε και πάλι θα σου πω.

LV

Μήπως δε θέλεις ν’ αγοράσεις το λουλούδι; Μα εγώ δεν το πουλάω, θα σου πω. Αν θέλεις, μπορώ να στο δανείσω, Μέχρι τουασφοδιλιού τον ερχομό,

Που λύνει το κόκκινο του καπελάκι, Κάτω απ’ την πόρτα του χωριού, Μέχρι οι μέλισσες νάρθουν για νέκταρ, Μέσα απ’ τις σειρές του τριφυλλιού.

Θα στο δανείσω ως τότε, τώρα, Μα ούτε μία παραπάνω ώρα!

LVI

Τη μέλισσα διόλου την ενδιαφέρει Το μελιού η γενεαλογία. Κάθε λουλουδάκι που μελάκι φέρει, Είναι γι’ αυτήν μια αριστοκρατία!.

LVII

Κάποιοι κρατούν την Κυριακή να παν στην εκκλησία. Εγώ την κρατώ για το δωμάτιό μου, Με ένα μπομπολίκ για χορωδία, Και για τρούλο, το δεντρόκηπό μου.

Κάποιοι κρατούν το Σάββατο για ράσο. Εγώ, απλώς, φοράω τα φτερούγια, Και στη θέση του κωδωνοκρούστη, Έχω του νεωκόρου τα τραγούδια.

Ο Θεός κηρύσσει κι είναι σπουδαίος κληρικός, Και ο λόγος του είναι πάντα σύντομος. Έτσι, αντί να πηγαίνω πάνω που είναο ο ουρανός. Εγώ πηγαίνω μόνο ίσια και εμπρός!

LVIII

Η μέλισσα πια δε με φοβάται, Και την πεταλούδα τη γνωρίζω. Τα χαριτωμένα δασικά ζωάκια Με λαμβάνουν φιλικά και εγκαρδίως.

Τα ρυάκια δε γελάνε, όταν έρχομαι, Και η αύρα παίζει το ριζάρι. Γιατί τα μάτια μου ασήμι σε καλύπτουν, Γιατί ω καλοκαιρινή μέρα τον Αλωνάρη;

LIX

Μερικά ουράνια τόξα πού ‘ρχονται απ’ το Ναδίρ, Και κάποιο όραμα απ’ τον κόσμο του Κασμίρ, Ή, αλλού ενός ταού την πορφυρή ακολουθία, Που μαδάει τα φτερά του στην πλατεία, Και τα σκορπάει απλόχερα στη Φύση. Εγώ τα βλέπω μόνο με την πίστη!

Η ονειρώδης κίνηση της πεταλούδας, Η επανάληψη στη δίνη μιας λιμνούλας, Του περισινού διαχωρισμένου ήχου, Πριγκιπέσσες-μέλισσες σε στίχο, Σε διμοιρίες σιγομουρμουρίζουν, Σαν από πύργο του ηλίου να γυρίζουν! Οι πετρίτες στέκουν σήμερα μη μόνοι, Σαν τις χθεσινές νιφάδες απ’ το χιόνι, Γεμάτα τα κλαδιά, η στέγη και ο φράκτης, Η ορχιδέα δένει πάνω τα φτερά της, Για τον αγαπημένο της, τον Κύριο Ήλιο, Που επισκέπτεται ξανά το σκύλο!

Αμέτρητο και δίχως στρατηγίσκο, Ένα σύνταγμα δασών κι άλλων λοφίσκων, Σε απόσταση λαμπρή, λαμπρό καθήκον. Για δείτε! Τίνος είναι αυτό το πλήθος; Ποίων θαλασσών παιδάκια είναι τώρα, Ή ποια εξωτική της Κιρκασίας χώρα;

LX

Η χλόη δεν έχει και πολλά να κάνει. Μία σφαίρα μόνο από πράσινο κι απλή, Τις πεταλούδες για να επωάσει, Και τις μέλισσες να περιποιηθεί.

Και να δονείται όλη μέρα απ’ τους ήχους, Που η αύρα μεταφέρει ως εδώ, Και να παίρνει αγκαλιά το φίλο ήλιο, Και να υποκλίνεται στα πάντα με αιδώ.

Να κεντάει τη νυχτερινή δροσιά σαν πέρλες, Και να γίνεται η ίδια τόσο δα μοιραία, Μία δούκισσα έναι ένα τίποτα, καθόλου Μπροστά σ’ αυτή τη θεία πανωραία.

Κι όταν ακόμη έρθει το τέλος της ζωής της, Να περνά σε οσμές και ευωδίες, Καθώς τ’ αρώματα πάνε για ύπνο, Η σε φύλακα του πεύκου και ουσίες.

Και μετά, ξερός σανός στο σταύλο, Να ονειρεύεται άραγε πόσα, πόσα; Το γρασίδι έχει λιγοστά να κάνει, Που μακάρι να είχα κι εγώ μονάχα τόσα!

LXI

Μικρό δρομάκι, αχειροποίητο, Μα πάντως, ορατό στο μάτι, Κατάλληλο για κάρο μέλισσας Και προσιτό στης πεταλούδας το αμάξι.

Δε μπορώ να πω με βεβαιότητα, Αν υπήρχε πριν την πόλη, εδώ πέρα. Όμως, κανένα, μα κανένα άλλο όχημα Δε με ταξιδεύει τόσο άνετα κι ωραία.

LXII

Μια σταγόνα έσταξε πάνω στα μαλλιά, Και μια άλλη πάει σα βοήθεια στο πέλαγοο, Κι εγώ διερωτήθηκα αν μπορούν αυτές οι πέρλες Να γίνουν στο λαιμό μου πριδέραιο.

Η σκόνη έφυγε από τους δρόμους, Τα πουλιά τραγούδησαν αστεία, Η λιακάδα πέταξε το καπέλο της, Τα περιβόλια κρέμασαν στολίδια.

Η αύρα έφερε μελαγχολικά λαγούτα, Και τα έλουσε με ευθυμία, Η Ανατολή ξεδίπλωσε μία απλή σημαία, Και είπε: τώρα, εορτή, παύλα-τελεία!

LXIII

Υπάρχει κάτι σε μια καλοκαιρινή ημέρα, Καθώς ανάβει έναν-έναν τους δαυλούς της, Κάτι που με χρησιμοποιεί. Υπάρχει κάτι σ’ ένα μεσημέρι θέρους, Ένα βάθος κυανούν, ένας ήχος δίχως λόγια, Που υπερβαίνει και την έκσταση.

Υπάρχει ακόμη σε μια νύχτα καλοκαιρινή, Κάτι τόσο φωτεινό και τόσο άσπρο, Που ανοίγω τα μάτια να το δω. Και μετά, ένα βέλο στο περίεργο πρόσωπό μου Αφήνει μια λεπτή, απαστράπτουσα ευλογία, Και φτερουγίζει πάλι στο καλό.

Τα μαγικά δάχτυλα ποτέ δε σταματάνε, Το πορφυρό ποτάμι μες στο στήθος, που Ακόμη τρίβει τη στενή του κοίτη. Κι ακόμη, κατά μήκος των ορέων, Τον ήλιο, σαν κατακόκκινο καραβάνι, Η Ανατολή είναι που τον οδηγεί.

Σαν άνθη που άκουσαν το μύθο της δροσιάς, Μα ποτέ δεν άφησαν τα δταγονίδιά της Στων φρυδιών τη σάλα αναμονής. Ή σα μέλισσα που νόμισε πως στ’ όνομα του θέρους, Είναι κάτι σαν ντελίριό που Το καλοκαίρι δε μπορεί γι’ αυτήν.

Ή σαν Αρκτικό πλάσμα που κινείται μόλις, Από κάτι τροπικό, κάποια πουλιά που αποδημούν, Και έρχονται στο δάσκαλο αυτό. Ή σαν του ανέμου το σινιάλο στο αυτί μας, Που το κάνει σοβαρό μα και αστείο, Ένα περιεχόμενο που δεν ήτανε γνωστό.

Και να, που επιτέλους, Ο παράδεισος ήρθε απροσδοκήτως, Να ζωντανέψει αυτή τη σκέψη προσκυνήματος Σε ένα παράτολμο ψαλμό.

LXIV

Αυτή τη χώρα το ηλοβασίλεμα τη λούζει. Αυτές είναι οι όχθες της Κίτρινης Θαλάσσης, Όπου ανατέλει ή όπου κάτω ορμά. Αυτό είναι το μυστήριο της Δύσης.

Κάθε νύχτα με το πορφυρό της πλήθος, Σαρώνει την αποβάθρα με οπάλινα δεμάτια. Τα καράβια ισορροπούνε στον ορίζοντα, Βουτούν και αφανίζονται με μαγικά κατάρτια.

LXV

Σαν κονβόι βελούδινων αυτοκιν, Ακούω τη μέλισσα τη γνωστική. Μια στάμνα που διασχίζει τα λουλούδια, Η βελούδινή της χτιστική.

Επιμένει μέχρι το γλυκό να επιτεθεί, Εξαντλώντας τον ιπποτισμό του, Ενώ αυτή, νικήτρια, πετά μακριά, Για να κατακτήσει το επόμενό του.

Στα πόδια της φοράει γάζα, Το κράνος της είναι από χρυσό, Το στήθος της, από γνήσιο όνυχα. Είναι από χρυσάφι κεντητό.

Η δουλειά της είναι ένα τραγούδι, Η αργία της είναι ένας ήχος, που Και τι δε θα ‘δινα για μια εμπειρία Της μέλισσας και του μεσημεριού!

LXVI

Υπάρχει ένα λουλούδι που προτιμά η μελισσούλα, Και που επιθυμεί κι η χρυσαλίς, Μα που φιλοδοξεί να το κερδίσει Κι ο πορφυρένιος δημοκράτης κολιμπρίς. Και όποιο-όποιο έντομο περάσει, Παίρνει και λίγο από το μέλι μακριά, Ανάλογα με τη σπανιοότητά του. Και τη δική του τη ικανή μαγκιά.

Το πρόσωπό του, πιο καμπύλο απ’ το φεγγέρι, Και πιο κοκκινωπό απ’ το σακάκι Της ορχιδέας μες στο βοσκοτόπι, Η του ροδόδεντρου το λουλουδάκι.

Αυτό τολμά, δεν περιμένει τον Ιούνιο, Και πριν το τοπίο γίνει πράσινο, Η δυνατή αν και μικρή μορφή του Πάντα αντίθετα πάει στον άνεμο.

Πολεμάει γενναία με τη χλόη, Που είναι τόσο στενός του συγγενής, Για λίγο χώμα, κι αλλο τόσο ήλιο, Γλυκύτατη διαδικασία ζωής.

Και όταν οι λόφοι είναι γεμάτοι, Και τις παλιές τις μόδες πάρει η δίνη, Δεν αποσύρει ούτε ένα άρωμα, Από κανένα φθόνο ή οδύνη. Το κοινό του είναι το μεσημέρι, Η προσοχή του είναι πάντοτε στον ήλιο, Η πρόοδός του, προδιαγεγραμμένη, Στης μέλισσάς του τον αδιάλειπτο ήχο-φίλο.

Ο πιο γενναίος είναι οικοδεσπότης, Που παραδίδει και στη νέα γενιά, Και που όυτε ήττα αναγνωρίζει, Όταν διαγράφεται απ’ το χιονιά.

LXVII

Προαίσθημα είναι αυτή η μακρά σκιά στη φύση, Που δείχνει πως ο ήλιος πάει να δύσει, Που ειδοποιεί το έκπληκτο γρασίδι ότι τώρα Για πέρασμα του σκοταδιού έρχεται η ώρα.

LXVIII

Σαν τα παιδιά που λένε «καληνύχτα», Και ύστερα, απρόθυμα, πάνε να γείρουν, Τα λουλούδια μου φορούν τα νυχτικά τους, Κι ένα φιλάκι με τα χείλη τους μου δίνουν.

Σαν τα παιδάκια που, χαρούμενα, χοροπηδάνε, Γιατί ήρθε πια η ώρα να ξυπνήσουν, Τα λουλούδια μου από εκατοντάδες κρεβατάκια, Θα τσιτσιρίσουν και θ’ αναπηδήσουν.

LXIX

Νωρίς , κάθε πρωί, μπορείς να δεις Αγγέλους ανάμεσα στις δρόσους, Σκύβουν, τολμούν, στενάζουν και πετούν. Μήπως το μπουμπουκάκι είναι δικό τους;

Και τους αγγέλους, όταν ο ήλιος είναι ψηλά, Μπορείς να δεις ανάμεσα στην άμμο. Σκύβουν, τολμούν, στενάζουν και πετούν, Μαραίνοντας τα άνθη που θα πάρουν πάνω. LX

Ήταν τόσο αιδήμων που υποψιάστηκα, Τόσο χαρυτόβρητη, τόσο εντροπαλή, Τόσο κρυμμένη μές στα φύλλα της, Μήπως και κάποιος πάει να τη βρει.

Τόσο σιωπηλή, ώσπου την πέρασα, Τόσο αβο’ηθητη, όταν στράφηκα μια μέρα, Και την πηρα, κοκκινωπή, να αγωνίζεται Για το απλό της στέκι, λίγο πέρα.

Για ποιον τάχα λήστεψα την καμπανίτσα; Για ποιον πρόδωσα την κοιλαδούλα; Πολλοί, αναμφίβολα, θα με ρωτήσουν, Αλλά δεν πρόκειται να πω λεξούλα!

LXI

Δεν υπάρχει διαφορά απέξω. Οι εποχές το ίδιο πάντα σφύζουν. Τα πρωινά ανθίζουν προς το μεσημέρι, Και τα φλογερά τους τσόφλια ξεχωρίζουν.

Τ’ αγριολούλουδα φλογίζουνε το δάσος, Τα ποτάμια κομπάζουν όλη μέρα, Κανένα μαυροπούλι δε μετριάζει την κουβέντα, Για χάρη του Γολγοθά που πάει πέρα.

Auto-da-fe, πυρά και κρίση, Για τη μέλισσα δεν είναι κάτι. Ο χωρισμός από το δικό της ρόδο Φαίνεται σ’ αυτήν σκέτη απάτη.

LXII

Το βουνό κάθεται στην πεδιάδα, Πάνω στον αιώνιό του θρόνο, Η παρατήρηση του, για τα πάντα, Και η ανάκρισή του, για ολόκληρο τον κόσμο.

Οι εποχές προσεύχονται στα γόνατά του, Σαν παιδάκια γύρω απ΄τον πατέρα. Αυτός είν’ ο παππούς της κάθε μέρας, Αυτός και όλων των απόγονων, ως πέρα. LXIII

Θα σας πω πώς ανάτειλε ο ήλιος, Σαν στην ώρα του, σα μια κορδέλα. Τα καμπαναριά λουστήκαν σε αμέθυστο, Και οι σκίουροι τρέξανε με τρέλα.

Οι λόφοι έλυσαν τα καπέλα τους, Το μπομπόλικ άρχισε, ο φίλος , Και τότε, είπα σιγανά στον εαυτό μου «Αυτός πρέπει να ‘τανε ο ήλιος!»

Όμως, το πώς έδυσε, δεν ξέρω. Εκεί φάνηκε μια σκάλα τώρα, Που λίγα κίτρινα αγόρια και κορίτσια Σκαρφαλώνανε όλη την ώρα.

Μέχρι που έφτασαν στην πλευρά την άλλη, Όπου μια απόλυτη κυριαρχία γκρίζου αέρα Σήκωσε απαλά τις μπάρες της βραδιάς, Και οδήγησε το ποίμνιο πιο πέρα.

LXIV

Της χρυσαλίδας της ανάληψης η ρόμπα, Που κρέμεται σε χρυσωπά διαμερίσματα, Αυτό το απόγευμα δε δείχνει Πώς καταδικάστηκε να κατεβεί, Και να γίνει φίλος του βατράχου, Στης Νέας Αγγλίας μια πολίχνη!

LXV

Για όλους τους ήχους που αποστέλλονται έξω, Δεν υπάρχει χρέωση ούτε μία, Σαν αυτό το αρχαίο αγοραίο μέτρο, Σαν αυτή τη χωρίς λόγια μελωδία.

Δουλεύοντας σαν ένα χέρι, την κάνει ο αέρας, Που τα δάχτυλα του χτενίζουνε τον ουρανό, Μετά, σιγοτρέμει, με τούφες από ήχο, Με άδεια από εμένα κι από το Θεό.

Όταν οι άνεμοι τριγυρίζουν χέρι-χέρι. Και χτυπούν πάνω στην πόρτα πάντα, Και τα πουλάκια μπαίνουν επικεφαλής, Συμμετέχοντας κι αυτά στην ωραία μπάντα,

Λαχταρώ για χάρη της την αγορά του θέρους, Και αν μια τέτοια απόβλητη υπάρχει, Ποτέ της δεν ακούει το άυλο τραγούδι, Που ανατέλλει επίσημα στη ράχη,

Σαν ένα καραβάνι από ήχους σε ερήμους Του ουρανού, που έχει σπάσει τη σειρά, Και μετά, ξεπλεγμένο, έχει περάσει, Σε κανονική και στέρεη ουρά.

LXVI

Φαινομενικά, χωρίς καμία έκπληξη, κάποιο Ευτυχές λουλούδι, μέσα στη νυχτερινή ησυχία, Αποκεφαλίζει, καθώς παίζει ανέμελα, Ο παγετός από ξεκλαθαρη ατυχία.

Ο ξανθός εγκληματίας περνάει από πάνω, Ενώ ο ήλιος, απτόητος, συνεχίζει Να μετράει άλλη μια ημέρα, Για ένα Θεό που διόλου δε δακρύζει.

LXVII

Το καλοκαίρι ήρθε πιο αργά, Απ’ όσο περίμενε το τριζονάκι. Αναγνωρίσαμε ότι αυτό το ευγενικό ρολόι Δε σημαίνει παρά την ώρα για σπιτάκι.

Κι ο χειμώνας ήρθε αυτός πιο σύντομα, Απ’ όσο ο γρύλος ήρθε τώρα. Αν κι αυτό το ενεργητικό μας εκρεμές Διατηρεί πολύ εσωτερικά την ώρα.

LXVIII

Αυτές τις μέρες, τα πουλάκια επιστρέφουν, Όμως, ελάχιστα - μονάχα ένα ή δύο - Για ένα μονάχα βλέμμα προς το παρελθόν. Αυτές τις μέρες, τα ουράνια αποβάλλουν Τις αρχαϊκές σοφιστίες του Ιουνίου: Ένα γαλάζιο κι ένα μπλε που σφάλουν, στο παρόν. Ω, τι απάτη που δεν ξεγελάει το μελίσσι, Η σχεδόν, την τάχα ευλογοφάνειά της! Επηρεάζει, όμως, τη δική μου κρίση, Μέχρι που οι σειρές των σπόρων φέρνουν φίλο, Και απαλά, μέσω του αλοιωμένου αέρα, Σπρώχνουν μπροστά ένα συνεσταλμένο φύλλο.

Ω, θείο μυστήριο, του θέρους φύση! Ω, τελευταία ευχαριστία στην ομίχλη! Επίτρεψε σ’ ένα παιδί να υπακούσει! Στα ιερά εμβλήματα σου να μετάσχει, Το αγιασμένο σου ψωμί να μοιραστεί, Και το αθάνατο κρασί σου να γευθεί!

LXIX

Τα πρωινά είναι πιο ήρεμα από άλλοτε, Το χρώμα είναι καφετί των φουντουκιών, Τα μάγουλα του μούρου, κάπως κάθετα, Και τα ρόδα είναι εδώ, προ των πυλών.

Ο σφένδαμος φορά ένα πιο εύθυμο φουλάρι, Και ο αγρός φοράει ένα κόκκινο μαντήλι. Εσχάτως, θα ‘πρεπε να γίνω παλιομοδίτικη, Και να φορέσω κάπόιο αρχαίο μπιχλιμπίδι.

LXXX

Ο ουρανός ήρθε πιο κάτω, η συννεφιά είναι λίγη, Μια νιφάδα χιονιού πλανάται εκεί λιγάκι, Κατά μήκος του σταύλου ή σε ένα αυλάκι, Συζητά αν θα πρέπει να μείνει ή να φύγει.

Ένας στενάχωρος αέρας ολημερίς γκρινιάζει. Πώς μπορεί να πάψει να είναι πια χωριάτης. Η φύση, όπως εμείς, τα παίρνει κάποτε, Αν δε φοράει το χρυσό το διάδημά της.

LXXXI

Νομίζω οτι το κώνειο αγαπά να στέκει Πάνω σε ένα πριθώριο χιονιού. Φοράει τη δική του αυστηρότητα, Για ευχαρίστηση ενός περιβολιού. Αυτοί οι άνδρες πρέπει να σβήνουν σε μια έρημο, Η μέσα σε μια υπερπλήρη ερημία. Ένα ένστικτο για τον πολιό είν’ η φαλάκρα, Που είναι και αναγκαιότητα στη Λαπωνία.

Του κώνειου η φύση ευδοκιμεί στην ψύχρα, Ενώ των βόρειων ανέμων η ευλογία Είναι πιο γλυκιά τροφή για ‘κείνο, Και το καλύτερο κρασί του, η Νορβηγία.

Οι μεταξένιες ράτσες είναι ένα μηδέν γι’ αυτό, Όμως, τα παιδιά στον ήρεμο Ντον τα πόδια βρέχουν, Και παίζουν κάτω από την κοίτη, το ναό του, Ενώ του Δνείπερου οι παλαιστές, ολοένα, τρέχουν.

LXXXII

Υπάρχει μια ορισμένη κλίση του φωτός Στις χειμωνιάτικες στιγμ΄ές του δειλινού, Που καταπιέζει, όπως τα μεγάλα βάρη Τα μέλη του καθεδρικού ναού.

Βαριά κάνουν πάντα την καρδιά μας, Και δε μπορούμε να βρούμε το σημάδι της πληγής, Μα είναι τόσο εσωτερική η διαφορά μας, Που την αληθινή ουσία να μπορείς να βρεις.

Κανείς δε μπορεί να της διδάξει κάτι. Είναι η τέλεια απελπισία, σφραγισμένη. Μια μεγάλη αυτοκρατορική οδύνη, Που σε μας απ’ τον αέρα είναι σταλμένη.

Όταν έρχεται, το τοπίο όλο ακούει, Και ο ίσκιος κρατάει την αναπνιά του. Όταν φεύγει, είναι κάτι σαν απόσταση, Που κρατάμε απ’ τη θέα του θανάτου.

LXXXIII

Το ωχρό της άνοιξης τοπίο Σα λαμπρό μπουκέτο θα ανθίσει. Αν και βυθισμένο στη χειμέρια νάρκη του, Το χωριό μας τότε θα ξυπνήσει. Η πασχαλιά, πολλές φορές το χρόνο, Θα γείρει απ’ το πορφυρό της βάρος. Οι μέλισσες ποτέ τους δε θα χάσουν Το προγονικό του τραγουδιού τους θάρρος.

Η τριανταφυλλιά θα γίνει κόκκινη, στο βάλτο, Και στους λόφους πάνω, το αστράκι Θα φορέσει το πάντοτε μοδάτο ρούχο, Κι η γεντιανή, το υποχρεωτικό κροσάκι.

Μέχρι που το καλοκαίρι το θαύμα θα φυλάξει, Κι όπως η γυναίκα, τα ρούχα θα διπλώσει, Ή όπως οι παπάδες, τα άφιά τους, Όταν η θεία λειτουργία έχει τελειώσει.

LXXXIΙ

Αποκοιμήθηκε κάτω απ’ το δέντρο, Και μόνο εγώ ποτέ μου δεν την ξέχασα. Το άφωνό της λίκνο άγγιξα, Κι εκείνη ανεγνώρισε το πόδι, Που πάτησε την κόκκινη αισθήτα. Και, τώρα, κοίτα!

LXXXV

Την άνοιξη υπάρχει ένα φως, Που δεν υπήρχε άντα κι αιωνίως, Σε καμιά, μα καμιά άλλη εποχή, Παρά μόνο όταν ο Μάρτης έρχεται σπανίως.

Ένα χρώμα στέκεται απ’ έξω, Πάνω στη χειμερινή σπηλιά των λόφων. Αυτή η επιστήμη δρε μπορεί να φτάσει, Παρά μόνο στα αισθήμτα ανθρώπων.

Περιμένει πάνω στο λιβάδι, Πάνω στην πιο μακρινή του λάφου κλίση. Δείχνει το πιο μακρινό δεντράκι, Και σε μένα κοντεύει να μιλήσει.

Τότε, όπως ο ορίζοντας βαδίζει, Η τα μεσημέρια βγαίνουν στην αναφορά, Δίχως καν αυτό να μας μιλήσει, Εμείς στέκουμε κι αυτό περνά. Τότε, μία αίσθηση απώλειας Διαπερνά τη λυπημένη μας ψυχή, Σα μια τέχνη να έχει παρεισφρεύσει Μέσα σε μια ακολουθία μυστική.

LXXXVI

Μία κόκκινη κυρία, πάνω στο λόφο, Κρύβει τέλεια το μυστικό της, κρίνω, Ενώ μια πάλλευκη κυρία στον αγρό Κοιμάται μέσα σ’ ένα ήρεμο άγριο κρίνο! Οι μικρούλες αύρες με τα σάρωθρά τους Σκουπίζουν την κοιλάδα, το βουνό, τα δέντρα! Παρακαλώ, χαριτωμένες μου νοικοκυρές, Ποια μπορεί να περιμένει και εμένα;

Οι γείτονες ούτε που έχουν υποψία! Και τότε, εμείς χαμογελάμε μεταξύ μας, Τα δάση, το περβόλι, το πουλί Και το βατράχι που φωλιάζει στην αυλή μας!

Κι ακόμη, πόσο ακίνητο είναι το τοπίο! Πόσο αδιάφορο το δάσος μένει! Λες και αυτή η σπουδαία ανάσταση Είναι μια υπόθεση συνηθισμένη!

LXXXVII

Αγαπητέ μου Μάρτιε, ελάτε μέσα, σας παρακαλώ. Πόσο χαίρομαι που θα σας ξαναδώ! Σας περίμενα τόσο καιρό πολύ! Κρεμάστε το καπέλο σας σε ‘κείνο το καρφί. Πρέπει να βαδίσατε μίλια πολλά, Λαχανιάσατε, νομίζω, αρκετά. Αγαπητέ μου Μάρτιε, είστε καλά; Και οι υπόλοιποι μήνες πώς πάνε; Ελπίζω, η κυρία Φύση καλαά κι εκείνη να ‘ναι. Ω Μάρτιε μιυ, ελάτε πάνω, σας παρακαλώ, Γιατί έχω τόσα, μα τόσα να σας πω!

Πήρα το δικό σας και του παλαιού το γράμμα. Τα σφονδήλια δε γνωρίζουνε, και είναι δράμα, Πως ερχόσασταν – το δηλώνω και μπροστά τους – Πόσο κοκκινίζουνε τα μάγουλά τους! Αλλά, Μάρτιε, συγχωρήστε μου τους τρόπους, Καθώς και όλους αυτούς τους άσπρους λάφους, Που μου αφήσατε να βάψω εγώ! Δεν υπήρχε το κατάλληλο, το χρώμα πορφυρό. Το πήρατε όλο, φεύγοντας, μαζί σας Όπως κάνετε πάντα, κάπως βιαστικός!

Ποιος χτυπά την πόρτα; Αχ αυτός ο Απρίλιος! Κλειδώστε τον απ’ έξω! Είναι αλιτήριος! Δε θα με πείσει. Κι αυτός ποτέ δε μένει! Λείπει ένα χρόνο και μόνο τώρα με καλεί Που είμαι τόσο απασχολημένη! Όμως, τα μηδαμινά μοιάζουν απέραντα, Μέχρι που έρχεστε εσείς, κύριε Μάρτιε. Αυτή η μικρή είναι σαν έπαινος μομφή, Και ο έπαινος αυτός είναι μίας μομφής μορφή.

LXXXVIII

Ο Μάρτης μας αρέσει, Φοράει παπούτσι πορφυρό. Είναι και νέος, είναι και ψηλός. Αυτός φτιάχνει τη λάσπη για σκύλους και πλανόδιους, Αυτός στεγνώνει και το δάσος. Γνωρίζει η τσιμπίδα οχιάς τον ερχομό του, Και ετοιμάζει το στίγμα της να δώσει. Ο Μάρτης φέρνει τον ήλιο που κοντεύει Το λίγο το μυαλό μας να πυρώσει. Η είδηση αυτή είναι πάνω απ’ τις άλλες. Το θάρρος ήταν να πεθάνει, ενώ Τα γαλάζια πουλιά κάνουνε πειρατία, Στο Βρετανικό του ουρανό.

LXXXIX

Μη ξέροντας πότε θα έλθει η αυγή, Ανοίγω πόρτες και παραθύρια. Είτε είχα φτερά φτερά σαν παραδείσιο πουλί, Είτε σα θάλασσα με κύματα μυστήρια.

XC

Μία σιγανή μουρμούρα στα δεντράκια, Οχι αρκετά ηχηρή, άνεμο να τον πεις. Ένα αστέρι αρκετά μακριά για να το ψάξεις, Μα όχι αρκετά κοντά για να το βρεις.

Ένα μακρύ κίτρινο στο λιβάδι, Ένα χάος ήχων σαν ποδοβολητό, Όχι τόσο ηχηρό σαν το δικό μας, Αλλά και πιο κομψό και πιο γλυκό.

Μια βιαστκή οικογένεια από πλασματάκια, Μη αντιληπτή στο σπιτικό. Όλο αυτό και πιο πολύ θα έλεγα, Που δε θα γίνει ποτέ του πιστευτό.

Από πολλούς πετρίτες στο καρότσι, Τόσους που δε μπορούν να μετρηθούν, Και που το νυχτικό δεν κρύβει τα φτερά τους, Αν και τους άκουσα να προσπαθούν.

Μα έχω υποσχεθεί να μην τ’ αποκαλύψω. Πώς μπορώ, τώρα, το λόγο ν’ αθετήσω; Καλή στρατιά, λοιπόν. Βγάλτε φτερά στον ώμο, Και δεν υπάρχει φόβος να χάσετε το δρόμο.

XCI

Το πρωί είναι για δροσιά, έξω από το σπίτι, Το μεσημέρι, η ώρα για το αραβοσίτι, Το φως κάνει τα άνθη κάθε απόγευμα, Δουκάτα του ηλίου ως το λιόγερμα!

XCII

Τα φύλλα απένειμαν στο ταχύ αυτί μου. Οι θάμνοι ήτανε σαν καμπανάκια. Δε μπόρεσα να βρω μια μυστικότητα Για της Φύσης τα πιστά στρατιωτάκια.

Σε σπηλιά αν τολμήσουν να κρυφτούν, Και οι τοίχοι θα έστηναν αυτί. Η δημιουργία έκανε ένα δυνατό κρότο, Που θα μ’ έκανε στους πάντες ορατή.

XCIII

Ένα σέπαλο, ένα πέταλο κι ένα αγκάθι, Πάνω σ’ ένα καλοκαιριάτικο πρωινό, Μια αστραπή δροσιάς, μια μέλισσα ή δύο, Μια αύρα, μια κάπαρη στα δέντρα, Και γίνομαι κι εγώ τριαντάφυλλο!

XCIV

Ψηλά από τη γη, άκουσα ένα πουλάκι. Πάνω στα δέντρα περπατούσε, Καθώς μηδενικά τα θεωρούσε, Και βαλμένο απαλά σε μια στήλη αέρα, Που βρίσκονταν σε ανατάραξη, Τη Φύση άφηνε πίσω και πιο πέρα. Ένας περιχαρής μικρός μου φιλαράκος, Που από τη φλυαρία του συμπέρανα, Και που, με ευλογία και αστεϊσμό μετέχοντας, Χωρίς δική μου υποχρέωση - το τέρας! - Έμαθα μέσα στη φυλλωσιά τουδάσους, Πως ήτανε πιστός πατέρας Ενός εξαρτημένου νεοσσού, Και πώς αυτή η ανάποδη μεταφορά, Αυτή η δική του αδιάκοπη συνήθεια, Ηταν αντίθετη απ’ τα δικά μας διαλείμματα. Πόσο αντίθετοι είμαστε, αλήθεια!

XCV

Η αράχνη είναι μία καλλιτέχνις. Δεν ήτανε ποτέ εργαζομένη, Αν και η υπέροχη αξία αυτής της τέχνης Είναι ελεύθερη και πιστοποιημένη.

Με κάθε σάρωμα κάθε Μαρίας, Σε όλα τα Χτισιανικά τα μέρη, Κόρη εσύ μιας μεγαλοφυίας, Εγώ σε παίρνω πάντα από το χέρι.

XCVI

Τι μυστήριο διαπερνά ένα πηγάδι! Πόσο μακριά ζει το νεράκι! Σα γείτονας από έν’ άλλο κόσμο, Που κατακτά σε κανατάκι.

Η χλόη δε μοιάζει να το φοβάται. Στέκει κοντά, το κοιτάζει κι όμως, Τη θαυμάζω που γι’ αυτήν δεν είναι Αυτό που για μένα είναι φόβος.

Με κάποιο τρόπο, συγγενής μάλλον θα είναι Και το σπάρτο, κάτω ‘κεί, στην παραλία, Όπου άστεγο στέκει, όμως φόβου Δε μου δίνει καμία μαρτυρία.

Μα και η φύση παράξενη που είναι! Όποιος την εγκαλεί τόσο συχνά, Δεν έχει περάσει απ’ το μαρτύριό της, Ούτε τα στοιχεία της τα βλέπει απλά.

Είναι κρίμα, αλλά εκείνοι που την ξέρουν, Με τη λύπη τους δε βοηθούν, Ενώ αυτοί που την ξέρουνε πιο λίγο, Πιο κοντά της, μάλλον, θα βρεθούν.

XCVII

Για να φτάξετε ένα λειμώνα, Χρειάζεστε ένα τριφύλλι και μια μέλισσα. Μία μέλισσα κι ένα τριφύλλι απλά Και, βεβαίως, κάμποσο ρεμβασμό. Μα και μόνος του ο ρεμβασμός αρκεί, Αν οι μέλισσες απανίζουν στην κατα ‘κει.

XCVIII

Μία εκτός μόδας ηδονή, Σαν ένα φωτεινό μεθύσι, Μια μελωδία διαχρονική Σαν ένα ηχηρό μελίσσι.

Είναι κάτι σαν το δάσος, Μυστική όπως η αύρα, Που είν’ άφωνη, αλλ’ αναδευέι Την πιο περήφανη συστάδα.

Είναι σαν το πρωινό, Άριστη όταν σμβαίνει, Αυτό το αιθέριο ρολόι, Μεσημέρι που σημαίνει. XCIX

Μια δροσοσταλίδα επαρκεί και μόνη, Ένα φυλλαράκι να ικανοποιεί, Και νιώθει «πόσο βαρύ είναι το πεπρωμένο, Και πόσο ασήμαντη είναι η ζωή!»

Ο ήλιος βγαίνει έξω να δουλέψει, Η μέρα βγαίνει έξω για να ζήσει, Αλλά η δροσοσταλίδα χάνεται και πάει, Απ’ την ίδια τη δική της φύση.

Είτε παρμένη από τη μέρα, Είτε απ’ τον ήλιο αδειανή, Μέσα στη θάλασσα περνώντας, Μένει άγνωστη μα και παντοτινή.

C

Το ράμφος του είναι σαν τρυπάνι, Το κεφαλάκι του, κρόσι-καπάκι. Εργάζεται σε κάθε δέντρο, Με απώτατο σκοπό το σκουληκάκι.

CI

Γλυκός που είναι ο βάλτος με τα μυστικά του, Μέχρι να συναντήσουμε ένα φίδι. Τότε, αναστενάζουμε για το σπιτάκι, Και η αναχώρηση είναι παιγνίδι,

Μ’ αυτόν το γοητευτικό μας καλπασμό, Που μόνο η παιδικότητα γνωρίζει. Το φίδι είναι η προδοσία του καλοκαιριού, Και η απάτη, εκεί όπου γυρίζει.

CIΙ

Δε γινόταν παρά να ιππεύω αόριστα, Όπως κάνει του λιβαδιού μας το μελίσσι, Και να πηγαίνω μονάχα εκεί που ήθελα, Και κανένας άνθρωπος να μη με βρίσκει.

Και να φλερτάρω ολημερίς με τα βατράχια μου, Και να παντρεύομαι όποιον αντέχω, Να κατοικώ για λίγο οπουδήποτε, Η, το καλύτερο, μακριά να τρέχω.

Χωρίς ν’ ακολουθώ καμιά ευγένεια, Χωρίς καν να ζητώ την άδειά σας, Μέχρι να πρέπει να πηδώ χερσόνησους, Για να φεύγω, τελικά, μακριά σας.

Είπα να ‘μαι μόνο με τις μέλισας το φως, Πάνω σε πλουσιοπάροχο αέρα, Να κωπηλατώ στο πουθενά όλη μέρα, Και ν’ αγκυροβολώ έξω απ’ το λιμάνι. Τι ελευθερία! Τι αιχμάλωτος μου κάνει Αυτός που είναι στης φυλακής το σκότος!

CIII

Το φεγγάρι δεν είναι παρά ένα σαγόνι από χρυσό, Μια-δυο νύχτες πριν και τώρα δα γεμάτο, Γυρνά το τέλειό του πρόσωπο Πάνω απο τη γη κι από το σύμπαν κάτω.

Το μέτωπό του, από τέλειο ξανθό, Τα μάγουλά του, γνήσιο βερύλιο απ’ τη φύση, Το μάτι του πάνω στην καλοκαιρινή δροσιά, Το πιο παρόμοιο που έχεις ποτέ γνωρίσει.

Τα χείλη του, από ακατέργαστο ήλεκτρο. Αλλά από τι πρέπει να ‘ναι το χαμόγελό του, Που στο φίλο του θα μπορούσε χαρίσει; Το ίδιο ασημένιο με το πρόσωπό του!

Και τι προνόμιο που του έτυχε να είναι Το πιο απομεμακρυσμένο αστέρι! Σιγανά, με τον τρόπο του μπορεί και να περάσει Δίπλα από το ανοιχτό σου παραθύρι.

Καπέλο του έχει το στερέωμα, Το σύμπαν έχει για υποδήματα, Τ’ αστέρια διακοσμούνε τη ζωή του, Και τα ωραία του από δίμητο ενδύματα.


CIV

Η νυχτερίδα είναι σταχτοκάστανη και με φτερούγες, Σαν ένα χέρσο αντικείμενο, στεγνό, Και κανένα τραγούδι δεν περνά απ’ τα χείλη της, Ή, τουλάχιστον, δε γίνεται αντιληπτό.

Η μικρή ομπρέλα της, χωρισμένη στα τέσσερα, Περιγράφει τον αέρινο όροφο, Ένα τόξο, που μοιάζει ανεξιχνίαστο, Σα φρονιματιζοντα φιλόσοφο!

Διορισμένη – από ποιον άραγε; Ποιος να ξέρει από ποιο γερο-μπακούρη; Εξουσιοδοτημένη – για ποιαν άραγε παρανομία; - Την κρατάμε φυλακτό μας και για γούρι.

Όσο για τον επιδέξιο Δημιουργό της, Επαινέστε τις καλές τις ιδιότητές του. Αγαθοεργές είναι, πιστέψτε με, Κι οι οι τυχόν εκκεντρικότητές του.

CV

Έχετε δει τα αερόστατα, δεν έχετε; Πόσο μεγαλόπρεπα που ανεβαίνουν! Είναι σαν κύκνοι που σας απρρίπτουνε, Έναντι δασμών διαμαντένιων.

Τα υγρά τους πόδια φεύγουν απαλά, Πάνω θάλασσες ξανθές κι αγριωπές, Αδειάζουν τον αέρα, σα να ήταν μέσα Για δημιουργίες σε άλλους από εμέ γνωστές.

Οι λεπτές ταινίες πίσω από το μάτι, Αγωνίζονται σκληρά για λίγη αναπνοή Και, ενώ το πλήθος χειροκροτεί από κάτω, Δεω έχουνε αφήσει την τελευταία τους πνοή.

Το χρυσό αυτό πλάσμα τσιτώνει και σπινάρει, Παράφρονα ταξίδια σ’ ένα νέο σύδεντρο, Τα δάκρυα ανοίγουν τις αυτοκρατορικές του φλέβες, Και νά το που κατρακυλά στο πέλαγο.

Το πλήθος φεύγει τώρα μ’ ένα νέο όρκο, Στους δρόμους κατακάθεται η σκόνη, Και στα λογιστήρια οι υπαάλληλοι θα πουν: «Βρε παιδιά, δν ήταν παρά ένα απλό μπαλόνι.»

CVI

Το άσμα του φίλου μου του γρύλλου Σημαίνει τη δύση αυτή του ήλιου, Κι οι εργάτες, εκεί, πέρα ως πέρα, Τελειώνουν και τούτη την ημέρα.

Η χλόη απ’ την πολλή δροσιά βαραίνει, Το λυκόφως, όπως ακριβώς οι ξένοι, Δε μπορεί ποτέ ν’ αποφασίσει: Εδώ να μείνει ή να μας αφήσει;

Ένα αχανές, σα γείτονας, έρχεται πάλι, Χωρίς όνομα, μα και χωρίς κεφάλι. Στο ημισφαίριο υπάρχει ειρήνη, Και η νύχτα έρχεται να μείνει.

CVII

Τίνος είναι αυτό το κίτρινο σπίτι; Είναι άραγε εκκλησία ή μήπως μνήμα; Μήπως είναι ναός για ένα σκουλήκι; Το έσκαψε ένα μικρούλι διαβολίκι, Ή είναι προπύλαιο για ένα πνεύμα;

(Εστάλη με ένα κουκούλι στη μικρή ανεψιά)

CVIII

Ένα μικρό καράβι από κεχριμπάρι Γλιστρά σε μία θάλασσα από αιθέρα, Κι αναβαθμίζει αυτό το πορφυρό κατράμι, Σε ειρήνη, αυτή της έκστασης τη θυγατέρα.

CIX

Από μπρούτζο κι από φλόγα Ο βοριάς φτιαγμένος είναι απόψε! Τόσο επαρκή τα σχήματά του, Τόσο προσχεδιασμένος απ’ τον εαυτό του, Τόσο μακριά από συναγερμούς, Ένας τόσο ανέμελος κυρίαρχος, Σ’ ολόκληρο το σύμπαν και σε μένα, Ζωγραφίζει το απλοϊκό μου πνεύμα, Με χρώματα μεγαλειώδη, Μέχρι να πάρω αχανείς διαστάσεις, Πάνω στον κορμό μου για να κορδωθώ, Περιφρονώντας ανθρώπους κι οξυγόνο Για την αλαζονεία τους. και μόνο.

Το μεγαλείο μου είναι θηριοτροφείο, Αλλά το ασυναγώνιστο τους θέατρο Θα διασκεδάζει τους αιώνες, Όταν θα είμαι πια σε φέρετρο, Ένα νησί σε επαίσχυντο γρασίδι, Που μόνο η μαργαρίτα θα γνωρίζει.

CX

Πώς τα γέρικα βουνά στάζουνε με τη δύση, Και το φρένο αυτού του φίλου! Πώς τα ασφοδέλια γέρνουν στον ιστό τους, Απ’ τη μαγεία αυτού του ήλιου!

Πώς τα κωδωνοστάσια δίνουνε άλικο, Μέχρι που η εσπερίδα να γεμίσει κόσμο! Εγώ έχω μήπως τα χείλη του φλαμίνγκο, Για να βρω το θάρρος να το λέω, φως μου;

Μετά, πώς η φωτιά καταρρέει σαν το κύμα, Που αγγίζει ένα-ένα της χλόης τα φυλλαράκια, Με τη ζαφειρένια εμφάνιση τέλειας αναχώρησης, Σα να περνά μια δούκισσα με γυάλινα γοβάκια!

Πώς το σκούρο σούρουπο έρποντας στην πόλη, Κηλιδώνει όλα τα σπίτια αυτού του τόπου, Και οι παλιοί πυρσοί που δεν τους φέρουν άνδρες, Αστραποβολούν αμέσως κι επιτόπου!

Τώρα, είναι νύχτα στη φωλιά και στα κουμάσια, Και δε βλέπω πού να είναι η δεντροστοιχία. Μόνο ένας θόλος της αβύσσου νεύει, Μέσα σε μια σχεδόν απόλυτη ερημία.

Αυτά είναι τα οράματα, αμήχανε Γκουίνο, Που ο Τισιανός ποτέ δεν είχε δώσει. Κι ο Ντομετσίνο έσταζε το πινέλο, Χωρίς εξουσιοδότηση να ξεδιπλώσει.

CXI

Το βουητό των μελισσών διεκόπη. Εντούτοις, ένα καινούριο βουητό, Λίγων μεταγενέστερων προφητικών, Έχει, παράλληλα, έλθει κι αυτό.

Τα χαμηλότερα μέτρα του έτους, Όταν γελάει ολόκληρη η φύση, Είναι ο μήνας Ιούνιος της Γένεσης, Και του ιερού βιβλίου η «Αποκάλυψη».

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΑΓΑΠΗ

Όλα όσα έχω μαζέψε, σήμερα, μαζί μου, Είναι αυτό και η καρδιά μου η άδεια, Αυτό και η καρδιά μου και όλοι οι αγροί Και μαζί, τα πλατιά λιβάδια.

Μην το ξεχάσω: σίγουρα, μετράτε και εσείς, Κάτι που ο ήλιος θα μπορούσε να το πει, Αυτό και η καρδιά μου και όλο το μελίσσι, Που στο λιβάδι πιο πέρα κατοικεί.

I

Είναι η δική μου με το δίκιο της της λευκής μου εκλογής! Δικής μου που ο βασιλικός έχει σφραγίσει! Είναι δική μου με το στεναγμό της φυλακής, Που ούτε η αμπάρα δε μπορεί να κλείσει!

Δική μου εδώ σε όραμα, μα και σε veto! Δική μου και στον τάφο, μέχρι, πιθανόν, ν’ ανακαλέσω, Με τίτλο, βεβαίωση, ναύλο παραληρήματος! Δική μου κι αν οι αιώνες μπορούν να μου την κλέψουν!

II

Μου άφησες, γλυκέ μου, δυο κληροδοτήματα. Ένα είναι το κληροδότημα της αγάπης, Που ένας Ουράνιος Πατέρας θα κάνει ποιήματα, Αν Αυτός έχει την προσφορά της.

Μετά, μου άφησες τα σύνορα του πόνου, Ευρύχωρα όσο και το μέγιστο λιμένα Μεταξύ αιωνιότητας και χρόνου, Δηλαδή την ευσυνειδησία σου κι εμένα.

III

Μεταβολή; Όταν οι λόφοι μας την κάνουν... Δισταγμός; Όταν η μεγαλειότητά του, Ο ήλιος ρωτήσει αν το κλέος του Είναι εκεί, στηντελειότητά του...

Αδηφαγία; Όταν ο ασφόδελος Την κάνει, απ’ το βάρος της δροσιάς, Σα να ‘τανε δική του, εγώ τότε, Θ’ ανήκω, φίλε μου, σε σας!

IV

Τα Ηλύσια Πεδία είναι τόσο μακριά, Όσο το πιο κοντινό δωμάτιο στο σπίτι, Αν σ’ αυτό σε περιμένει ένας φίλος, Για χαρά ή και για καταδίκη.

Όση γενναιότητα έχει η ψυχή μας, Μπορεί να διαρκέσει άλλο τόσο Ο ήχος της πόρτας που ανοίγει, Κι ο τόνος αυτού που μπαίνει εντός!

V

Αμφίβαλε για μένα, αμυδρέ μου σύντροφε, Μια κι ο Θεός μπορεί να νιώσει το περιεχόμενο αυτό, Μ’ ένα μονάχα κλάσμα αγάπης, Που δέχεται μέσα σου χωρίς περιορισμό.

Σε μένα, τα πάντα είναι για πάντα. Τι περισσότερο μια γυναίκα θα μπορούσε; Πες γρήγορα ότι μπορώ να σε κληρονομήσω, Με την τελευταία ευχαρίστηση που μου ‘σαι.

Δε μπορεί να είναι το δικό μου πνεύμα, Γι’ αυτό που ήταν πριν δική σου τούτη. Εκχώρησα όλη που ήξερα τη σκόνη. Ποια μεγαλύτερα υπάρχουν πλούτη;.

Είχα μια ταπεινή παρθένα, Που η απώτερή της μοίρα ήτανε ό,τι μπορούσε: Κάποιος ουρανός πολύ μακριά, Που κατοικούσε ταπεινά με σένα!

VI

Αν ερχόσουν το φθινόπωρο, Θα έδιωχνα το καλοκαίρι, Μισογελώντας, με μυγοσκοτώστρα, Όπως μια μύγα μέρα-μεσημέρι.

Αν σ’ έβλεπα έστω σ’ ένα χρόνο, Θ’ ανέμιζα τους μήνες στο χορό, Και θα τους έβαζα σε χωριστά συρτάρια, Μέχρι τον τέλεια κατάλληλο καιρό.

Αν οι αιώνες μοναχά καθυστερούσαν, Θα τους μετρούσα στο ένα μου το χέρι, Αφαιρώντας μέχρι τα δάχτυλά να πέσουν, Μέσα στου Βαν Ντίεμεν τα μέρη.

Αν σίγουρα, τελείωνε η ζωή, Που δική σου και δική μου ίσως ήταν, Θα την τίναζα πιο πέρα, σα μια φλούδα, Και θα γευόμουν την αιωνιότητα.

Αλλά τώρα, μη γνωρίζοντας όσα διαρκούν, Η φτερούγα του αβέβαιου καιρού, Με κεντά σαν θυμωμένη μέλισσα, Που δε δηλώνει την ύπαρξη κεντριού.

VII

Κρύβω τον εαυτό μου μέσα στο λουλούδι μου, Που φοράς δεξιά πάνω στο στήθος, Κι εσύ, ανυποψίαστος, φοράς και μένα Και των αγγέλων το άμεμπτο ήθος.

Κρύβω τον εαυτό μου στο λουλούδι μου, Που ξεθωριάζει στο δικό σου βάζο, Κι εσύ, ανυποψίαστος, για μένα νιώθεις Σχεδόν τη μοναξιά που βάζω. .

VIII

Αυτό που πάντα αγαπούσα, Σου το αποδεικνύω πειστικά. Όμως μέχρι που το αγαπούσα, Δεν το αγαπούσα πειστικά.

Αλλά αυτό που θ’ αγαπάω πάντα, Σου το χαρίζω τώρα με καρδιά. Αυτή η αγάπη είναι η ίδια η η ζωή, Και η ζωή αυτή έχει αιωνιότητα.

Αυτή είναι αναμφίβολα γλυκιά; Τότε, δεν έχω τίποτα άλλο πια, Τίποτα άλλο να σου δείξω, Παρά μονάχα αυτό το Γολγοθά.

IX

Έχεις ένα ποταμάκι στην καρδιά σου, Όπου φυτρώνουν λουλουδάκια ντροπαλά Και πουλιά, φτεροκοπώντας, να πιούνε πάνε, Και σκιές τρεμοπαίζουν στα νερά;

Και κανείς δε γνωρίζει πως υπάρχει Ποταμάκι εδώ που έτσι κυλάει, Και σαν ένα μικρό ζατρίκιο η ζωή σου Καθημερινά εδώ μεθάει;

Τότε, ψάξε για το ποταμάκι μήνα Μάρτη, Όταν τα ποτάμια ξεχειλίζουν, Και τα χιόνια, σα χιονοστιβάδα, λόφους, Και γεφύρια, όχι σπάνια, γρεμίζουν.

Και αργότερα, τον Αύγουστο, όταν Τα λιβάδια μένουν ξεραμένα, πρέπει τώρα, Να προσέξεις μη και το ποτάμι της ζωής σου Σου στεγνώσει κάποια πυρωμένη ώρα.

X

Σαν κάποιο Αρκτικό λουλούδι, Πάνω στον πολικό μας κύκλο, Πήγε, θαυμάζοντας, κάτω στα πλάτη, Μέχρι που ήρθε, σαν το γρίφο, Στις καλοκαιρινές ηπείρους, Και στο στερέωμα του ήλιου.

Σ’ ένα λαμπερό πλήθος ανθέων Και πουλιών με άγνωστη γλώσσα! Λέω, αν αυτό του μικρό λουλουδάκι Ήταν στην Εδέμ πεπλανημένο, Τότε, τι και γιατί και μόνο Το συμπέρασμά σας είναι δεδομένο!

XI

Οποταμός μου σε σένα τρέχει επίσης. Γαλάζια θάλασσα, θα με καλωσορίσεις;

Ο ποταμός μου αναμένει ανταπόκριση. Ω, θάλασσα, δείξε λίγη κατανόηση!

Να σου φέρω κι άλλα ποταμάκια, Που θα ‘χουνε στικτά κοιλωματάκια;

Ω, θάλασσα, θάλασσα στη ζωή σου, Πάρε με, σε παρακαλώ, κι εμέ μαζί σου!

XII

Δε μπορώ να ζήσω άλλο μαζί σου, Γιατί αυτό θα ήταν ψίχουλο, Ενώ η ζωή είναι εκεί πέρα, Ακριβώς πίσω απ’ τον ύφαλο.

Ο νεωκόρος κρατάει το κλειδί, Για να τοποθετήσει τη ζωή, Σα μέσα σε ένα φλυτζανάκι Από ατόφια πορσελάνη,

Πεταμένο από τη νοικοκυρά, Αλλόκοτο ή και σπασμένο. Τώρα, ένα νέο Σεβρ πήρε τη θέση Του παλιού που είναι ραϊσμένο.

Δε μπορώ και να πεθάνω μαζί σου, Γιατί πρέπει ν’ αναμένει ο καθείς Τα μάτια του αλλουνού να κλείσει, Κι εσύ αυτό δεν το μπορείς.

Μα κι εγώ θα μπορούσα άραγε Να σε βλέπω να παγώνεις εδώ κάτω, Χωρίς δικό μου δικαίωμα στον πάγο, Στο προνόμιο αυτό του θανάτου;

Ούτε μπορώ και μαζί σου ν’ ανατείλω, Γιατί τότε η δική σου ευμορφία Θα κάλυπτε τη μορφή του Ιησού, Αυτή τη νέα μου μεγάλη ευλογία,

Που ήταν φλογερή, καθαρή και ξένη Στα νυσταγμένα μάτια μου, Εκτός εσού που εκείνη σ’ επεσκίαζε, Γιατί ήταν πιο κοντά μου.

Αυτά θα μας έκριναν και να το πώς: Εσύ θα πήγαινες στον Ουρανό, Ή, έστω, θα μπορούσες να τον ψάξεις, Ενώ δε θα μπορούσα να το κάνω εγώ.

Γιατί θα μου εμπόδισες τη θέα, Και δε θα είχα πλέον μάτια Για τον Παράδεισο που είναι Μια πολύ φιλάργυρη εξοχότητα.

Και, τέλος, θα χανόμαστε κι οι δυο, Αν και το δικό μου όνομα Θα βάραινε ίσως πιο πολύ Σε ένα ουράνιο πανόραμα.

Κι ενώ θα σωζόσουνα εσύ, Εγώ θα ήμουν κατηγορουμένη, Εκεί που δε θα ήσουνα, κι αυτό Θα ήταν μια ζωή καταραμένη.

Έτσι, πρέπει να μείνουμε χώρια, Εσύ εδώ κι εγώ πιο πέρα, Με μισάνοιχτη αυτή την πόρτα, Που είναι οι ωκεανοί, Με προσευχή και με νηστεία Και μ’ αυτή τη φτωχική τροφή μας, Που είναι η απελπισία!

XIII

Ήλθε μια μέρα, μέσα του καλοκαιριού, Αποκλειστικά για μένα, ακούς;. Νόμισα πως ήταν μόνο για αγίους, Εκεί που η αποκάλυψη είναι γι’ αυτούς.

Ο ήλιος, όπως πάντα, έφυγε έξω, Τα λουλούδια, ως συνήθως, ήταν μπλε κι ωραία. Σα να πέρασε το ίδιο το ηλιοστάσιο, Που έκανε τα πάντα να φαντάζουν νέα

Ο χρόνος φοβόταν μη βεβυλωθεί από λόγια. Το σύμβολο αυτού του θείου μυστηρίου Δεν είχε ανάγκη, όπως στη θεία ευχαριστία, Το θείο ένδυμα του δικού μας του Κυρίου.

Ο ένας ήταν για τον άλλο εκκλησία, Που μας επέτρεπε την κοινωνιά με αυτόν τον καιρό, Από φόβο μη φανούμε όλοι αδέξιοι, Σ’ αυτόν τον υπέρτατο θείο Αμνό.

Οι ώρες γλιστρούσαν γρήγορα, όπως θέλουν, Πιασμένες σφικτά από βέβηλα χέρια.. Τα πρόσωπα στα καταστρώματα, κοιτούσαν πίσω, Δεμένα με την απέναντη, αντίθετη στεριά.

Κι έτσι, όταν όλος ο χρόνος είχε εκπέσει, Χωρίς ήχο, χωρίς έκφραση καμία, Και καθένας σήκωνε του άλλου το σταυρό, Μια ηαι δεν είχαμε καμιά άλλη μαρτυρία.

Η ικανοποιητική πίστη που θα δείξουμε, Τοποθετημένη κατα μήκος του δικού μας τάφου, Θα δικαιώσει αυτόν το γάμο, τον καινούριο, Μέσω Του μαρτυρίου μας έως θανάτου!

XIV

Είμαι πια δοσμένη. Έπαψα να είμαι δική τους. Το όνομά του στάλαξα στο πρόσωπό μου, Με νερό, στην εκκλησιά της πόλης. Και αυτό δεν ανήκει πια στον εαυτό μου, Και μπορούν να το βάλουν με τις κούκλες, Με την παιδικότητα και τα παιγνίδια, Με τα νήματα της κουβαρίστρας, Που έπαψα να βελονιάζω η ίδια.

Ήμουν βαφτισμένη πριν, χωρίς επιλογή μου. Αλλ’ αυτή τη φορά, έχω συνείδηση της χάρης. Στο όνομα, το ανώτερο που υπάρχει, Καλεσμένη η σελήνη στην πληρότητά μου, Σταλάζει και το τόξο της ζωής γεμίζει Με μικρό αλλά και σπάνιο διάδημα,

Το δεύτερο βαθμό. Πολύ μικρός ο πρώτος. Στεμμένη έτσι, στεφανώνω το στήθος του πατέρα, Σα μια βασίλισσα με μισο-επίγνωση. Όμως, τώρα πια είμαι όρθια κι επαρκής, Με δικαίωμα να επιλέγω ή να απορρίπτω, Κι επιλέγω ένα θρόνο που είναι διαρκής.

XV

Ο χωρισμός ήταν μακρύς, αλλά Είχε έλθει για συνέντευξη η ώρα, Μροστά στο θρόνο κρίσης του Θεού, Για δεύτερη φορά και τελευταία τώρα.

Αυτοί οι άσαρκοι εραστές συνάντησαν Τον ουρανό με μια ματιά και πόνο, Τον ουρανό των ουρανών, που είναι προνόμιο Στα μάτια που έχει ο ένας για τον άλλο μόνο.

Δεν υπάρχει σε αυτούς διάρκεια ζωής. Είναι ντυμένοι σαν το αγέννητο, το νέο, Παρεκτός κι αν είχαν ήδη δει Αυτό που τώρα δα γεννιέται, το αιώνιο.

Ήταν, άραγε, σαν γάμος όλο αυτό, Κι ο οικοδεσπότης ήταν ο παράδεισος, Κι όλα αυτά τα σεραφείμ και χερουβείμ Ήταν οι συνήθεις καλεσμένοι, ίσως;

XVΙ

Είμαι μια σύζυγος κι έχω ήδη τελειώσει Μ’ αυτή την άλλη δήλωση. Είμαι Τσαρίνα κι είμαι μια γυναίκα τώρα, Κι αυτό είναι ασφαλές, χωρίς αντίρρηση.

Πόσο παράξενη είναι η ζωή του κοριτσιού, Πίσω απ’ αυτή την έκλειψη, την απαλή! Νομίζω πως η γη μοιάζει επίσης Μ’ αυτούς που τους καλούν οι ουρανοί.

Αυτό εδώ είναι μια άνεση, ενώ Ήταν μονάχα πόνος όλα τ’ άλλα. Όμως, γιατί να τα συγκρίνουμε; Τώρα, είμαι σύζυγος! Τελεία και παύλα!

XVIΙ

Με δική του αίτηση, σηκώθηκε και στάλαξε Τα παιγνιδάκια της δικής της της ζωής, Παίρνοντας τον τιμημένο ρόλο Της γυναίκας, μα και της συζύγου αυτής.

Αν τίποτα δεν έχασε, από την αφθονία Κι απ’ το δέος της, αυτή τη νέα μέρα, Ή απ’ την πρώτη προσδοκία κι από το χρυσό, Που χρησιμοποιούσε και τα πέταξε πιο πέρα,.

Στέκει τώρα ξεχασμένη, και σα θάλασσα, Αναπτύσσει πέρλες κι αγριόχορτα, Όμως, μόνο σε αυτόν είναι γνωστά Τις αβύσσους όπου κατοικούν αυτά.

XVIII

Παράδεισέ μου, έλα αργά! Τα χείλη μου δε σ’ έχουν συνηθίσει, Ντροπαλά ρουφούν το γιασεμί, Όπως το αδύναμο μελίσσι,

Που φτάνει αργά στο άνθος του, Γύρω από το στήμονα βουίζει, Μετρά το νέκταρ, εισέρχεται Και μες στο βάλσαμο αρμενίζει!

XIX

Απ’ όλες τις ψυχές του κόσμου, Εγώ διαλέγω μια. ψυχή Όταν η αίσθηση του πνεύματος διαλύεται Και γίνεται υπεκφυγή.

Όταν αυτό που είναι και που ήταν Στέκει αληθινό, λίγο πιο πάνω, Κι αυτό το σύντομο δράμα της σάρκας Μετακινείται κι υπεκφεύγει σαν την άμμο,

Κι όταν όλα δείχνουν το βασιλικό τους πρόσωπο, Κι οι ομίχλες κόβουν μακριά, Παρατήρησε το άτομο που τίμησα Από τις λίστες που φέρουνε κοπριά XX

Δεν έχω παρά μόνο τη ζωή αυτή, Να την οδηγήσω σε τούτη εδώ τη σφαίρα, Ούτε καν θάνατο, μα από το φόβο, Μη μου διασκορπιστεί εκεί πέρα.

Ούτε δεμένη με τη γη που έρχεται, Ούτε δεμένη με καμία πράξη, Εκτός, μέσα από την έκταση Που έχει η δική σου τάξη.

XXI

Ο πλούτος σου μου δίδαξε τη φτώχεια, Εμένα, μία τυχερή πλουσία, Σαν τα κορίτσια με τα λίγα τιμαλφή τους Μα τόσο μεγάλα, όσο είναι η Ασία.

Άπλωσες τη μεγάλη κυριαρχία σου, Ένα τόσο διαφορετικό Περού, Κι εγώ εκτίμησα όλη τη φτώχεια, Για μιας ζωής το κτήμα μετά σού.

Για το δικό μου, λίγα ξέρω εγώ. Μονάχα τα ονόματα των κοσμημάτων, Τα χρώματα των πιο κοινών, Και τη σπάνια συλλογή σου διαδημάτων.

Τόσο πολύ, που είδα τη βασίλισσα, Και τη δόξα της έπρεπε να ξέρω. Ωστόσο, Αυτός πρέπει να είναι ένας άλλος πλούτος, Που και στους ζητιάνους λείπει τόσο.

Είμαι σίγουρη πως στην Ινδία, πέρα, Σ’ αυτούς που προσβλέπουν σ’ εσένα, όλη-μέρα, Χωρίς όρια και χωρίς καμιά μομφή, Θα μπορούσα να ‘χω μόνο του Ιούδα τη μορφή!

Είμαι βέβαιη πως αυτός ο Γολγοθάς, Είναι πιο πέρα από τη δύναμή να κρίνω, Να χαμογελώ σε μένα κάθε μέρα, Τι καλύτερο από το κόσμημα εκείνο!

Επιτέλους, παρηγορούμαι πια να ξέρω Ότι υπάρχει ένα χρυσάφι που μπορώ να έχω, Αν και αποδέχομαι πολύ αργά Ότι παίρνει χρόνο την ουσία να κατέχω!

Είναι μακριά ο θησαυρός για να υποθέσω Και ν’ αξιολογήσω αυτή την πέρλα, Που γλίστρισε στο δάχτυλό μου, όταν Ήμουνα ακόμη στο σχολειό, κοπέλα!

XXII

Άφιέρωσα σ’ εκείνον τη ζωή μου, Και τον πήρα, ως ανταμοιβή, στον τόπο. Το επίσημο συμβόλαιο μιας ζωής Επικυρώθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο.

Ο πλούτος του μπορεί να απογοητεύει, Εμένα, μια απόδειξη σχεδόν απάτης Σε σχέση με το μεγάλο ύποπτο αγοραστή, Το καθημερινό κάτοχο Αγάπης.

Υποτιμούσα, ασφαλώς, το όραμα, Ώσπου ο έμπορος αγόρασε από μένα. Ακόμη, στα νησιά των μπαχαριών, ο μύθος, Τα φίνα αυτά φορτία είν’ απλωμένα.

Τουλάχιστον, είναι έν’ αμοιβαίο ρίσκο. Κάποιοι το βρίσκουν όταν μοιράζεται η πίττα. Γλυκό διαμέρισμα Ζωής που ο καθένας Μπορεί να το κατέχει, κάθε νύχτα.

XXIII

Πηγαίνοντς σ’ αυτόν, ευτυχής επιστολή, πες του... Διηγήσου του τη σελίδα που δεν έγραψα. Πες του πως εγώ έδωσα μόνο τη σύνταξη, Και άφησα ρήμα και αντωνυμία έξω. Πες του πώς βιάστηκαν τα δάχτυλα και πόσο, Μετά, πώς στούπωσαν αργά, τόσο αργά, Μετά, ευχήθηκες να έβλεπες τις σελίδες τις δικές σου, Για να μπορέσεις ν’ αντικρύσεις τι ήταν αυτό που τα κινούσε τόσο.

Πες του πως δεν ήμουν ασκημένη στη γραφή, Εσύ το μάντεψες από τον τρόπο που η πρόταση μοχθούσε. Μπορούσες να ακούσεις το στήθος, πίσω σου, να ρυμουλκεί Σα να το έσερνε ένα μικρο παιδί. Σχεδόν, λυπήθηκες και το ‘συρες κι εσύ. Πες του...Αλλά όχι. Μπορείς εκεί να υπεκφύγεις, Γιατί θα ράιζες την καρδιά του, αν το μάθαινε, Και τότε, θα ‘μασταν κι οι δυο μας παρηγορητές.

Πες του πως η νύχτα τέλειωσε πριν από μάς, Και το παλιό ρολόι χλιμίντριζε «ημέρα», Ενώ εσύ ήσουνα νυσταλέος και παρακαλούσες να τελειώνει. Πώς μπορούσε το ρολόι να πάει τόσο πίσω, να το πει; Πες του πώς σε σφράγισε, τόσο προσεκτική, Μα αν ρωτήσει πού ήσουνα κρυμμένη πάλι Μέχρι αύριο, ευτυχής μου επιστολή, Υποκλίσου του φιλάρεσκα και γείρε το κεφάλι!

XXIV

Ο τρόπος που διαβάζω ένα γράμμα, είναι: Κλειδαμπαρώνω την πόρτα μου ως κάτω, Και μετά, το σπρώχνω με τα δάχτυλα, Για να’ ναι σίγουρη η μεταφορά του.

Μετά, πηγαίνω όσο γίνεται πιο μακριά, Για ν’ αποφύγω κάθε επισκέπτη, Μετά, τραβώ το γράμμα μου μπροστά, Και σχίζω απαλά αυτή την τσέπη.

Μετά, κοιτάζω επίμονα το πάτωμα Το ίδιο εξετάζω και τον τοίχο, Καταδικάζοντας κάποιο τυχαίο ποντικό, Που δεν είχα προλάβει να εξορκίσω.

Διαβάστε πόσο απροσδιόριστη είμαι εγώ, Σε κανένα μα κανένα ήδη γνωστό σας, Κι αναστενάξτε για τύχη από τον ουρανό. Μα όχι! Του ουρανού το δόγμα είναι δικό σας.

XXV

Άγριες, άγριες είναι οι νύχτες! Όταν εγώ είμαι με σένα, Άγριες νύχτες πρέπει να ‘ναι Η πολυτέλεια για μένα!

Χαμένοι πάνε οι άγριοι άνεμοι Για μια καρδιά σ’ ένα λιμάνι ή κάτι, Οδηγημένη απ’ την πυξίδα σου, Οδηγημένη κι απ’ από το χάρτη.

Κωπηλατώντας στον Πράδεισο! Α, τι θάλασσα αυτή για μένα! Μπορώ να βάλω αγκυροβόλιο Απόψε κιόλας σε εσένα!

XXVI

Η νύχτα ήταν μεγάλη κι επιπλωμένη φτωχικά, Με ένα σκέτο αστέρι μόνο, Που συχνά, σαν σύννεφο να συναντούσε, Και έφευγε μακριά, σαν από φόβο.

Ο άνεμος ακολούθησε ένα μικρούλη θάμνο, Και έδιωξε τα φύλλα του στα μάκρη, Νοέμβρη μήνα, κι ανεβαίνοντας ψηλά, Θρονιάστηκε στης στέγης μας την άκρη.

Για να μπορεί ο τυφλός να κάνει γρήγορα, Και όσο γίνεται κοντά στο τζάκι, Έσυρε την κουνιστή του πολυθρόνα, Και για το φτωχό, τρεμούλιασε λιγάκι.

Τι ευγενικό έργο της οικοδέσποινας, Όταν του είπε «Πόσο ευχάρισος είστε!», Καθισμένη στον απέναντι σοφά, «Κάνει κρύο σαν το Μάη, μα εσείς δεν είστε!»

XXVII

Έλυσε ο λαγός τη ζώνη του, Για τη μέλισσα ερωμένη-κότα. Θα μπορούσε να αγιάσει το λαγό η μέλισσα Τόσο πολύ, όσο και πρώτα;

Θα μπορούσε, πεπεισμένος, ο παράδεισος Να παραχωρήσει την περλένια τάφρο του, τη μία; Θα μπορούσε η Εδέμ να’ ναι Εδέμ, Και η κομητεία να’ ναι μία κομητεία;

XXVIII

Μια γοητεία ντύνει ένα πρόσωπο, Που φαίνεται μη τέλειο στην όψη . Η κυρία δεν τολμά να βγάλει το βέλο της, Μη και κάτι πάει να την κόψει.

Αλλά η όψη πίσω από τις μπούκλες της, Και εύχεται και αρνείται να φανεί, Μη και η ετήσια εξομολόγηση είναι μια θέληση, Που την εικόνα της την ικανοποιεί.

XXIX

Το ροζ χοροπήδησε στο μάγουλό της, Το κορμί της ροζ κι αυτό και μαραμένο, Η χαριτωμένη της φωνή, γεμάτη θλίψη, Κλονίζονταν σαν ένα μεθυσμένο.

Τα δάχτυλά της ψηλαφούσαν το εργόχειρο, Κι η βελόνα δεν έλεγε να προχωρήσει. Τι πονηρό ενοχλούσε μιαν υπηρετριούλα; Αυτή η απορία θα με αρρωστήσει.

Μεχρι που, απέναντι, είδα ένα μάγουλο, Που υπέφερε κι αυτό από ροζ χρώμα. Μόλις απέναντι, μιαν άλλη ομιλία, Που κι αυτή έμοιαζε σα να ‘πεφτε σε κώμα.

Ένα ένδυμα, που σαν το σώμα, χόρευε, Σ’ αυτόν το γνωστό μας αθάνατο τόνο, Μέχρι που τα δυο ενοχλημένα ρολογάκια Χτύπησαν γλυκά σαν ένα μόνο.

XXX

Λένε πως σε χώρες που ποτέ δεν είδα, Αθάνατες Άλπεις κάτω ατενίζουν Τίνος το καπέλο αγγίζει το στερέωμα, Και τίνος τα σανδάλια την πόλη αγγίζουν.

Ήμερες σ’ αυτόν που στα αιώνιά του πόδια Μυριάδες μαργαρίτες παίζουν, πέρα. Ποιος είστε κύριε κι εγώ ποια είμαι, Πάνω σε μια Αυγουστιάτικη ημέρα;

XXXI

Η σελήνη είναι μακριά από τη θάλασσα, Και όμως, με χέρια από κεχριμπάρι, Την οδηγεί, σαν ένα πειθήνιο αγόρι, Μέχρι εκεί που γ’εγγουνε οι φάροι.

Ποτέ δε χάνει ούτε ένα πόντο. Υπάκουη στα μάτια τα δικά της, Έρχεται τόσο μακριά απ’ την πόλη, Όσο φεύγει πάλι μακριά της.

Ω, Κύριε, δικό σου το κεχριμπαρένιο χέρι, Και δική μου η θάλασσα η μακρινή, Υπάκουη σε ό,τι με προστάξεις, Στων ματιών σου την ελάχιστη εντολή.

XXXII

Έβαλε τη ζώνη γύρω απ’ τη ζωή μου. Άκουσα της πόρπης την κλαγή, Και στράφηκε μακριά, βασιλικός, Κλειδώνοντας τη διάρκεά μου σε ζωή.

Εσκεμμένα, όπως θα ‘κανε ένας δούκας, Ενός βασίλειου το μικρό κατόρθωμα, Έκτοτε, είμαι ένα αφιερωμένο πλάσμα, Ένα μέλος στου συννέφου τ’ όνομα.

Μα όχι μακριά, για να απαντά στην κλήση, Και να κάνει τους μικρούς του κόπους, Που κάνουν το γύρο της ανάπαυσης, Και να μοιράζει χαμόγελα σε ανθρώπους.

Σ’ αυτούς που σκύβουν να προσέξουν το δικό μου, Και ευγενικά ζητούνε να περιληφθούν, Δεν ήξερες κι εσύ, σε ποιου την πρόσκληση. Σε ποιόν, λοιπόν, πρέπει να υποκλιθούν;

XXXIII

Κράτησα ένα κόσμημα στα δάχτυλα, Και πήγα για ύπνο στο δωμάτιό μου. Η μέρα ήταν ζεστή, κι ανιαροί οι άνεμοι. «Αυτό θα διαρκέσει» είπα στον εαυτό μου.

Ξύπνησα και μάλωσα τα δάχτυλά μου, Γιατί ο κόσμημα είχε πια χαθεί, Και τώρα, μια ανάμνηση αμέθυστου Είναι ό,τι έχω στη δική μου κατοχή.

XXXIV

Τι κι αν λέω ότι δε θα περιμένω; Τι κι αν έκαψα της σάρκας μου τη θύρα, Και, δραπέτης, πέρασα σε Σένα; Τι κι αν αγνόησα τη θνητότητά μου, - Κοίτα πόσο με πληγώνει! Αρκετά! – Και τώρα υδροβατώ, απελευθερωμένα;

Δε μπορούνε να μας πάρουν πια. Μπορεί Οι φύλακες με καλούν και τα όπλα να ικετεύουν. Ασήμαντα είναι αυτά, πέρα για πέρα, Όπως το γέλιο ήτανε μια ώρα πριν, Ή τα σειρήτια ενός περιοδεύοντος θιάσου, Ή το ποιος πέθανε εχθές ή κάποια μέρα!

XXXV

Είμαι περήφανη για τη σπασμένη μου καρδιά, που την έσπασες εσύ. Πρήφανη και για τον πόνο που δεν ένιωθα πριν από σένα. Περήφανη και για τη νύχτα από τότε που εσύ τη δροσίζεις με φεγγάρια, Και που στο δικό σου πάθος δε μετέχει πια η ταπεινότητά μου.

XXXVI

Η αξιωσύνη μου είναι όλη μου η αβεβαιότητα, Κι όλος μου ο φόβος, η δική Του αξία, Σε σύγκριση μ’ αυτήν, όλη μου η υπόσταση Μου φαίνεται πάρα πολύ μικρή κι αστεία.

Από το φόβο μην αποδειχθώ ανεπαρκής Για την ανάγκη Του την τόσο αγαπημένη, Την πιο πρωταρχική αυτή αντίληψη, Μέσα στην πίστη μου τη δεδομένη.

Έτσι, εγώ, η μη θεϊκή διαμένουσα Στο εκλεκτό περιεχόμενό Του, Βολεύω την ψυχή μου σαν να ήτανε ναός, Πάνω στο ιερό μυστηριό Του.

XXXVII

Η αγάπη είναι το μέσα μέρος της ζωής, Μετά από το θάνατο της ίδιας. Είναι η ερμηνεία της αναπνοής Και το αρχικό στοιχείο της δημιουργίας.

XXXVIII

Εγώ, σε σχέση με τους άλλους, είχα μόνο μία ευλογία. Όμως, τόσο πιο μεγάλη στα μάτια μου τα ίδια, Που έπαψα να την υπολογίζω, ικανοποιημένη Από το μέγεθος της και την τόση γοητεία.

Ήταν το ίδιο το όριο του ονείρου μου, Ο στόχος ο απόλυτος της προσευχής μου, Μια τέλεια παραλυτική μακαριότητα, Ευτυχισμένη όπως η απογοήτευσή μου.

Δεν ήξερα πια από «θέλω» κι από κρύο. Γι’ αυτή τη νέα αξία στην ψυχή μου, Φαντάσματα γινήκαν και τα δυο, Το ανώτερο άθροισμα στη γη μου.

Σκοτεινισμένοι με μια κόκκινη απόχρωση. Ο ουρανός ο κάτω κι’ ο ουρανός ο πάνω. Η κρίση μας, κατεστραμμένη και αυτή, Κι ολόκληρη η ζωή, ακουμπισμένη χάμω.

Γιατί οι χαρές ξοδεύονται με τόση ανεπάρκεια; Γιατί ο Παράδεισος να αναβάλλει συνεχώς; Γιατί οι κατακλυσμοί σερβίρονται σε κύπελα; Δε διανοούμαι τώρα πια ή προσεχώς.

XXXIX

Όταν πάψουνε ν’ ανθίζουνε τα ρόδα, Κι οι βιολέτες να λένε «καλημέρα», Όταν οι μέλισσσεςμ με μεγαλοπρεπή πτήση, Θα έχουν περάσει από τον ήλιο πέρα,

Το χέρι που έπαψε να τα μαζεύει, Ντυμένο Όμπερν, θε να πέσει Πάνω σ’ αυτή την καλοκαιρινή ημέρα, Και «Πάρε το άνθος» θα παρακαλέσει!

XL

Για σένα, μέγιστε, μπορώ να γίνω καλοκαίρι, Όταν καλοκαιρινές ημέρες δε θα υπάρχουν πια. Μπορώ να γίνω και η μουσική σου, όταν Το νυχτοπούλι μα κι ο φλώρος θα σιωπά.

Για να Σου ανθίσω, θα πηδήσω και τον τάφο, Και θα σπείρω μπουμπουκάκια του ονείρου. Σε ικετεύω πάρε με δική σου Ανεμώνη, Δικό σου λουλουδάκι του απείρου!

XLI

Ξέκοψε απ’ το γλέντι και θα βρεις τη μουσική, Βολβό με βολβό, τυλιγμένη σε ασήμι, Μοιρασμένη ανεπαρκώς στο καλοκαιρινό πρωί, Σωσμένη για τ’ αυτί σου, αν το λαγούτο άηχο μείνει.

Διώξε την πλημμύρα και θα γίνει ολοφάνερη, Σταγόνα-σταγόνα, φυλαγμένη και δική σου, Η κόκκινη εμπειρία, άπιστε Θωμά μου! Αμφιβάλλεις τώρα ότι για το γνήσιο το πουλί σου;

XLII

Ήταν πιο γλυκό χάνω εσένα, Παρά να κερδίζω όλες τις χαρές που ήξερα. Είναι αλήθεια πως η ξηρασία είναι πενιχρή, Αλλά τότε, είχα τη δρόσο για παρηγοριά!

Η Κασπία έχει της άμμου τα βασίλεια Του άλλου βασιλείου, της θαλάσσης. Χωρίς αυτό το στείρο επιμύθιο, Κασπιανός δε θα μπορεί να υπάρχει.

XLIII

Φτωχή, μικρή καρδιά μου! Σε ξέχασαν κι εσένα; Μην έχεις άχτι! Μην έχεις άχτι! Περήφανη καρδιά μου! Σ’ έχουν εγκαταλείψει; Να ‘σαι κεφάτη! Να ‘σαι κεφάτη!

Εύθαυστη καρδιά μου! Δε θα σε έθραυα ποτέ. Δε μ’ εμπιστεύεσαι; Δε μ’ εμπιστεύεσαι; Ευθύμισε μικρή καρδιά μου! Σαν την πρωινή τη δόξα, Κι εσύ μαραίνεσαι! Κι εσύ θα μαραίνεσαι!

XLIV

Υπάρχει μία λέξη, μία, Που είναι σα μαχαίρι. Μπορεί να τρυπήσει πανοπλία. Εκτοξεύει σαν αιχμές τις συλλαβές της, Και μετά, σωπαίνει. Αλλά από πού έπεσε αυτή; Αυτός που σώθηκε μπορεί να πει, Κάποια πατριωτική ημέρα, Ένας αξιωματούχος αδελφός Έδωσε την αναπνοή του εδώ πέρα.

Όποτε τρέχει ο άπνους ήλιος, Οποτεδήποτε πλανάται η μέρα, Υπάρχει η αθόρυβη επίθεσή της, Υπάρχει η δική της δόξα! Κοίτα τον απόλυτο το σκοπευτή! Κοίτα το πιο καίριο χτύπημά του! Ο ύψιστος στόχος του χρόνου είναι Μια ψυχή που «ξεχάστηκε» μπροστά του!

XLV

Έχω ένα βέλος εδώ. Αγαπώντας το χέρι που το έστειλε, Το εκτοξεύω με πολύ σεβασμό.

Πέφτοντας, θα πει «Ακροβολισμός!». Νικημένη, η ψυχή μου θα ξέρει ότι Δεν ήταν παρά μόνο ένα βέλος, Που στάλθηκε απ’ το τόξο ενός τοξότη.

XLVI

Αυτός ψηλαφεί μες στο μυαλό σου, Όπως οι οργανοπαίκτες τα κλειδιά, Πριν εκτελέσουνε την πλήρη μουσική τους: Σε καταπλήσσει βαθμιαία και σταδιακά.

Προετοιμάζει την εύθραυστή σου ουσία, Για το φύσημα του άυλου αιθέρα, Με πιο αδύναμα σφυριά, κοντά, μετά αργά, Που ακούγονται να ηχούνε από πέρα.

Η αναπνοή σου έχει χρόνο να ενισχυθεί, Και ο ψυχρός εγκέφαλός σου να καεί. Να μοιραστεί ένα κεραυνό βασιλικό, Που γδέρνει την ψυχή σου τη γυμνή.

XLVII

Καρδούλα μου, εμείς θα τον ξεχάσουμε! Εσύ κι εγώ, απόψε, Βάλε εμπρός! Εσύ μπορείς να λησμονήσεις τη γλυκιά του θέρμη, Κι εγώ να λησμονήσω το γλυκό του φως.

Όταν θα το κάνεις, σε ικετεύω, πες μου Οτι τις σκέψεις μου μπορώ να κάνω πιο θολές. Σπεύδω τώρα, μήπως και εσύ αργήσεις, Και συνεχίσω να τον θυμούμαι, όπως εχθές!

XLVIII

Πατέρα, δε σου φέρνω εμέ την ίδια, Που θα ήτανε φορτίο μικρό. Σου φέρνω τη βασιλική καρδιά μου, Που δεν είχα τον καιρό να την κρατώ.

Την καρδιά που περιέθαλπα εντός μου, Γιατί η δική σου γινότανε βαριά, Και μετά, καθώς έγινε βαρύτερη, Μήπως και για εσέ πολύ πλατιά;

XLIX

Υπερτρέφουμε την αγάπη, όπως κι άλλα πράγματα, Και μετά, τη βαζουμε σ’ ένα συρτάρι, Μέχρι που να φαίνεται παλιομοδίτικη, Σαν των προπατόρων το γιλέκο και σαλβάρι.

L

Η καρδιά δε σπάει ούτε με ρόπαλο, Ούτε, βέβαια, με λοστό, Μα μ’ ένα μαστιγιάκι που δε φαίνεται, Και που σε μένα ήταν γνωστό.

Αυτό έδερνε τη μαγική δημιουργία, Μέχρι που έπεφτε. Όμως, το όνομα του είναι τόσο ευγενικό, Που δε λέγεται.

Όνομα μεγαλόψυχου πουλιού, Από παιδί ειδωμένο, Που κελαηδεί πάνω στην πέτρα Που το ‘χει σκοτωμένο.

LI

Φίλος μου πρέπει να ‘ναι ένα πουλί, Γιατί αυτό πετάει! Ο φίλος μου πρέπει να ‘ναι θνητός Για να πεθάνει! Να ‘χει κεντρί, όπως η μέλισσα. Περίεργε φίλε μου, με περιλέκεις, Όσο δε θέλησα!

LIΙ

Με άγγιξε κι έτσι ζω για να γνωρίσω Ότι κάποια μέρα θα μου επιτραπεί Το στήθος του να ψηλαφήσω.

Ήταν για μένα ένα απέραντο «παντού», Και σιωπηλό, όπως η κακιασμένη θάλασσα Κάνει τα ποταμάκια να ηρεμούν.

Και τώρα, είμαι διαφορετική από πριν, Σα να έχω εισπνεύσει ανώτερο αέρα, Ή σα να βούρτσισα ρόμπαν βασιλικήν.

Τα πόδια μου, που είχαν τόσο περιπλανηθεί, Τη γύφτική μου μούρη έχουν τώρα Μεταμορφώσει στην πιο τρυφερή γνωστή.

LIII

Ας μη παραμορφώσω το τέλειο όνειρό μου Από μια κηλίδα της αυγής, Μα τόσο παρεπόμενη της νύχτας, Που θα ‘ρθει πάλι εξαρχής.

LIV

Εγώ ζω μ’ αυτόν. Βλέπω το πρόσωπό του, Και δεν πηγαίνω πιο μακριά και κάπου, Σαν ένας επισκέπτης ή σαν τη δύση. Είναι η απλή μυστικότητα θανάτου,

Η μόνη που προλαμβάνει τη δική μου, Και που έχει το δικαίωμα να ορίζει, Και να παρουσιάζει έναν ορατό ισχυρισμό, Που χωρίς καμία δέσμευση χαρίζει.

Εγώ ζω μ’ αυτόν. Ακούω τη φωνή του, Θα ‘μαι ζωντανή μέχρι τη μέρα της ουσίας, Στη μαρτυρία και στη βεβαιότητα Της αιωνίας της αθανασίας.

Μαθημένη απ’ το Χρόνο, τον χαμηλότερο δρόμο, Αυτή την καθημερινή μου καταδίκη, Αυτή η ζωή, όπως αυτός, είναι ατέλειωτη, Και ας είναι ό,τι θέλει η θεία δίκη.

LV

Ζηλεύω τη θάλασσα όταν τυτιδώνει, Ζηλεύω τα λόγια των τροχών Της άμαξας που τον μεταφέρει. Ζηλεύω την αρμονία των βουνών,

Που ατενίζουν το ταξίδι του. Πόσο Εύκολα τα πάντα μπορούν να δουν, Κι αυτό που είναι αυστηρά απαγορευμένο, Σε μένα, όπως η θέα τ’ ουρανού!

Ζηλεύω τις φωλιές των σπουργιτών, που Στίζουνε τα γείσα του, τα απομακρυσμένα, Την ωραία τους πτήση στο παράθυρό του, Τα φύλλα τα πολύ ευτυχισμένα,

Που έξω από τη δική του πόρτα αφήνουν, Του καλοκαιριού το φύλλο να σταθεί, Τα ωραία σκουλαρίκια του Πιζάρο, Που δε θα ‘χω στη δική μου κατοχή.

Ζηλεύω το φως που τον ξυπνάει, Και τις καμπάνες που ηχούνε ζωηρά, Για να του πουν πως είναι μεσημέρι, κι ότι Μπορεί σε μένα να ρθουνε κάποια φορά.

Όμως, απαγορέψτε τα λουλούδια, Και ακυρώστε την καλή μου μέλισσα, Μη και το μεσημέρι, σε αιώνια νύχτα, Ρίξει ο Γαβριήλ κι εμένα μέσα.

LVI

Ήταν σοβαρό το πράγμα, είπα, Να είμαι μια γυναίκα πάλλευκη, Και να φέρω, αν ο Θεός το επιτρέψει, Την αγιοσύνη του τη μυστική.

Ήτανε δειλία να ρίξω τη ζωή μου Σε μία ολοπόρφυρη πηγή, Χωρίς φτερά να με γυρίσουν πίσω, Μέχρι να έλθει η αιώνια ζωή.

LVII

Θείος τίτλος είναι ο δικός μου, Χωρίς να υπογράφω σύζυγος. Πολύ ψηλός είναι ο βαθμός μου, Που μου απονεμήθηκε, ω, Αυτοκράτορα του Γολγοθά! Όλα βασιλικά εκτός Από το θείο Στέμμα. Μνηστή χωρίς λιγοθυμιά, Που ο Θεός δίνει σε όλες, Όταν οι δυο κρατάνε, Διαμάντι στο διαμάντι, Και χρυσό στο χρυσό, Γεννημένοι, παντρεμμένοι, Και σαβανωμένοι, Σε μια μέρα, όπως-όπως. - Τριπλή η Δόξα – «Σύζυγέ μου». Λένε οι γυναίκες, Προσβάλλοντας τη μελωδία. Μα είναι, άραγε, Αυτός ο τρόπος;

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

I

Σε όλους μας έρχεται ένα αξίωμα, Κάποιο δαφνοστεφανωμένο μετα-γεύμα. Κανείς δεν είναι ικανός να σταματήσει, Και κανείς να αποφύγει αυτό το στέμα.

Προγυμναστές και υπηρέτες το ασφαλίζουν, Και επιμελητήριο και κράτος και λαός, Και οι καμπάνες, επίσης, στο χωριό μας, Καθώς ιππεύουμε στητοί και μεγαλειωδώς.

Τι αξιοπρεπείς που είναι οι ακόλουθοι! Τι υπηρεσίες μας όταν, κάποτε, σταθούμε! Και πόσο πιστά, κατά την αναχώρηση, Εκατοντάδες καπελάκια χαιρετούνε.

II

Καθυστερούσε μέχρι που έπαψε να ξέρει. Καθυστερούσε μέχρι το λευκό σου περιστέρι Έγειρε κάτω το ρόδο της αγαπημένο. Μια ώρα πριν πετάξει μακριά η αναπνοή της, Μια ώρα ακριβώς μετά που έφυγε η πνοή της. Ω, αυτό το χθές, το καθυστερημενο!

Μπορούσε να μαντέψει αυτό που θα συμβεί. Μπορούσε, ωστόσο η χαρά ενός διαλαλητή, Που είχε αναρριχηθεί πάνω στο λόφο, Δεν είχε τη μακαριότητα λίγο ν’ αργήσει. Ποιος ξέρει παρά μόνο η παραδομένη δύση Πως ακόμη δεν την είχε καταφέρει τόσο;

Αχ! Αν ήταν δυνατόν η αναχώρηση Να ξεχνιόταν από της νίκης τη θεώρηση, Στο αυτοκρατορικό της πεπρωμένο, Να τους δείξει αυτή την ήπια φορεσιά, Που δε θα πάψει να σημαίνει βασιλιά, Έστω και όχι ακόμη εστεμμένο!

III

Στην αναχώρηση για τη μεγάλη κρίση, Ένα απόγευμα ιδιαζόντως ισχυρό, Μεγάλα σύννεφα σαν συνοδοί που λιώνουν, Θα κοιτάζουν στα μάτια το δημιουργό.

Τότε, η σάρκα άκυρη, παραδομένη, Θ’ αρχίσει την αποσωμάτωση που θα ‘χει, Κι οι δύο κόσμοι σαν ακροατήρια θα σκορπίσουν Και θ’ αφήνουν την ψυχούλα μας μονάχη.

IV

Ασφαλή, μέσα στα αλαβάστρινα δωμάτια τους, Ανέγγιχτα από το πρωί, μα όταν πέφτει η μέρα, Κοιμούνται τα νηφάλια μέλη της ανάστασης, Μ’ ένα ταβάνι πάνω τους και στέγη από πέτρα.

Το φως γελά στην αύρα στο κάστρο της το λαμπερό, Η μέλισσα φλυαρεί μ’ ένα καινούριο ήχο, ατάραχο, Τα πουλάκια σφυρίζουν έναν άγνωστο σκοπό. Αχ, τι ευφυία εξαφανίζεται σ’ αυτόν τον τάραχο!

Τα χρόνια μεγαλόπρεπα αναχωρούν στο μισοφέγγαρο, Οι κόσμοι αδειάζουν τη σειρά των στερεωμάτων, Τα διαδήματα πέφτουνε και ο Δόγης παραδίδει, Άηχα σαν τελείες, σένα δίσκο χιόνι γεμάτο.

V

Σ’ αυτήν την καταιγίδα ανέτειλε το ουράνιο τόξο, Κι ο ήλιος το αργοπορημένο, το βράδυ-πρωί, Τα σύννεφα σαν τους αδιάφορους ελέφαντες, Πριπλανήθηκαν στων οριζόντων τη γραμμή.

Τα πουλιά σηκώθηκαν με γέλια στις φωλιές τους, Και οι άνεμοι ήταν σφοδροί σαν το πιπέρι. Αλίμονο! Πόσο απρόσεκτα ήταν τα μάτια, Αυτού που πάνω του έλαμψε το καλοκαίρι!

Αυτή η ήσυχη αδιαφορία του θανάτου Δε μπορεί ζωή στη αυγούλα να χαρίσει. Ο αργός συλλαβισμός του αρχαγγέλου Έχει την υποχρέωση να την ξυπνήσει.

VI

Το κουκούλι μου ωριμάζει και με χρώματα παίζει,. Κι εγώ ψηλαφώ τον αέρα κοντά μου. Μια αμυδρή ικανότητα με φτερούγες Υποβαθμίζει το απλό φόρεμά μου.

Πρέπει να ‘ναι μια δύναμη πεταλουδων Που την ικανότητά τους να πετούν Την παραχωρούνε τα λιβάδια Και το άνετο σάρωμα του ουρανού.

Έτσι, πρέπει να ματαιώσω τη δική μου νύξη. Πρέπει να κρυπτογραφήσω αυτό το σήμα, Και να κάνω χοντρά λάθη, αν επιτέλους, Πάρω αυτό το σωτήριο το νήμα.

VII

Αγαλίαση είναι να πηγαίνεις Από μια μεσόγειο δε θαλάσσια οντότητα, Αφήνοντας ξωπίσω σπιτάκια κι ακρωτήρια, Και βουτώντας στη βαθιά αιωνιότητα.

Γεννημένοι, όπως εμείς, στα βουνά ανάμεσα, Μπορούμε, άραγε να καταλάβουμε των ναυτικών Αυτή τη θεϊκή και άγρια μέθη της πρώτης Λεύγας έξω απ’ την ασφάλεια των γαιών;

VIII

Με μάτια ευγενικά, κοίτα το χρόνο πίσω,. Αναμφίβολα, έβαλε όλα του τα δυνατά. Στης ανθρώπινης φύσεως τη δύση, κοίτ Πώς τραγουδάει ο τρέμων ήλιος απαλά!

IX

Ένα τραίνο πέρασε μέσα από μια πύλη κηδείας, Ένα πουλί την παραβίασε και έψαλε μπροστά, Και τετέρισε και τρεμούλιασε και έσεισε το λαιμό του, Μέχρι ολόκληρη των νεκροταφείων τη σειρά

Και μετά, συντόνισε τη μικρές του νότες, Και υποκλίθηκε και έψαλε ξανά. Αναμφίβολα, σκέφτηκε να συναντήσει το νεκρό, Και να πει στους ανθρώπους «άντε γεια!».

Χ

Πέθαινε για ομορφιά κι όμως φοβόταν Να συντονιστεί στοκενοτάφιο, Όταν αυτός που πέθανε από πίστη, Κοίτονταν στο διπλανό δωμάτιο.

Με ρώτησε απαλά: «Γιατί εγώ απέτυχα;» Κι εγώ του είπα: «Για την ομορφιά». «Και για την πίστη που είναι ένα.», Είπε «Μήπως δεν αναπνέουμε γι’ αυτά;».

Και έτσι, όπως οι φίλοι βλέπονται τη νύχτα, Εμείς μιλήσανε ανάμεσα στα δώματα, Μέρι που το βρύο έφτασε στα χείλη, Και σκέπασε όλα τα ονόματα

ΧΙ

Πόσες φορές αυτά τα χαμηλά ποδάρια κλωνιστήκαν, Μόνο το κολλημένο στόμα της μπορεί να πει. Προσπάθησε! Μπορείς να κουνήσεις το φοβερό καρφί; Προσπάθησε! Μπορείς να σηκώσεις την ατσαλένια πόρπη;

Χύπησε το κρύο μέτωπο, τόσο συχνά καυτό. Σήκωσε, αν το μπορείς, αυτά τ’ αμέτρητα μαλλιά. Πιάσε αυτά τα διαμαντένια δάχτυλά της, Που ποτέ δε θα φορέσουν δαχτυλήθρα πια.

Βομβίζουν οι νωθρές μύγες στο παράθυρο, Γενναία λάμπει ο ήλιος μέσα από το τζάμι, Άφοβη η αράχνη κρέμεται απ΄την οροφή, Νωχελικά η νοικοκυρά στις μαργαρίτες φτάνει!

XII

Μου ααρέσει ένα βιβλίο αγωνίας, Γιατί γνωρίζω ότι είναι αλήθεια. Οι άνθρωποι δεν υποκρίνονται σπασμό, Ούτε προσποιούνται παραμύθια.

Τα μάτια βλέπουν άπαξ και αυτό είναι ο θάνατος. Και είναι αδύνατο πια να εμποδίζεις Τις πέρλες πάνω σ’ αυτό το μέτωπο, Από ένα απλό και μόνο σπάγγο οδύνης

XIII

Αυτό το μικρό, πιθανό κούνημα, Που καθένας μπορεί κάνει, αλλά άπαξ μόνο, Αυτή η ταραχή η τόσο ηχηρή Είναι μια συνέπεια σχεδόν πουφέρνει πόνο.

Είναι αυτή η λάμψη του θανάτου. Ω, εσύ ο άγνωστός μας και γνωστός τοις πάσι, Που ούτε ζητιάνος δε θ’ αποδεχόταν, Θα είχε, άραγε, τη δύναμη να σε πετάξει;

XIV

Πήγα να την ευχαριστήσω, μα αυτή κοιμόταν. Η κλίνη της ήταν ένας καπνισμένος λίθος, Με ανθοδέσμες στο κεφάλι και στα πόδια, Που οι ταξιδώτες είχανε αφήσει πίσω.

Πήγα να την ευχαριστήσω, μα αυτή κοιμόταν. Ήτανε κοντή για να δει τη θάλασσα, αλάργαγα, Και για να δει την όμοιά της, ζωντανή. Αλλά, για να επιστρέψει ήταν, δυστυχώς, αργά.

XV

Έχω δει μάτια που πεθαίναν, Ένα χώρο να περιδιαβάζουν, Ψάχνοντας κάτι, όπως φαινόταν, Και μετά να συνεφιάζουν.

Και μετά, να γίνονται σαν την ομίχλη Και μετά, να κολλάν στον πάτο, Χωρίς να αποκαλύπτουνε αυτό Που είχανε την ευλογία να δούνε κάτω.

XVI

Τα σύννεφα κοίτονταν πλάτη με πλάτη, Ο βοριάς ειχε αρχίσει να τα σπρώχνει εμπρός, Τα δάση ίππευαν μέχρι να πέσουν, Κι η αστραπή πήδηξε σαν ποντικός.

Η καταιγίδα έσπασε σα να ήταν ύλη. Πόσο ασφαλής νιώθεις μέσα σ’ ένα αμπρί, Όπου η έξαψη της φύσης δε σε φτάσει, Ούτε η εκδίκηση έχεται ποτέ εκεί.

XVII

Ποτέ μου δεν είδα ένα βάλτο, Και ποτέ στη θάλασσα δεν πήγα, Όμως, ξέρω πώς μοιάζει η ερείκη, Και τι ακριβώς είναι το κύμα.

Ποτέ με το Θεό δε μίλησα, Ούτε επισκέφθηκα τον ουρανό, Όμως, είμαι σίγουρη για το στίγμα, Σα να μου έχουν δώσει οδηγό.

XVIII

Ο Θεός επιτρέπει στούς εργατικούς αγγέλους, Κάθε απόγευμα, να παίζουν. Συνάντησα ένα και ξέχασα τις συμαθήτριές μου Ολες, για χάρη του, κι ας περιπαίζουν.

Ο Θεός καλεί στο απίτι τους αγγέλους Στο τέλος του απογεύματος, Κι έχασα το δικό μου. Πόσο ζοφερά, Τα μάρμαρα, μετά το παίγνιο του Στέμματος!

XIX

Για να μάθεις πόσο ακριβός είναι ο πόνος, Για να μάθεις αν κάποια μάτια ήτανε κοντά σου, Σε ποιον ούτε μπορείς να εμπιστευτείς ο ατένισμά σου, μέχρι να εγκατασταθεί στον ουρανό ο χρόνος,

Για να μάθεις αν έκανε υπομονή κι αν ήτανε δικό του, Αν πέθαινε όπως νόμιζε, η διαφορετικά, Ήτανε μια ωραία μέρα και του θανατά, Κι αν έλαμψε ο ήλιος στο πρόσωπό του;

Ποια ήτανε η τευταία σκέψη του για σένα, Ή ο Θεός ή αυτό που ο απομακρυσμένος φέρει, Στα νέα, πάνω απ’ την ανθρώπινη του θέα, Μια τέτοια μέρα, ένα τέτοιο μεσημέρι;

Και είχε αυτός καμιάν ευχή; Ο στεναγμός του μόλις τονισμένος, Ήτανε ήδη πεπεισμένος, Και έγινε ευανάνωστος πολύ,

Μέχρι που πέταξε για την αιώνια πηγή; Και αν μιλούσε, ποιο ήτανε το όνομά του, Ποιο ήταν το μεγάλο, το μικρό; Με ποιο δημιουργήθηκε, εν τέλει, Στο τελευταίο πριν λεπτό;

Είχε φόβο και ήτανε ήρεμος; Μπορούσε, άραγε, να ξέρει ότι Η συνείδηση μας αναπτύσσεται, Μέχρι η πριν αγάπη και αυτή που ευλογείται Να σμίξει και η ένωση να γίνει Αιωνιότης;

XX

Η τελευταία νύχτα που έζησε, Ητανε μια κοινή νύχτα στη ζήση. Εκτός από το θάνατο, αυτό για μας Έκανε διαφορετική τη φύση.

Σημειώσαμε μικρούλια πραγματάκια, Πράγματα που τα ξεπερνάμε, ευτυχώς. Αυτό το μέγα φως μες στο μυαλό μας Μας εντυπώθηκε έτσι ακριβώς.

Τα άλλα μπορούσανε και να υπάρχουν, Ενώ έπρεπε να τελειώσει εντελώς εκείνη. Μια ζήλεια νεώτερη νιώσαμε για τούτη, Την τόσο κοντινή απεραντωσύνη.

Εμείς εκεί, ενώ αυτή περνούσε. Ητανε μια πολύ στενάχωρη στιγμή. Πολύ στριμωγμένη η ψυχή μας να μιλήσει, Στο μέτρο που μας ήλθε η είδηση αυτή.

Αυτή ανέφερε κι αμέσως ξέχασε, Υστερα, ελαφριά όπως ο αυλός, Έσκυψε στο νεράκι, συντριμμένη σπανιότης, Και συναινώντας, έφυγε στο φως.

Κι εμείς φτιάξαμε τότε τα μαλλιά μας, Και στήσαμε πάλι όρθιο το κορμί, Κι ύσερα, κάναμε μίαν «ανάπαυση», Για να ρυθμίσουμε την πίστη αυτή.

ΧΧI

Δεν ήταν του κόσμου αυτού να δει το πρόσωπό της. Ήταν από μακριά, έως ότου διάβασα το «ποιόν» της, Κι απ’ όπου λέγονταν πως ήταν. Όμως, εκείνος που μας ετοιμάζει για ζωή, Κλειστός και σπάνιος, πάνω στο ράφι, Ακόμη αγκάλιαζε κι εμένα και αυτήν.

Αυτός ο ίδιος ταιριάζει και σ’ εμένα. Για να το μάθω, δεν ήταν τα βιβλία αναγκαία, Παρά αυτή, η γλυκύτατη γνώση σοφού. Μπορεί και ποιος άλλος να είναι τόσο διαβασμένος, Και να μ’ αφήσει μόνη μου στο Άλφα και στο Βου; Αυτός θα ειχε και την ευλογία του ουρανού.

ΧΧII

Η φασαρία μέσα σ’ ένα σπίτι, Το πρωί, μετά απο μια θανή, Είναι η πιο επίσημη βιομηχανία, Που θεσπίστηκε πάνω στη γη.

Αυτό το σάρωμα απάνω στην καρδιά, Ξεπερνώντας της αγάπης την ουσία, Δε θέλουμε να νιώσουμε ξανά, Μέχρι και τη Δευτέρα Παρουσία.

ΧΧΙII ΧΧIV ΧΧV ΧΧVI ΧΧVII ΧΧVIII ΧΧIX ΧΧX XL XLI XLII XLIII XLIV XLV XLVI XLVII XLVIII XLIX XLX XLXI


MEΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ: Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ

Στο σπίτιι έχω μόνο μια αδελφή Και ένα φράκτηεκεί μακριά μου Υπάρχει μόνο ένα αναφερόμενο,αλλά Και οι δυο ανήκουνε στην αφεντά μου.

Η μία εγεννήθηκε όπως εγώ, Και φόρεσε το περσινό μου φόρεμα.. Ο άλλος, σαν πουλάκι στη φωλιά του, Έχτισε στις καρδιές μας όραμα

Δεν κελαηδούσε ακριβώς όπως εμείς, Και είχε τον καταδικό του τόνο. Γι’ αυτόν ήταν μια μουσικούλα,ίδια Με μέλισσα στου Ιουνίου το χρόνο.

Σήμερα, μακριά απ’ την παιδικότητα,μα Πάνω-κάτω στους λοφίσκους φίλους, Κρατάω πιο σφιχτά το χέρι του, Που κόντηνε τους όλους τους μύλους.

Ακόμη και ο βόμβος δια μέσου των ετών, Απατά τη Μαντάμ τη Μπατεφλάυ., Ακόμηκι οι βιολέτες στα μάτια του γέρνουν Μουχλιασμένες μέσα σ τον πολύ το Μάη.

Έχυσα τη δροσιά, μα πήρα την αυγή. Επέλεξα αυτόν τον πολύ απλόν αστέρα, Από ένα ευρύ της νύχτας αριθμό. Κάντε μου αγωγή εδώ και παραπέρα!

I

Περιπέτεια, πιο πολύ γι’ αυτήν την ίδια, Κταδικάστηκε να είναι η Ψυχική Οντότητα! Παρακολουθούμενη απόέναν Κυνηγό Μοναχικό, Που είναι είναι δική του η ταυτότητα.

II

Η Ψυχή έχει έναν Επισκέπτη, Που σπανίως πάει μαζί της έξω. Πιο θεϊκός από το Πλήθος, στην πατρίδα, Εξαλείφει την αναγκαιότητα, Ενώ η μετριοφροσύνη του απαγορεύει Μια αναχώρηση Οιδεσπότη, όταν Χάρη σ’ Εκείνον επισκέπτεται Τη Βασιλεία των Ανθρώπων!

III

Εκτός από έναν αριθμό ελάχιστο, δεν υπάρχουν γύρω μας Ζωές. Βιάζονται να πάνε σε μια σφαίρα, να φανούν και να τελειώσουν πια. Η μεγαλύτερη μεγαλώνει αργά, ενώ η αργότερη κρεμιέται, Μια που τα ωραία Καλοκαίρια Εσπερίδων είναι ακόμη μακριά.

V

Η φήμη είναι μια μη σταθερή τροφή, Μέσα σε ένα μεγάλο πιάτο με υπεκφυγή. Αυτού του Επισκέπτη,άπαξ, το τραπέζι Δεν στρώνεται, για δεύτερη φορά, στη γη.

Αυτού που τα ψυχία επιθεωρούνε τα κοράκια, Και μ’ ένα κρώξιμο άκρως ειρωνικό, Ραπίζουν παρελθόν στου Γεωργού το στάρι, Που οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν τρώνε αυτό!

VI

Το δίκαιο του παρελθόν μπορεί να είναι σκέψη, Ενα, πραγματικά, αναμισβήτητο δικαίωμα. Δοκίμασέ ο και το Σύμπαν πάνω σου, αντίπαλο, Θα συσπειρώσει τους δικούς του αξιωματούχους. Δε μπορείς, ακόμη, ούτε και να πεθάνεις, Όμως, η Φύση και το Γένος του Ανθρώπου Πρέπει πάντοτε να σε πληρώνει με αάκριση.

VII

Ο κίνδυνος είναι μια κτήση, Και είναι προς το καλό σου να την έχεις. Αλλά ο κίνδυνος δεν καλύπτει όλη την πείνα . Υπάρχει μια Βάση εκεί, Και, κάποτε, γίνεται αυγή, Που ερευνά τη Φύση του Ανθρώπου, Κι είναι σαν τη φωτιά, άλλο τόσο φίνα.

VIII

Όταν η Αίτνα σιωπά και γουργουρίζει. Η Νάπολη φοτάται πιο πολύ, Απ΄όσο όταν δείχνει τη Φωτιά της. Τότε, η ασφάλειά μας είναι ηχηρή.

IX

Το να ‘σαι ζωντανός, είναι μια δύναμη. Η Ύπαρξη, αυτή καθεαυτή, Χάρη σε μια επιπλέον λειτουργία, Παρούσα πανταχού είναι αυτή.

Το να ‘σαι ζωντανός και ‘ναι η Θέλησή σου, Είναι μια δύναμη, όπως του Θεού! Το Επέκεινα του εαυτού μας να ‘ναι, άραγε, Η ίδια αυτή η ουσία του Πεπερασμένου;

X

Όποια πανουργία δεν έχει γενεαλογία, Είναι πρώιμη όπως η αναπνοή μας, Και οι πενθούντες η συναντούν να φεύγει. Ακριβώς την ώρα της θανής μας.

XI

Αγαλίαση είναι η Αύρα, Που μας σηκώνει από το χώμα, Και μας εναποθέτει σ’ ένα άλλο μέρος Αυτού που η δήλωση δε βρέθηκε ακόμα.

Δε γυρνάει σε μας, αλλά μετά από χρόνο, Όταν εμείς ανεβαίνουμε με εγκράτεια. Σε πιο μικρή και με καινούριο όρο, Πολύ βελτιωμένη επικράτεια .

XII

Πόσες φορές αυτά ποδαράκια κλονιστήκαν Μόνο τα σφραγισμένο στόμα μορεί να πει. Προσπάθησε να κουνήσεις το φοβερό καρφί της! Πάσχισε να σηκώσιες αυτή την ατσαλένια πόρπη!

Χτύτα το κρύο μέτωπο, το άλλοτε καυτό, Σήκωσε, αν μπορείς, τα ακατάστατα μαλλιά , Πιάσε στο χέρι τα δάχτυλα τα διαμαντένια, Που δε θα φορέσουν ξανά δαχτυλήθρα.

Βομβίζει η νωθρή μύγα στο παράθυρο, Γενναία λάμπει ο ήλιος και εντός κινείται, Ατρόμητη η αράχνη κρέμεται απ’ την οροφή Νωχελικά η νοικοκυρά σε μαργαρίτες κείται!

XIII

Μ’ αρέσουν τα βιβλία αγωνίας. Γιατί γνωρίζω ότι λεν αλήθεια. Οι άνρωποι δεν υποκρίνονται πόνο. Ούτε και προσποιούνται παραμύθια.

Τα μάτια λάμπουνε στο θάνατο, Και δε μπορούν να εμποδίζουν μόνο Τις πέρλες που στολίζουνε το μέτωπο, Από τον τρομεροό του σπάγγου πόνο.

XIV

Αυτό το μικρό, το πιθανότατο κούνημα, Που όλοι μπορούμε να φτάξουμε άπαξ, Αυτή η ταραχή, η τόσο λαμπερή Είναι σχεδόν συνέπεια, η άρπαξ.

Είναι η γνωστή μας λάμψη του θανάτου. Ω, εσύ, ένας άγνωστος γνωστός αλήτης, Που ούτε ο επαίτης δε μπορεί ν’ αποδεχθεί, Έχεις τη δύναμη και ν’ απορρίπτεις!

XV

Πήγα να την ευχαριστήσω, μα αυτή ήδη κοιμόταν. Στρωσίδι είχε μιία πέτρα και, στη θέση Του κεφαλιού και των ποδιών λουλούδια, Που οι ταξιδιώτες είχαν αποθέσει,

Που πήγαιναν να την ευχαριστήσουν, Ενώ αυτή ήδη κοιμόταν. Ήτανε κοντή τη θάλασσα για να διασχίσει, Να δει επάνω σα να ‘ταν ζωντανή, αλλά και Να γυρίσει πίσω, δεν επέτρεπε η φύση.

XVI Έχω δεί ματάκια που πεθαίναν, Να ψάχνουνε γύρω το χώρο, Σα να κοιτούσαν κάτι που φαινόταν, Και μετά, να γίνονται συννεφιασμένα, Και μετά, να σκοτεινιάζουν σαν αχλύ, Και μετά, να προσκολλώνται χάμω, Δίχως να συμπεραίνουνε τι ήταν Αυτό που τα ευλόγησε να έχουν δεί.

XVII

Τα σύννεφα, ήταν πιασμένα πλάτη-πλάτη, Ο βοριάς άρχισε να σπρώχνει, ο κακός, Τα δάση ίππευαν μέχρι να πέσουν, Κι η αστραπή πηδούσε σαν ένας ποντικός.

Ο κεραυνός ήταν σπασμένος σαν από ύλη. Τι ευτυχία να ‘σαι ασφαλής στον τάφο, Που οθυμός της φύσης δε μπορεί να φτάσει, Ούτε ούτε η εκδίκηση έρχεται εδώ κάτω!

XVIII

Ο Θεός επιτρέπει στους φιλόπονους αγγέλους να παίζουν τ’ απογεύματα. Συνάντησα έναν και, για χάρη του αμέσως, όλους τους συμμαθητές μου ξέχασα

Ο Θεός καλεί τους αγγέλους πάλι σπίτι, Όταν ο ήλιος πάει να πέσει. Χάνω το δικό μου. Πόσο θλιβερό μου φαίνονται Τα μάρμαρα μετά τη Στέψη!

XIX

Για να μάθεις πόσο ακριβός ήταν ο πόνος, Για να μάθεις αν κάποια μάτια ήτανε κοντά του, Και που, μέχρι να εγκατασταθεί στον ουρανό, Σε ποιον θα μπορούσε να εμπιστευθεί το ατένισμά του,

Για να μάθεις αν έκανε υπομονή κι αν ήταν μέλος, Αν πέθαινε, όπως νόμιζε, ή διαφορετικά, Ήταν ωραία η μέρα, αν και τιυ θανατά, Και αν έλαμψε ο ήλιος στο πρόσωπό του.

Ποια να ‘τανε η τελευταία του σκέψη για το σπίτι; Αν ο Θεός ή αυτό το απομακρυσμένο φως λέει Στα νέα που αυτός με την ανθρώπινή του φύση, Μια τέτοια μέρα, ένα έτοιο μεσημέρι;

Και άν είχε, άραγε, κι αυτός ευχές; Ο στεναγμός του, μόλις τονισμένος, Έγινε σε όλους μας γνωστός πολύ, Και ήταν, ήδη, πεπεισμένος, Μέχρι που πέταξε για την αιώνια πηγή;

Και αν μιλούσε, ποιο θα ήταν το όνομά του; Ποιο θα ήταν το μεγάλο, το μικρό; Με ποιο όνομα, άραγε, διορίστηκε Στο τελετααίο, πριν τον ύπνο του, λεπτό;

Είχε φόβο, ήτανε ήρεμος και για Τη συνείδηση, μπορούσε, άραγε, να ξέρει ότι Κι αυτή αναπτύσσεται, μέχρι, που η αγάπη που Υπάρχει κι αυτή που ευλογείται, να σμίξουνε Και η ένωσή τους να γίνει Αιωνιότης;

XX

Η τελευταία νύχτα που έζησε, Ήτανε μια κοινή νύχτα στη ζήση. Εκτός από το θάνατο, αυτό για μας, Έκανε διαφορετική τη φύση.

Σημειώσαμε μικρούλια πργγματάκια, Πράγματα που τα ξεπερνάμε ευτυχώς. Μ’ αυτό το μέγα φως μες στο μυαλό μας Τυπώθηκε έτσι όπως ήταν ακριβώς.

Τα άλλα μπορούσαν και να περιμένουν, Ενώ αυτή έπρεπε να τελειώσει εντελώς. Τότε, μια ζήλεια νιώσαμε για τούτο Τον κόσμο που είναι τόσο κοντινός.

Είμαστε εμείς εκεί, ενώ αυτή περνούσε, Και ήταν μια πολύ στενάχωρη στιγμή, Πολύ στριμωγμένη η ψυχή για να μιλήσει, Στο μέτρο που μας ήρθε αυτή η είδηση.

Αυτή, απλώς, ανέφερε κι αμέσως ξέχασε. Ύστερα, ελαφριά κι άνετη σαν αυλός, Έσκυψε στο νερό, συντεριμμένη σπανιότης, Και, συναινώντας, έφυγε προς το φως.

Κι όμως, εμείς φτιάξαμε τα μαλλιά μας, Και στήσαμε πάλι όρθιο το κορμί, Κι ύστερα, κάναμε μια απλή «ανάπαυση», Για να ρυθμίσουμε την πίστη, απ’ την αρχή.

XΧI

Δεν ήτανε του κόσμου αυτού, να δει το πρόσωπό του. Ηχούσε μακρινό, μέχρι που εγώ διέγνωσα το μέρος, Όπου, όπως λέγονταν, διέμενε. Μα αυτή ακριβώς η «άλφα-βήτα» στη ζωή, Ανέγγικχτη, κλειστή και σπάνια, στο ράφι, Αγκάλιασε κι αυτόν κι εμένανε.

Κι ακόμη, η «λφα-βήτα « μου μ’ ακολουθεί, έτσι Που δε μπορώ να επιλέξω ένα βιβλίο για να μάθω Ότι αυτό, θα ήταν η γλυκύτερη σοφία. Μπορεί και να ήταν κάποιος άλλος να να το μάθει, Και να μ’αφήσει μόνο με το Α και το Β, Ενώ αυτός έχει τα ουράνια, τα θεία.

XXII

Η φασαρία μέσα σ’ ένα σπίτι, Το πρωί, μετά από τη θανή, Είναι πιο ιερή από την απασχόληση που υποχρεώνει αυτή η γη.

Το σάρωμά μας στην καρδιά, Και τη δωρεά αγάπης μας σπανίως, Δε θα τα δοκιμάσουμε ξανά, Και νυν και αεί και αιωνίως.

XXIII

Καταλαβαίνω που η γη είναι μικρή, Και η οδύνη είναι απόλυτη, Και πολλές οι πληγές. Αλλά, τι μ’ αυτό;

Και τα δυο υπάρχουν στην αιωνιότητα, Κι η ανώτερη ακόμη ζωτικότητα Δε μπορεί να υπερνικήσει τη φθορά. Αλλά, τι μ’ αυτό;

Καταλαβαίνω που και στον ουρανό, Μπορεί κανείς να απάρχει ακόμη. Κάποια νέα εξίσωση είναι εδώ. Αλλά, τι μ’ αυτό;

XXIV

Ο ήλιος έδυε, έδυε ήρεμος. Ούτε μια χροιά απογεύματος Δεν αντιλήφθηκα πάνω στην πόλη, Λες και ήταν η ώρα του γεύματος.

Το σούρουπο έπεφτε, έπεφτε ήρεμο. Ούτε μια δροσοσταλίδα πάνω στο χόρτο, Εκτός απ’ αυτή που στο μέτωπο μου στάλαξε Και περιπλανήθηκε πάνω στο πρόσωπο.

Το πόδι μου νύσταζε, νύσταζε ήρεμο. Τα δάχτυλά ξύπνια, ούτε που τα έφτανα. Όμως, γιατί εγώ τόσο λίγο θόρυβο, Στο δικό μου το φαινόμενο έκανα;

XXV XXVI XXVII XXVIII XXIX XXX XXXI XXXII XXXIII XXXIV XXXV XXXVI XXXVII XXXVIII XXXIX XL

ΣΥΝΤΟΜΟ (ΟΥΤΩΣ Ή ΑΛΛΩΣ) ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Τάκης Μητσακάκης γεννήθηκε στα Χανιά από Σητειακό πατέρα και από μητέρα - το γένος Πετράκη - αγωνιστικής Κισσαμίτικης καταγωγής. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Αθήνα, marketing στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες και διάφορα άλλα σε αρκετά σεμινάρια. Αν και ανέκαθεν ανέντακτος αριστερός, υπηρέτησε την πατρίδα ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός και, μάλιστα τώρα, είναι...κοντζάμ ταξίαρχος εν εφεδρεία. Εργάστηκε ως βοηθός-ζαχαροπλάστης, βοηθός-μπεταντζής, δημοσιογράφος, κειμενογράφος, δημοσιοσχεσίτης και σύμβουλος Επικοινωνίας & marketing, καθώς και ως διευθυντικό στέλεχος μεγάλων εταιριών (Κήρυξ Χανίων, Βήμα, Οικονομικός Ταχυδρόμος, εταιρίες διαφήμισης, διάφορες διεθνείς επιχειρήσεις καλλυντικών, Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανίας Καλλυντικών). Συντάκτης πολλών άρθρων και συγγραφέας ενός επαγγελματικού βιβλίου, υπήρξε και καθηγητής σε σχολές Επικοινωνίας του ΕΛΚΕΠΑ, της ΕΛΑΣ, σε μεταπτυχιακά σεμινάρια Άνεργων Κοσμητολόγων κ.λπ. Γράφει (ή τουλάχιστον προσπαθεί) ποίηση από τα 17 του χρόνια. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1962 με την εκτός εμπορίου μικρή συλλογή «Μετάβαση». Ακολούθησαν οι «ιδίοις αναλώμασι» εκδόσεις των βιβλίων «Εκτός Εμπορίου», «Γονιμοποίηση» και «Ελληνική Ιστορία Νεοτέρων Χρόνων», καθώς και η κακότεχνα πολυτελής «Οι Θαλάσσιες Ανεμώνες, η Γοργόνα η Νεφέλη και ο Ιππόκαμπος» που (με διάφορα τεχνάσματα) πούλησε περίπου 4.500 αντίτυπα. Ο τόμος αυτός περιέχει τα μέχρι τώρα άπαντά του, δηλαδή τις 5 «εκδοθείσες» ήδη, καθώς και τις 13 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων του.

KΡΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ, ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ, ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ (Κατά αυστηρώς αλφαβητική σειρά επωνύμων και όχι «επωνύμων»)

Ανώνυμος (Ταχδρόμος)  «Το νέο βιβλίο είναι πολύ όμορφο αισθητικά, με πολύ καλής ποιότητας χαρτί και - παρεμπιπτόντως - πολύ ωραία ποιήματα μέσα...Ο συγγραφέας του λέει ότι “θα βγει να το πουλάει έξω από τα θέατρα για να μπορέσει μα εισπράξει μέρος του κόστους”» Χρήστος Αποστολίδης  «Φίλε Τάκη, είσαι Ταλεντάρα. Θα μου πεις βγαίνει μ’ αυτό. Δε βαριέσαι. Ό,τι βγαίνει κι ό,τι μπαίνει καλό είναι. Σε χαίρομαι που το ζεις το πράμα…» Γρηγόρης Γεωργουδάκης  «Τελειώνοντας κανείς το διάβασμα της συλλογής αισθάνεται αυτό που χαρακτηρίζει την αληθινή ποίηση: μια καινούργια αίσθηση, μια καινούργια «γεύση» των πραγμάτων, μια μαγεία!» Κωστής Γιούργος (Play Boy)  «Ένας χειμαρρώδης ποιητικός λόγος, ένας ύμνος στη γυναίκα και σ' όλα τα υψηλά κι ωραία που μπορεί να εμπνεύσει. Διατυπωμένος σε ύφος πολύ προσωπικό, θυσιάζει ευσυνείδητα στο πνεύμα μια κατεστημένης πλέον παράδοσης που θέλει τους Έλληνες υπηρέτες της ποίησης. Και είμαστε βέβαιοι πως δεν είναι λίγοι οι αναγνώστες που θα βρουν μια ψυχική συγγένεια με τον Τ. Μ., μέσα από το στίχο του» Γιάννης Γκίκας  «Πού ήσουν τόσα χρόνια; Γιατί αυτή η μεγάλη σιωπή; Σ' έχω πάντα στη θύμησή μου, για την απλότητα και την ευγένειά σου - προτερήματα που απαντιούνται και στους στίχους σου - προσθέτοντας και την πικρία της ωριμότητας» Χρυσούλα Γουδενάκη  «Τελικά, είστε ποιητής. Με φωνή και συναίσθημα. Σαν κραυγή ακούγεται το “Στην επικράτεια του θεού Εμπορίου…έναντι ευτελούς ανταλλάγματος”. Το Curriculum Vitae επίσης ταλαντούχο. Για μένα (αν έγραφα) θα μου έφταναν μόνον αυτά…Απορώ και θαυμάζω το κουράγιο σας. Πώς τολμήσατε να γράψετε “κάποια σημασία πρέπει να ‘χει το να είσαι ποιητής”; Όσο το σκέφτομαι, τόσο και πιο μεγάλο μου φαίνεται»  «Μερικά ποιήματα είναι πολύ ωραία. Πιο πολύ μου άρεσαν τα “Σήμα ελήφθη.Οver”, “Ομολογία” (έχει μια τόσο αληθινή παραδοχή και σα να κρύβει κάτω από τις λέξεις ένα αίσθημα ακόμη πιο αληθινό που συγκινεί), “Σελίδα ημερολογίου 2/3/80”, “Κάθε αγγειοπλάστης, ένας μικρός θεός - Η πρόκληση του χάους γονιμοποιεί τους θεούς”» Νίκος Δήμου  «Και βέβαια έχει σημασία να είσαι (ακόμα και το να θέλεις να είσαι) ποιητής. Και είναι μια πολύ ωραία έκπληξη ν' ανακαλύπτει κανείς, κάτω από το τυπικό προσωπείο του Διευθυντού Marketing, έναν άνθρωπο. Γιατί τίποτα άλλο δεν είναι σήμερα πια ο ποιητής από ένας άνθρωπος γυμνός που έχει το θάρρος να κυκλοφορεί το φθαρτό και όχι πάντα όμορφο κορμί του στο δρόμο, ακάλυπτο… Και πέρα από την αξία του ενός ή του άλλου ποιήματος, είναι συναρπαστικό το αντίστροφο ξετύλιγμα…Όπου η ωριμότητα και η σύγκρουση (τραγική πια) με τα ντουβάρια, σου χαρίζει τους πιο ωραίους τόνους»  «Άφησε όλες τις ανεμώνες ν’ ανθίζουν. Τρυφερές, ρομαντικές, μεταφυσικές…»  «Η ίδια πάντα ευαισθησία και μοναξιά…»  (Και σ’ όλα τα βιβλία του με αφιερώσεις: «Στο φίλο ποιητή Τάκη Μητσακάκη») Βασίλης Καζαντζής-Intex (Εικόνες)  «Αληθινή έκπληξη το βιβλίο του κ. Τάκη Μητσακάκη!... Πέρα από την αδιαμφισβήτητη ποιητική του αξία, αποδεικνύει πως εμείς, που υπηρετούμε το πιο «Εγωφάγο» επάγγελμα, έχουμε την ανάγκη να μιλάμε, κάπου-κάπου και για τον εαυτό μας» Δημήτρης Κακαβελάκης  «Ένας ακόμη από τους “δυνάμει” στην πυκνούμενη γραμμή της Ελπίδας, που

     διακηρύσσει με μια πικρή όσο κι αποφασιστική φωνή την ποιητική του απόφαση ν' 
     αντισταθεί στον “άτεγκτο νόμο της αγοράς" και της εξουθένωσης. Είναι μια αλήθεια που
     τόσο εύστοχα διατυπώνει ο Τ. Μ. με γνήσια φωνή αγωνίας»

 «Συγχαρητήρια που είσαι πλημμυρισμένος από διαρκές ποιητικό όραμα. Τούτη τη φορά, πιο κατακτημένο, πιο βαθύ, πιο ποιητικό. Η συνεχής παρουσία της ουσίας της ζωής, του αιώνιου έρωτα, απελευθερώνει το Λόγο από το όποιο βάρος και τον εξακτινώνει, μέσα από μια άρτια τεχνική, στα ύψη της λυρικής δημιουργίας.» Γ. Δ. Καψωμένος (Χανιώτικα Νέα)  «Αν πούμε ότι ο Π. Μητσακάκης διαθέτει όλες τις αισθητικές προϋποθέσεις για την άνετη προσανάβαση στα σκαλοπάτια της υπέρτατης καταξίωσης του έρωτα – γράφε της ζωής – θα κομίζαμε “γλαύκα εις Αθήνας”. Ναι, η ευαισθησία του Π. Μ. έχει τέτοια διεισδυτικότητα ώστε να μην αφήνει καμιά ίνα της ψυχής ασυγκλόνιστη» Ι. Κουμής (Κήρυξ Χανίων)  «Το τελευταίο βιβλίο του είναι ένα πανόραμα των πνευματικών και ποιητικών του αναζητήσεων. Μέσα στους στίχους του παρακολουθούμε τη διεισδυτική σκέψη, τη φιλοσοφική ενατένιση, την υπαρξιακή αγωνία. Τα ποιήματά του είναι μια πλημμύρα φωτός, θριάμβου, κόλασης και αντινομίας, που άλλοτε φθάνουν στο αίσιο αισθητικό αποτέλεσμα κι άλλοτε παραμένουν κραυγές ανεπιτήδευτες, πάντοτε όμως ειλικρινείς» Γιώργης Μανουσάκης  «Λεπτή κι ευαίσθητη η γραφή σας, συνδυάζει το ρεαλισμό με το λυρισμό. Όση ώρα διάβαζα τους στίχους σας, ένιωθα να με διαποτίζει το κλίμα τους, να γίνομαι τόσο εύθραυστος και συνάμα τόσο δυνατός, τόσο ανοιχτός σε μια μυστική επικοινωνία, που ίσως να ‘ταν κι ο αντίλαλος του δικού μου παραμιλητού»  «Η “Γονιμοποίηση” με συγκίνησε ξέχωρα. Τα ποιήματα - πιο ανεβασμένα κι από την πλευρά της τεχνικής, σε σύγκριση με τα παλιότερά σου - έχουν μέσα τους τη ζεστή ανθρώπινη παρουσία, μιλούν απροκάλυπτα, φανερώνουν μπροστά στα μάτια μας όλη τη μοναξιά και την οδύνη, τη λαχτάρα επικοινωνίας και το βαθύ ερωτικό αίσθημα ενός πολύ ευαίσθητου ανθρώπου, που κρατιέται μακριά από την “οργανωμένη” κοινωνία και ζωή, γιατί θέλει να προστατέψει την τόσο τρωτή ευαισθησία του και ό,τι ευγενικό κι ωραίο νιώθει μέσα του» Γιάννης Μαρίνος (Οικονομικός Ταχυδρόμος)  «Δεν διεκδικώ δάφνες κριτικού της ποίησης, όμως οφείλω να ομολογήσω ότι το βιβλίο «Εκτός Εμπορίου» με συγκίνησε βαθύτατα. Παρόλο που ο συγγραφέας του, παλιός καλός συνεργάτης του Ο. Τ. Τάκης Μητσακάκης είναι σήμερα «κάποιος», τολμά να δηλώνει με εύστοχο και συναρπαστικό ποιητικό λόγο τη μοναξιά του, κάνοντας μας να νιώθουμε κι εμείς «λιγότερο μόνοι!» Claude Meyer  «J’ ai ete tres touche par l’ommage de votre livre…Si j’ai, d’apres vous, compris le labeur relativement rapidement, je pense qu’ il me prendra 25 ans pour gouter le tel que, sans doute, est contenu dans votre livre, apres l avoir traduit moi-même…Vous avez de l’avance sur moi: le miens ne seront aucun envie…et vous lisez le Francais» Σ. Α. Μοτάκης  «Εμείς ανήκομε στη γενιά που πέρασε. Τα σύγχρονα δεν μας τραβούν. Το δικό σας πόνημα μου άρεσε πολύ. Δεν είναι παραδοσιακή ποίηση ούτε στη μορφή ούτε στο περιεχόμενο, όμως έχει ανθρωπιά και πολύ αίσθημα. Έχει πρόσωπο και χαρακτήρα – δεν απηχεί τη μάζα και την ψυχολογία της. Καλά την ονομάζετε εκτός εμπορίου…» Πηνελόπη Ντουντουλάκη  «Οι "Θαλάσσιες Ανεμώνες" συνθέτουν την εικόνα, το γεγονός, τη ίδια στιγμή με την ποίηση. Τίποτα δεν είναι τυχαίο σ' αυτή την εξαίσια ακριβολογία όπου υπάρχουν μύριες όσες αποχρώσεις μιας έκφρασης κι εσύ διαλέγεις την απόλυτα κατάλληλη. Θερμά συγχαρητήρια για την ομορφιά της ποίησης και για τη γνώση του Λόγου» Πέννυ Οιχαλιώτου (Kosmopolitan)  «Ποίηση καρδιάς και στοχασμού, η δουλειά του Τ. Μ. και σαν τέτοια, είναι και

      αξιοπρόσεκτη και αξιοσέβαστη. Τα ποιήματα συναγωνίζονται το ένα το άλλο σε ρεαλισμό, αμεσότητα, χιούμορ και φιλοσοφία»

Χρήστος Παπαγεωργίου (Διαβάζω)  «Τα ποιήματα του Τ. Μ. ενεργοποιούν δυνάμεις που είναι κρυμμένες βαθιά μέσα μας, με ευγένεια και ειλικρίνεια, στοιχεία που τα κάνουν βιώσιμα και ζωογόνα. Έχουν μια καλλίγραμμη και εξουθενωτική διαύγεια που τα κάνει καθημερινά και οικεία, σε σημείο που διαβάζονται απνευστί. Η συλλογή είναι πολύ ενδιαφέρουσα και γονιμοποιεί με τρόπο άμεσο και ρεαλιστικό το σπέρμα της ζωής» Αλίκη Πινότση  «Τα μάζεψα όλα τούτα, όπως τα ταπεινά πανέμορφα κυκλάμινα που φυτρώνουν στα βράχια της Ύδρας μου, μετά τη βροχή. Ούτε που ξέρω γιατί στα γράφω όλα τούτα. Ίσως γιατί η φωνή σου με ζέστανε μέσα στην παγωνιά του θανάτου που πέρασε πλάι μου. Με τη δική σου φωνή μιλάει ο Θεός μέσα μου. Μπορεί; Ναι, μπορεί! Και πίστεψέ με, ο ήχος σου φτάνει πιο μακριά απ’ όσο φαντάζεσαι» Ανδρέας Ριζόπουλος  «Το βιβλίο σου το θεώρησα σα διπλό δώρο, μια που το διάβασα - μονορούφι - στη γιορτή μου. Να που ο “τεχνοκράτης” κρατάει τις ευαισθησίες του. Ελπίζω ότι ο ποιητής δε θα “πεθάνει μέσα σου” και ότι η γόνιμη περίοδός σου θα συνεχιστεί.»  «Την ίδια μέρα που έλαβα το βιβλίο σου, το "ρούφηξα" κυριολεκτικά σε μερικές ώρες και, στη συνέχεια, το ξαναδιάβασα. Όπως έλεγε ένας φίλος αμερικανός συγγραφέας: “don' t let the bastards run you down!”» Διονύσης Σέρρας  «Τα βιβλία σας μου άρεσαν και μπορώ να πω ότι τα ξεχώρισα ανάμεσα σε διάφορα άλλα που έτυχε να διαβάσω τελευταία. Η γραμμή σας διαθέτει λυρισμό, ευαισθησία και φιλοσοφική σκέψη, χωρίς εγκεφαλισμούς. Το ερωτικό στοιχείο κυριαρχεί μ' έναν τρόπο προσωπικό και γνήσιο» Β. Γ. Χαρωνίτης (Χανιώτικα Νέα)  «Τελειώνοντας το διάβασμα, έχεις την αίσθηση πως ακούς μια ζεστή ανθρώπινη φωνή που σε καλεί να μην αποκάμεις, να μη σταματήσεις, μα να βοηθήσεις κι εσύ όσο μπορείς. Να μείνεις "Εκτός Εμπορίου", ώσπου να φτάσουμε όλοι μαζί να κοιτάμε τον ήλιο κατάματα. — Preceding unsigned comment added by Takis Mitsakakis (talk • contribs) 06:24, 13 March 2011 (UTC)[reply]

Leave a Reply